Ορισμός κώφωσης και βαρηκοΐας
Σύμφωνα με διεθνή στατιστικά στοιχεία, στα 1000 νεογέννητα παιδιά, το ένα γεννιέται κωφό. Δηλαδή, στην Ελλάδα, σε σύνολο 120.000 γεννήσεων το χρόνο, σύμφωνα με εκθέσεις του Ιατρικού Συλλόγου, γεννιούνται γύρω στα 120 κωφά παιδιά. Επίσης ένα μικρό ποσοστό από τα παιδιά που γεννιούνται ακούοντα, χάνουν την ακοή τους στα πρώτα χρόνια της ζωής τους, πριν αποκτήσουν ομιλία. Εξ αυτών συνεπάγεται ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν περίπου 50.000 κωφοί στην χώρα αν και καταγεγραμμένος είναι ένας πολύ μικρότερος αριθμός.
Κωφός είναι αυτός που είτε φοράει ακουστικά, είτε όχι, δεν αντιλαμβάνεται την ομιλία με την ακοή του μόνο. Χρησιμοποιεί κύρια το οπτικό κανάλι για να αντιληφθεί τους συνομιλητές του (χειλανάγνωση, Νοηματική Γλώσσα, γραπτή Γλώσσα) Η ακουστική απώλεια στις περιπτώσεις αυτές είναι από 85 dB και πάνω.
Βαρήκοος είναι αυτός που είτε φοράει ακουστικά είτε όχι δυσκολεύεται να αντιληφθεί την ομιλία με την ακοή του μόνο. Πάντως το μεγαλύτερο ποσοστό των πληροφοριών της ομιλίας το αντιλαμβάνεται από την ακοή του. Η ακουστική βλάβη στις περιπτώσεις αυτές είναι συνήθως από 35 dB έως 85-90dB.
Δύο ακόμη ορισμοί που πρέπει να διευκρινιστούν για εκπαιδευτικούς λόγους είναι:
Προγλωσσική κώφωση που συμβαίνει σε ηλικία πριν από την ανάπτυξη της γλώσσας (με την γέννηση ή αμέσως μετά την γέννηση ή τα πρώτα 2-3 χρόνια της ηλικίας του παιδιού)
Μεταγλωσσική κώφωση που συμβαίνει σε ηλικία μετά την απόκτηση της γλώσσας. Όπως είναι φανερό οι εκπαιδευτικές ανάγκες κάποιου που έχασε την ακοή του σε ηλικία πριν την απόκτηση της γλώσσας, είναι διαφορετικές από αυτού που έχασε την ακοή του σε ηλικία μετά την απόκτηση της γλώσσας. Ο πρώτος πρέπει να αναπτύξει γλώσσα, ενώ ο δεύτερος πρέπει να βοηθηθεί ώστε να διατηρήσει την ομιλία του και να πλουτίσει την γλώσσα του.
Κοινωνικές παράμετροι
Υπάρχει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στους ακουομετρικά κωφούς (με μικρό το πρώτο γράμμα) και τους Κωφούς (με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα) οι οποίοι ταυτίζονται με την κώφωσή τους και ανήκουν στην κοινότητα των Κωφών.
Ακουομετρικά κωφοί και βαρήκοοι είναι μια μεγάλη μερίδα πληθυσμού που για διάφορους λόγους έχουν χάσει την ακοή τους, οι περισσότεροι σε μεγάλη ηλικία (η πλειοψηφία από αυτούς σε γεροντική ηλικία). Αυτοί στην πλειοψηφία τους επικοινωνούν με την ομιλούμενη γλώσσα, έχουν εκπαιδευτεί κύρια σε σχολεία ακουόντων, έχουν ταυτότητα ακούοντος ανθρώπου και είναι ενταγμένοι στην κοινωνία των ακουόντων. Δεν ταυτίζονται με άλλους Κωφούς, δε γνωρίζουν ούτε χρησιμοποιούν τη νοηματική γλώσσα και δεν ανήκουν στην κοινότητα των Κωφών..
Η πλειοψηφία των προγλωσσικά κωφών παιδιών (αν και όχι όλα) θα ανήκει αργότερα και θα ταυτιστεί με την κοινότητα των Κωφών. Αυτό σημαίνει ότι θα ταυτιστούν με τους άλλους Κωφούς και θα μοιραστούν κοινή κουλτούρα και γλώσσα (τη νοηματική).
Ο Κωφός ζώντας σε ένα περιβάλλον χωρίς ήχους και κύρια χωρίς τους ήχους της ομιλίας έχει προσαρμοστεί στο περιβάλλον αυτό και χρησιμοποιεί μια άλλη γλώσσα, οπτική. Μια γλώσσα δηλαδή που δεν βασίζεται σε ήχους. Η ανάγκη των Κωφών για μια γλώσσα προσαρμοσμένη στις δικές τους οπτικές ανάγκες είναι αυτή που τους καθιστά πολιτισμική ομάδα και όχι η απώλεια της ακοής τους.
Οι ίδιοι οι Κωφοί δεν βλέπουν τους εαυτούς τους ως άτομα με ακουστική απώλεια, δε θέλουν να αναγνωρίζονται αποκλειστικά από αυτό το γεγονός και δεν επιδιώκουν (όπως κάνουν οι ακούοντες γι’ αυτούς) να ερμηνεύουν τις υπόλοιπες πλευρές της ζωής τους ως συνέπεια αυτού του γεγονότος. Επίσης, ως ομάδα, παρόλο τον αποκλεισμό τους από την ευρύτερη κοινωνία έχουν συγκεντρώσει έναν σημαντικό αριθμό πληροφοριών και έχουν ανακαλύψει τρόπους να ορίζουν και να εκφράζουν τους εαυτούς τους μέσα από παραδόσεις, ιστορίες, εκδηλώσεις και καθημερινές κοινωνικές συναντήσεις (Padden & Humphries, 1988).
Η θέση των κωφών για τα κοχλιακά εμφυτεύματα
Το κοχλιακό εμφύτευμα είναι, υπό προϋποθέσεις, μια λύση για πολύ μεγάλου βαθμού απώλεια ακοής ή κώφωση . Ενώ τα συμβατικά ακουστικά βαρηκοΐας ενισχύουν τον ήχο, το κοχλιακό εμφύτευμα μετατρέπει τα ηχητικά σήματα σε ηλεκτρικές διεγέρσεις για το ακουστικό νεύρο. Με αυτό τον τρόπο, θεωρείται ένα μέσο αντικατάστασης του ρόλου του κοχλία του αυτιού.
Ενώ λοιπόν για τους ακούοντες, μια τέτοια λύση φαντάζει ιδανική, για τους Κωφούς, κάθε άλλο παρά εύκολη είναι μια τέτοια απόφαση. Κι αυτό διότι, για εκείνους η Κώφωση δεν είναι ένα μειονέκτημα αλλά μια κοινή εμπειρία που δίνει στην κοινότητα των κωφών την μοναδική τους πολιτιστική ταυτότητα.
Πολλοί κωφοί αντιμετωπίζουν πολύ καλά την κώφωση τους, μέσω εκμάθησης της νοηματικής γλώσσας, της ανάγνωσης χειλιών και προσαρμόζοντας το χώρο της εργασίας τους και το περιβάλλον του σπιτιού τους με πολύ πρακτικό τρόπο ώστε να μην δυσκολεύονται εξαιτίας της απώλεια της ακοής τους.
Επίσης, η κοχλιακή εμφύτευση συνεπάγεται σοβαρή χειρουργική επέμβαση σε μια περιοχή του σώματος που υπάρχουν πάρα πολλά νεύρα που ελέγχουν τις κινήσεις του προσώπου. Ένα λάθος κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης θα μπορούσε να προκαλέσει μακροχρόνια παράλυση.
Τα Κοχλιακά εμφυτεύματα μπορούν επίσης να καταστρέψουν τυχόν εναπομείναντα υγιή ακουστικά νεύρα, πράγμα που σημαίνει ότι ένας κωφός μπορεί να χάσει όλα τα απομεινάρια φυσικής ακοής που μπορεί να τον βοηθήσουν να προσαρμοστεί σε ένα κωφό τρόπο ζωής.
Ακόμη τα Κοχλιακά εμφυτεύματα απαιτούν από τον παραλήπτη να υποστούν σημαντικές επεμβάσεις τελειοποίησης, και η επιτυχία της επέμβασης μπορεί να διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από παραλήπτη σε παραλήπτη.
Πολλοί κωφοί γονείς προτιμούν να μεγαλώσουν τα κωφά παιδιά τους με βάση την κουλτούρα των κωφών, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης της νοηματικής γλώσσας και της ανάγνωσης των χειλιών γι' αυτό και στρέφονται κατά των κοχλιακών εμφυτευμάτων.
Οι γονείς που έχουν την ακοή τους και που δεν είναι εξοικειωμένοι με την κοινότητα των κωφών μπορεί να επιλέξουν την επέμβαση για την τοποθέτηση κοχλιακού εμφυτεύματος ώστε να διορθωθεί το αντιληπτό μειονέκτημα του κωφού παιδιού τους.
Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι ένα κωφό παιδί που μπορεί μερικώς να ακούει, ή ένα παιδί που ακούει με πολιτιστική κληρονομιά των κωφών. Είτε έτσι είτε αλλιώς, το παιδί ενδέχεται να αντιμετωπίσει τον κοινωνικό εξοστρακισμό και από τις δύο κοινότητες, αν οι γονείς δεν σκεφτούν τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα και το αντίκτυπο του κοχλιακού εμφυτεύματος στην ζωή του
Άλλοι γονείς με ακοή δυσκολεύονται να πάρουν μια απόφαση σχετικά με το κωφό παιδί τους καθώς μπορεί εκείνο να θέλει μπορεί να θέλει γνωρίσει την κοινότητα των κωφών και μετά ν’ αποφασίσει αν θέλει να βοηθηθεί η ακοή του τοποθετώντας ένα κοχλιακό εμφύτευμα και να δεσμευτεί μ’ αυτό για την υπόλοιπη ζωή του.
Η οικογένεια του ατόμου με κώφωση
Μετά από αλλεπάλληλες επισκέψεις, εξετάσεις μετρήσεις στα διάφορα ακουολογικά κέντρα, μετά από ατέλειωτες ώρες αγωνίας στις αίθουσες αναμονής των ιατρείων, η απευκταία διάγνωση είναι στα χέρια των γονέων. Την έχουν διαβάσει ξανά και ξανά, την έχουν ακούσει από τα χείλη του γιατρού. "Το παιδί σας δεν ακούει!"
Αναμενόμενο είναι, αφού φτάσαμε στη διάγνωση, να παρθεί στη συνέχεια η απόφαση για το είδος της και να ξεκινήσει η θεραπεία και η αρχική αγωνία και το άγχος να μετριασθούν. Η φύση όμως του προβλήματος της κώφωσης, είναι τέτοια, που σε πολλές περιπτώσεις δεν αρκεί η ιατρική υποστήριξη μόνο, όσο επιστημονικά και τέλεια τεχνολογικά και αν προσφέρεται. Και αυτό γιατί δεν θίγεται απλά ένα αισθητήριο όργανο, του οποίου καλούμαστε να αποκαταστήσουμε την βλάβη. Βάλλεται κύρια η επικοινωνιακή δυνατότητα του ατόμου.
Πέρα από την ιατρική βοήθεια, κυρίαρχο μέλημα των γονιών είναι η συνεχής ψυχολογική στήριξη και εκπαιδευτική παρέμβαση για την κατά το δυνατόν φυσιολογικότερη ανάπτυξη του Κωφού παιδιού τους.
Αν η οικογένεια του κωφού παιδιού έχει ακούοντες γονείς μέχρι να αποδεχθούν την κώφωση του παιδιού τους και να την αντιμετωπίσουν περνούν κάποια στάδια καθώς ο κλονισμός που προκαλεί, το πρώτο άκουσμα ότι το παιδί τους είναι Κωφό, ότι είναι μια ανθρώπινη ύπαρξη με ειδικές ανάγκες, είναι καταλυτικός. Γκρεμίζονται οι ελπίδες και τα όνειρα τους αλλά και θίγεται η αυτοεκτίμηση τους και η κοινωνική τους εικόνα. Ο θρήνος είναι διάχυτος και η περίοδος της άρνησης εξαρτάται από την προσωπικότητα και την ιδιοσυγκρασία των γονιών.
Την πρώτη αυτή αλγεινή περίοδο διαδέχεται μια άλλη πολύ βασανιστικότερη για τους γονείς, αλλά και για το ίδιο το Κωφό παιδί. Είναι η περίοδος της άρνησης. Οι γονείς προσποιούνται πως δεν συμβαίνει τίποτε το διαφορετικό και πολλές φορές οδηγούνται στο κρύψιμο του ίδιου του παιδιού. Αποφεύγουν χώρους, πρόσωπα, συζητήσεις. Είναι ευαίσθητοι στα πειράγματα, τα εκλαμβάνουν ως υπονοούμενα, προβάλλουν ασυνείδητα εχθρότητα. Μιλούν στο Κωφό παιδί τους και έχουν την απαίτηση να τους απαντήσει με τον ίδιο τρόπο ή σιωπούν εντελώς, το απορρίπτουν. Μια τέτοια σχέση, στην πρώιμη μάλιστα ηλικία, είναι κυρίως υπεύθυνη για την ψυχική υγεία και το συναισθηματικό έλλειμμα στην υπόλοιπη ζωή του. Η έλλειψη ακουστικών ερεθισμάτων και προφορικού λόγου ίσως να είναι σ' αυτή τη φάση δευτερεύοντα.
Η τελευταία περίοδος, κατά την οποία οι γονείς αποδέχονται το πρόβλημα είναι πιο ανακουφιστική. Η αποδοχή της κώφωσης θα επιφέρει την αποδοχή του παιδιού και θα σταθεροποιήσει τον δεσμό των συζύγων με κοινές αποφάσεις και ανάληψη πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση του πλήθους των προβλημάτων, που προκύπτουν από την αισθητηριακή ατέλεια του παιδιού.
Υπάρχουν ωστόσο και οικογένειες με κωφούς γονείς και ακούοντα παιδιά η πλειοψηφία των οποίων μαθαίνει πρώτα την νοηματική και έπειτα την γλώσσα των ακουόντων. Νιώθουν ως επί το πλείστον μέλη της πολιτισμικής κοινότητας των κωφών καθώς από πολύ μικρά αναλαμβάνουν τον ρόλο του διερμηνέα εκ μέρους των γονιών τους και λειτουργούν για όλη τους την ζωή ως συνδετικός κρίκος των κωφών με τους ακούοντες
Οι σχέσεις μεταξύ οικογενειών με παρόμοιο πρόβλημα προσφέρουν μεγάλη ενίσχυση για την καλύτερη αντιμετώπιση των θεμάτων τους. Βλέπουν οι γονείς ότι δεν είναι οι μοναδικοί, κάνουν συγκρίσεις, ανταλλάσσουν απόψεις, διαμορφώνουν γνώμες και πρακτικές Όλα αυτά τους είναι βοήθημα σημαντικό για τον καιρό της προσπάθειας να το εξοπλίσουν με τα απαραίτητα εκείνα προσόντα, ώστε να αναπληρώνει την ακουστική του ατέλεια και να μπορεί να εργαστεί σε κάποιον παραγωγικό τομέα.
Ο Σύμβουλος στον οποίο θα απευθυνθεί μια οικογένεια της οποίας ένα μέλος είναι Κωφό, πρέπει να είναι ενημερωμένος για τις ανάγκες τους ώστε να θέσει τα θεμέλια μιας σωστής και παραγωγικής σχέσης, απαραίτητης για την επιτυχία του προγράμματος παρέμβασης. Μια έρευνα που έγινε σε μεγάλο αριθμό γονέων και παιδιών με ειδικές ανάγκες, έδειξε ότι οι γονείς κατά σειρά προτεραιότητας θέλουν τα εξής:
Οι ειδικοί που κερδίζουν τον θαυμασμό και την εμπιστοσύνη των γονιών, είναι αυτοί που παρέχουν χρόνο στους γονείς, τους ακούν προσεκτικά, σέβονται τις γνώσεις τους για το παιδί, βλέπουν τα θετικά στοιχεία των παιδιών, παραδέχονται όταν δεν ξέρουν κάτι και ψάχνουν να το βρουν ή παραπέμπουν τους γονείς σε κάποιο πιο ειδικό.
Η οικογένεια, είναι ένα σύστημα από αλληλεπιδρώντα μέρη και κάθε φορά που ένα ερέθισμα θέτει ένα στοιχείο σε κίνηση, αμέσως διαταράσσεται η ισορροπία ολόκληρου του συστήματος.
Η οικογενειοκεντρική προσέγγιση καθορίζεται από την παραδοχή ότι η οικογένεια γνωρίζει το κωφό παιδί και τις ιδιαιτερότητες του περιβάλλοντος του όπως κανένας από τους ειδικούς, και ότι για να είναι εφαρμόσιμο και αποτελεσματικό ένα πρόγραμμα πρέπει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τα προβλήματα της οικογένειας, όπως η ίδια τα αντιλαμβάνεται και τα θέτει. Οι ειδικοί της παρέμβασης επεμβαίνουν μάλλον ενισχυτικά παρά διορθωτικά.
«Εργαλείο» για την εφαρμογή της οικογενειοκεντρικής προσέγγισης είναι το Εξατομικευμένο Οικογενειακό Πρόγραμμα (Ε.Ο.Π.), Για την κατάρτιση του οι ειδικοί συνεργάζονται με την οικογένεια. Περιέχει οπωσδήποτε:
Το Ε.Ο.Π. επαναξιολογείται συχνά, δεν είναι άκαμπτο και είναι περισσότερο μια δυναμική διαδικασία αλληλεπίδρασης οικογένειας-ειδικών παρά ένα αυστηρά καθορισμένο πλάνο υπηρεσιών και στόχων.
Για την επιτυχία του σημαντικό ρόλο παίζουν τόσο οι εκθέσεις και τα χρονοδιαγράμματα επίτευξης στόχων, όσο και η σχέση οικογένειας-ειδικών και η ποιότητα της επικοινωνίας και της συνεργασίας τους.
Η εφαρμογή του απαιτεί επαναπροσδιορισμό των ρόλων τόσο των οικογενειών όσο και των ειδικών.
Οι γονείς πρέπει από παθητικοί αποδέκτες υπηρεσιών να πάρουν τη θέση τους στο τραπέζι των ειδικών και να εκφράσουν τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους οι οποίες και θα καθορίζουν τους στόχους του ΕΟΠ.
Από την άλλη πλευρά, οι ειδικοί της παρέμβασης θα πρέπει να κατεβούν από το βάθρο του «εξπέρ», να δεχθούν την αμφισβήτηση της αυθεντίας και του αλάθητου, να πλησιάσουν τις οικογένειες, να τις ακούσουν και να προσπαθήσουν να καθορίσουν και να θέσουν τα προβλήματα παρά να προσφέρουν συνταγές για λύσεις.
Η αποτελεσματική προσφορά βοήθειας γίνεται μόνο στα πλαίσια μιας ισότιμης συνεργασίας γονιού-ειδικού, γιατί μόνο τότε απευθύνεται στις ανάγκες που ο ίδιος ο γονιός νοιώθει ότι έχει και επομένως τότε μόνον την δέχεται πρόθυμα και την αξιοποιεί. Κάτι τέτοιο απαιτεί μια επαναξιολόγηση και επανατοποθέτηση των θέσεων των ειδικών σχετικά με το πώς ορίζουν την βοήθεια που παρέχουν.
Επαγγελματική Συμβουλευτική για τα άτομα της εν λόγω ομάδας
Η εκπαίδευση των κωφών παιδιών σε κοινά σχολεία ακουόντων αποτελεί επίσημη πολιτική σε παράδειγμα πολλές χώρες, καθώς και στην Ελλάδα. Σύμφωνα με το νόμο αυτό οι μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, συμπεριλαμβανόμενων των κωφών-βαρήκοων μαθητών, μπορούν να φοιτούν :
Οι κωφοί-βαρήκοοι μαθητές παραδοσιακά εκπαιδεύονταν σε ειδικά σχολεία ή τάξεις. Τα τελευταία χρόνια, η τάση της ενσωμάτωσης ή της ένταξης και οι απαιτήσεις των γονέων για ισότιμη εκπαίδευση σε σχολεία μαζί με ακούοντα παιδιά είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί σταδιακά ο πληθυσμός των κωφών-βαρήκοων μαθητών στα ειδικά σχολεία και να αυξηθεί ο αριθμός των μαθητών αυτών σε σχολεία ακουόντων..
Η μετατόπιση όμως αυτή του πληθυσμού απαιτεί αλλαγές για το σχολείο της γενικής εκπαίδευσης, οι οποίες μπορεί να αντιμετωπιστούν μόνο με συστηματικό προγραμματισμό και σχεδιασμό κατάλληλης υποδομής, υλοποίησης προγραμμάτων, επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και παροχής στήριξης (λογοθεραπευτή, ειδικού δάσκαλο, διερμηνέα κτλ.) μέσα στην κοινή τάξη του σχολείου ακουόντων.
Η εκπαίδευση των κωφών, στο πέρασμα του χρόνου πέρασε από διάφορα στάδια. Ξεκίνησε από τον αποκαλούμενο προφορισμό, πέρασε στην ολιστική επικοινωνία για να καταλήξει στη δίγλωσση εκπαίδευση.
Στον προφορισμό δινόταν έμφαση στην ανάπτυξη της ομιλούμενης γλώσσας, με την αξιοποίηση των υπολειμμάτων της ακοής, μέσω των τεχνολογικών βοηθημάτων και άλλων πρόσφορων χειρισμών και μαθημάτων, όπως η χειλανάγνωση, η ορθοφωνία, η χρήση γραπτού λόγου. Η μέθοδος αυτή είχε χαμηλή αποτελεσματικότητα και έφερε έντονες αμφισβητήσεις όσο από τους εκπαιδευτικούς όσο και από την κοινότητα των κωφών.
Η ολική επικοινωνία έχει ένα αρκετά ασαφές περιεχόμενο καθώς προωθεί τη χρήση κάθε μέσου και μεθόδου στην εκπαίδευση των κωφών, αρκεί να επιτυγχάνεται η επικοινωνία. Η πολυσημία του όρου δημιούργησε μεθοδολογικές δυσχέρειες και αντιφάσεις, καθώς και προβλήματα ορισμού, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολη και η εφαρμογή και η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της.
Η δίγλωσση εκπαίδευση κατά την οποία αναγνωρίζεται ως πρώτη γλώσσα η Νοηματική Γλώσσα (ΕΝΓ) και ως δεύτερη γλώσσα η Ελληνική, κυρίως η γραπτή, έχει γνωρίσει μεγάλη άνοδο και αποδοχή και από τους εκπαιδευτικούς και από τους κωφούς τις τελευταίες δυο δεκαετίες. Οι εκπαιδευτικοί, κωφοί και ακούοντες, πρέπει να φροντίζουν για την παροχή ενός καλά σχεδιασμένου προγράμματος για τους μαθητές τους, συνεργαζόμενοι μεταξύ τους και μοιράζοντας ισότιμα ευθύνες και δραστηριότητες.
Τέλος, πρέπει να παρέχεται επιμόρφωση εντός του σχολείου για να μπορέσει το προσωπικό να εργαστεί συνεργατικά σ' ένα δίγλωσσο πρόγραμμα εκπαίδευσης.
Η επαγγελματική συμβουλευτική των κωφών απαιτεί αφενός γνώση της γλώσσας τους, ή τουλάχιστον την ύπαρξη ενός διερμηνέα. Από το σημείο αυτό και μετά εμπίπτει στις διαδικασίες της επαγγελματικής συμβουλευτικής των ατόμων χωρίς αναπηρία, δεδομένου φυσικά ότι ο Κωφός και η οικογένειά του έχουν ήδη διέλθει από στάδια Γενικής Συμβουλευτικής.
Ο Σύμβουλος Επαγγελματικού Προσανατολισμού για έναν κωφό, θα πρέπει εκτός από τις γενικές τεχνικές συμβουλευτικής που εφαρμόζει να γνωρίζει και τα παρακάτω.
Με το νόμο 1556/85 κυρώθηκε η Διεθνής Σύμβαση Εργασίας, η οποία ισχύει ως νόμος του Κράτους, που αφορά την επαγγελματική αναπροσαρμογή και απασχόληση των ΑμεΑ όλων των κατηγοριών. Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή, η χώρα μας πρέπει:
Επαγγελματική προστασία των κωφών (Ν. 1648/86 άρθρο 1 παρ. 4 και Ν. 2224/94 άρθρο 22) Αναγκαστικές τοποθετήσεις
Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, κωφά άτομα ηλικίας 15-65 ετών, με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 40%, εφόσον είναι εγγεγραμμένα στα μητρώα ανέργων αναπήρων του Ο.Α.Ε.Δ., μπορούν, σύμφωνα με τους όρους, τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες που ορίζοντα στο νόμο αυτό (1648/86), να τοποθετηθούν αναγκαστικά ως υπάλληλοι ή εργατοτεχνίτες, ανάλογα με τα τυπικά τους προσόντα, σε Δημόσιες Υπηρεσίες, σε Ν.Π.Δ.Δ., σε Ν.Π.Ι.Δ., σε επιχειρήσεις και οργανισμούς του δημοσίου τομέα, σε τράπεζες και σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις ελληνικές ή ξένες που λειτουργούν στην Ελλάδα με οποιαδήποτε μορφή και απασχολούν προσωπικό πάνω από 50 άτομα.
ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΤΟΥ ΣΑΪΤ
Αυτό το σάιτ χρησιμοποιεί Κώδικα Καταγραφής (ΚωΚ ή cookies) κυρίως για την προβολή διαφημίσεων από την Google - Μάθετε περισσότερα...