ΔΕΙΚΤΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΣΑΣ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΓΡΑΦΕΤΕ;

ΣΥΝΔΥΑΣΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΔΕΙΚΤΩΝ FLESH KAI GUNNING-FOG

Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ΔΩΡΕΑΝ ONLINE ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ!!!

Μόλις διαβάσετε τη θεωρία, μπορείτε να τρέξετε την εφαρμογή, επιλέγοντας την ενότητα  Υπολογιστής παραπάνω

Με τον όρο αναγνωσιμότητα περιγράφουμε το πόσο εύκολα ή δύσκολα γίνεται κατανοητό ένα κείμενο. Η αναγνωσιμότητα επικεντρώνεται στο πρόβλημα της αλληλεπίδρασης του αναγνώστη με το κείμενο και αναφέρεται σε όλους τους παράγοντες που επιδρούν στην πρόσβαση της ανάγνωσης και της κατανόησης ενός κειμένου.

Αυτοί οι παράγοντες περιλαμβάνουν:

  • Το ενδιαφέρον και τα κίνητρα του αναγνώστη

  • Την «ευαναγνωσιμότητα» της εκτύπωσης

  • Την πολυπλοκότητα των λέξεων και προτάσεων σε σχέση με την αναγνωστική ηλικία και την ικανότητα των αναγνωστών μαθητών.

Εδώ θα πρέπει να γίνει μια διευκρίνηση ώστε να μην υπάρξει σύγχυση ανάμεσα στον όρο «αναγνωσιμότητα» και τον όρο «ευαναγνωσιμότητα». Η πρώτη αναφέρεται στην κατανόηση ενός κειμένου (πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι) και η δεύτερη στην ευκολία ή δυσκολία με την οποία μπορεί κάποιος να διαβάσει ένα κείμενο και έχει σχέση με τυπογραφικά χαρακτηριστικά, π.χ. κεφαλαία ή μικρά γράμματα. (τα δεύτερα διαβάζονται πιο γρήγορα από τα πρώτα), τα έντονα γραμμένα ή πλάγια (πιο ευκολοδιάβαστα τα πρώτα).

Στην ευαναγνωσιμότητα ενός κειμένου συμβάλλουν ακόμη το μήκος των σειρών και το μεσοδιάστημα τους, το πλάτος της εκτύπωσης και το μέγεθος των γραμμάτων. Άλλα τυπογραφικά στοιχεία που επηρεάζουν είναι η ποιότητα του χαρτιού (ματ ή ιλουστρασιόν) καθώς και το χρώμα των γραμμάτων (μαύρα γράμματα σε λευκό χαρτί είναι πιο ευανάγνωστα από οποιοδήποτε άλλο έγχρωμο συνδυασμό, ενώ ο χειρότερος συνδυασμός είναι μαύρα γράμματα σε μοβ φόντο).

Όπως είναι ευνόητο, η διαφορά μεταξύ αναγνωσιμότητας και «ευαναγνωσιμότητας» έγκειται στα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για να προσδιοριστεί ο κάθε όρος.

Η ευκολία αναγνωσιμότητας ενός κειμένου πρέπει να συνδυαστεί με την αναγνωστική ηλικία των αναγνωστών. Αυτά τα δύο πρέπει να ταιριάζουν ώστε το κείμενο να είναι κατανοητό από αυτούς. Κείμενα με πολλές και ανοίκειες λέξεις είναι λιγότερο κατανοητά από αυτά με ολιγοσύλλαβες και γνωστές.

Έχει, εντούτοις, αναφερθεί ότι αυτό δεν ισχύει πάντα, διότι σημαντικό ρόλο παίζει η νοηματική συνοχή. Για παράδειγμα, η παρακάτω σύντομη πρόταση με οικείες λέξεις προκαλεί σύγχυση και παρανοήσεις: «Η Βυζαντινή διπλωματία στηριζόταν στη δύναμη των όπλων».

Ο έλεγχος της αναγνωσιμότητας με αντικειμενικά κριτήρια έγινε αντικείμενο έρευνας πολλών γλωσσολόγων και ψυχολόγων από το 1950 και μετά. Κατέληξαν στην υιοθέτηση κάποιων άμεσων ή έμμεσων δεικτών, οι οποίοι προσδιορίζουν τον βαθμό ευκολίας της αναγνωσιμότητας.


Μέθοδοι υπολογισμού αναγνωσιμότητας

Υπάρχουν 3 μέθοδοι αντικειμενικού υπολογισμού της αναγνωσιμότητας:

1. Τεχνική των ερωταποκρίσεων

Προκειμένου να υλοποιηθεί αυτή η τεχνική, μαθητές διαφόρων ηλικιών διαβάζουν ένα κείμενο. Στη συνέχεια τίθενται ερωτήσεις για να προσδιορισθεί το επίπεδο κατανόησης και από αυτό καθορίζεται και η αναγνωστική ηλικία των παιδιών. Εν τούτοις αυτό είναι δύσκολο να γίνει από τους εκπαιδευτικούς της πράξης.

2. Σύγκριση του κειμένου με συγκεκριμένη λίστα λέξεων.

Προσμετράται το ποσοστό των λέξεων που δεν συμπεριλαμβάνονται σε αυτό τον κατάλογο, καθώς και η αναγνωστική ηλικία των παιδιών προκειμένου να υπολογιστεί ο βαθμός αναγνωσιμότητας του κειμένου. Βασισμένα στην τεχνική αυτή και γνωστά στον αγγλοσαξονικό χώρο είναι τα τεστ των Dale – Chall καθώς και του Spach.

3. Σύμφωνα με το μήκος της πρότασης και τον αριθμό των συλλαβών.

Πρόκειται για αντικειμενικές μετρήσεις που χρησιμοποιούνται ευρέως. Διατυπώνονται και ως μαθηματικοί τύποι (ή διαγράμματα) που βασίζονται σε μια τεράστια ποσότητα ερευνητικών στοιχείων. Η αναγνωσιμότητα φανερώνει επίσης και το αναγνωστικό επίπεδο του κειμένου, καταδεικνύοντας την ηλικία του μέσου αναγνώστη – μαθητή που μπορεί να το κατανοήσει εύκολα.

Αναφέρεται ότι υπάρχουν πάνω από 200 τέτοιου είδους τεστ (Κουλουμπαρίτση 1999). Στη συνέχεια καταγράφονται τα πιο διαδεδομένα.

Α. Το διάγραμμα αναγνωσιμότητας του Fry

Ο Edward Fry ανέπτυξε μια από τις δημοφιλέστερες φόρμουλες υπολογισμού της αναγνωσιμότητας, το διάγραμμα αναγνωσιμότητας Fry. Αρχικά βασίστηκε σε ένα γράφημα που είχε κατασκευαστεί με βάση υλικό (σώμα κειμένων) από σχολεία κυρίως της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και άλλους δείκτες αναγνωσιμότητας (Fry, 1968).

Αργότερα επέκτεινε το γράφημα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και τέλος στο βιβλίο του "Στοιχειώδης διδασκαλία ανάγνωσης" (1977), το επέκτεινε και στην τριτοβάθμια, καθώς θεωρούσε ότι το λεξιλόγιο ενός ατόμου συνεχίζει να αυξάνεται κατά την διάρκεια των πανεπιστημιακών του σπουδών, αν και η ικανότητα ανάγνωσης ποικίλλει ανάλογα με το άτομο και τα μαθήματα που διδάσκεται.

Ο υπολογισμός Αναγνωσιμότητας μέσω του Γραφήματος Fry

  • Βήμα 1: Επιλέγουμε 3 τυχαία δείγματα κειμένου των 100 λέξεων (εξαιρώντας τους αριθμούς από την καταμέτρηση λέξεων).

  • Βήμα 2: Μετρούμε τον αριθμό των προτάσεων και στα τρία κείμενα των 100 λέξεων.

  • Βήμα 3: Μετρούμε τον αριθμό των συλλαβών και στα τρία κείμενα και κατασκευάζουμε τον εξής πίνακα:

 

Αριθμός προτάσεων

Αριθμός συλλαβών

Πρώτες 100 λέξεις

 

 

Δεύτερες 100 Λέξεις

 

 

Τρίτες 100 λέξεις

 

 

Σύνολο

 

 

Μέσος όρος

 

 

  • Βήμα 4: Εισάγεται στο γράφημα το μέσο μήκος των προτάσεων και ο αριθμός των συλλαβών, ενώ παράλληλα εντοπίζεται το σημείο τομής των δύο γραμμών. Το αποτέλεσμα είναι ένας αριθμός από το 1 έως το 15 ο οποίος σχηματοποιείται οπτικά στο παρακάτω γράφημα όπου εντοπίζονται τα στοιχεία του παραπάνω πίνακα, ανάμεσα σε δύο παράλληλες γραμμές. Ο αριθμός ανάμεσα στις δύο παράλληλες γραμμές αντιπροσωπεύει την σχολική τάξη στο αμερικανικό εκπαιδευτικό σύστημα. Για παράδειγμα, ένα σκορ 6 δείχνει ότι το κείμενο είναι κατανοητό από ένα μέσο μαθητή που φοιτά στην Στ΄ Τάξη του Δημοτικού.
  • Βήμα 5: Αν εντοπιστεί μεγάλη μεταβλητότητα, μπορούμε να προσθέσουμε περισσότερα δείγματα στο μέσο όρο. Τα σκορ που εμφανίζονται στο σκοτεινό χώρο (μεγάλες φράσεις και μεγάλες λέξεις) είναι άκυρα.

Το διάγραμμα αναγνωσιμότητας του Fry χρησιμοποιείται συχνά για τον εντοπισμό της αναγνωσιμότητας σε κείμενα που απευθύνονται στον γενικό πληθυσμό, όπως για παράδειγμα στον χώρο της υγείας, ώστε να εξασφαλιστεί ότι μπορούν να γίνουν κατανοητά από όσο το δυνατόν ευρύτερο τμήμα του. Εντούτοις, δεν θεωρούμε δόκιμο να εφαρμόζεται ακρίτως στην ελληνική γλώσσα καθώς το σώμα των κειμένων που χρησιμοποιήθηκε για το σχηματισμό του διαγράμματος προέρχεται από την αγγλική γλώσσα.

Β. Η μέθοδος Powers - Sumner - Kearl

Η μέθοδος αξιολόγησης αναγνωσιμότητας Powers - Sumner - Kearl είναι ένας από τους καλύτερους τύπους για τον υπολογισμό της σχολικής βαθμίδας στην οποία απευθύνεται ένα κείμενο, με βάση το μήκος των προτάσεων και τον αριθμό των συλλαβών. Ο τύπος αυτός όμως είναι κατάλληλος μόνο για παιδιά του δημοτικού ηλικίας 7-10 ετών και συνήθως δεν επιλέγεται για κείμενα που απευθύνονται σε παιδιά ηλικίας άνω των 10 ετών. (Powers et al, 1958)

Ο μαθηματικός τύπος της μεθόδου Powers - Sumner - Kearl

  • Βήμα 1: Επιλέγουμε ένα δείγμα κειμένου περίπου 100 λέξεων.

  • Βήμα 2: Υπολογίζουμε τον ακριβή αριθμό των λέξεων και των προτάσεων στο κείμενο.

  • Βήμα 3: Διαιρούμε τον αριθμό των λέξεων με τον αριθμό των προτάσεων για να καταλήξουμε στο μέσο μήκος των προτάσεων (ΜΜΠ)

  • Βήμα 4: Εφαρμόζεται ο τύπος: Επίπεδο Τάξης = 0, 0778 (ΜΜΠ) + 0, 0455 (ΑΣ) - 2, 2029

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΤΙΜΗΣ (ΑΣ): Διαιρούμε τον συνολικό αριθμό των συλλαβών του κειμένου με τον συνολικό αριθμό των λέξεων ώστε να εξαχθεί το μέσο μήκος των συλλαβών. Πολλαπλασιάζουμε το μέσο μήκος συλλαβών με 0, 0455 και το αποτέλεσμα με το. Ο τελικός αριθμός είναι ο Αριθμός των Συλλαβών (ΑΣ) ενώ ΜΜΠ είναι το Μέσο Μήκος Πρότασης

  • Βήμα 6: Η Αναγνωστική Ηλικία (ΑΗ) καθορίζεται με βάση τον ακόλουθο τύπο: ΑΗ = 0, 0778 (ΜΜΠ) + 0, 0455 (ΑΣ) + 2, 7971

Γ. Η μέθοδος Flesch – Kincaid

Η μέθοδος αυτή είναι ο πιο διάσημος και διαδεδομένος τύπος μέτρησης της αναγνωσιμότητας, που κατασκευάστηκε από τον γλωσσολόγο R. Flesch (1948) και δοκιμάστηκε αρχικά σε λογοτεχνικά κείμενα στην αγγλική γλώσσα. Αργότερα εφαρμόστηκε με επιτυχία και σε άλλα επιστημονικά κείμενα και σε άλλες γλώσσες, όπως η Γαλλική, η Γερμανική και η Ολλανδική. Τον τύπο επεξεργάστηκε και βελτίωσε ο J.Kincaid κ.ά (1975).

Την μετατροπή του τύπου για την Ελληνική Γλώσσα έκανε, μετά από έρευνα ο Αθ. Γαγάτσης (1985), παρατηρώντας ότι οι ελληνικές λέξεις είναι κατά μέσο όρο μεγαλύτερες και από τις αγγλικές και από τις γαλλικές.

Έτσι ο μαθηματικός τύπος μέτρησης της Ευκολίας Αναγνωσιμότητας (ΕΑ) καθορίστηκε ως εξής:

Eυκολία αναγνωσιμότητας (EA) = 206, 835 - 0, 846 xΣ - 1, 015 x Λ

όπου: Σ είναι ο αριθμός των συλλαβών ανά 100 λέξεις, Λ είναι ο αριθμός των λέξεων ανά πρόταση, ενώ ισχύει ότι Σ= 0, 59·100Σ / Λ και Λ= λέξεις / Π, όπου: Π ο αριθμός των προτάσεων, Λ ο αριθμός των λέξεων στις προτάσεις αυτές, και Σ ο αριθμός των συλλαβών στις πρώτες 100 λέξεις.

Κατά τον Γαγάτση, (ό.π.) στην Ελληνική γλώσσα ο τύπος του Flesch λειτουργεί με αλλαγή ενός μόνο συντελεστή, αυτού με τιμή 0, 846 που έγινε 0, 59 και έχει ως εξής: EA = 206, 835 - 0, 59 Σ - 1, 015 Λ

Στον παρακάτω πίνακα φαίνεται η αντιστοίχηση ηλικίας μαθητών και του δείκτη Ευκολίας Αναγνωσιμότητας του Flesh.

Ευκολία Αναγνωσιμότητας

Χαρακτηρισμός κειμένου

Τάξη ή ηλικιακό επίπεδο μαθητή

100 - 90

πολύ εύκολο

 

90 - 80

εύκολο

 

80 - 70

αρκετά εύκολο

A΄- B΄ Γυμνασίου

70 - 60

μέσο

Γ΄ Γυμνασίου - A΄ Λυκείου

60 - 50

αρκετά δύσκολο

B΄ - Γ΄ Λυκείου

50 - 30

δύσκολο

AEI - TEI

30 - 0

πολύ δύσκολο

AEI - TEI

Δ. Τεστ αναγνωσιμότητας "FOG"

Ο δείκτης "αναγνωστικής ομίχλης", ή Δείκτης "Fog" αποδίδεται στον αμερικανό εκδότη Robert Gunning, ο οποίος παρατήρησε ότι οι περισσότεροι απόφοιτοι Λυκείου δεν έχουν αποκτήσει επαρκή αναγνωστική ικανότητα. Θεώρησε ότι ένα μεγάλο μέρος αυτού του προβλήματος οφειλόταν στην πραγματικότητα στο ίδιο το γραπτό. Είχε την άποψη ότι οι εφημερίδες και τα διάφορα επίσημα έγγραφα ήταν πολύ "ομιχλώδη" και με περιττή πολυπλοκότητα. Συνειδητοποιώντας αρκετά νωρίς το πρόβλημα, ο Gunning στάθηκε ο πρώτος που έφερε την έρευνα γύρω από την αναγνωσιμότητα στο εκδοτικό χώρο και στο βιβλίο του "Η τεχνική της καθαρής γραφής" δημιούργησε έναν εύχρηστο "Δείκτη Αναγνωστικής Ομίχλης" (Gunning, 1952).

Ο μαθηματικός τύπος του Δείκτη Αναγνωσιμότητας GUNNING FOG

  • Βήμα 1: Λαμβάνεται ένα απόσπασμα κειμένου τουλάχιστον 100 λέξεων και καταμετρείται ο ακριβής αριθμός των λέξεων και των φράσεων.

  • Βήμα 2: Διαιρούμε το συνολικό αριθμό λέξεων του δείγματος με τον αριθμό των προτάσεων ώστε να εξάγουμε το μέσο μήκος των προτάσεων (ΜΜΠ).

  • Βήμα 3: Μετρούμε τον αριθμό των λέξεων που έχουν τρεις και περισσότερες συλλαβές και δεν είναι (i) κύρια ονόματα, (ii) συνδυασμοί απλών λέξεων ή (iii) δισύλλαβα ρήματα που έχουν μετατραπεί σε τρισύλλαβα λόγω προσθήκης των καταλήξεων - es και - ed (στην αγγλική γλώσσα).

  • Βήμα 4: Διαιρούμε τον αριθμό αυτό με τον συνολικό αριθμό των λέξεων του δείγματος. ώστε να εξάγουμε το ποσοστό των "δύσκολων λέξεων" (ΠΔΛ).

  • Βήμα 5: Προσθέτουμε το ΜΜΠ (Μέσο μήκος Πρότασης) και το ΠΔΛ (Ποσοστό Δύσκολων Λέξεων)

  • Βήμα 6: Πολλαπλασιάζουμε το αποτέλεσμα επί 0, 4.

Ο μαθηματικός τύπος είναι: Επίπεδο Τάξης = 0, 4 x (ΜΜΠ + ΠΔΛ) όπου, MMΠ = Μέσο μήκος πρότασης (δηλαδή, ο αριθμός των λέξεων διά τον αριθμό των προτάσεων) και ΠΔΛ = Ποσοστό Δύσκολων λέξεων

Η βασική ιδέα στον τύπο του Gunning είναι ότι οι σύντομες φράσεις γραμμένες σε απλή γλώσσα, πετυχαίνουν καλύτερη βαθμολογία από τις μεγαλύτερες προτάσεις που είναι γραμμένες σε πολύπλοκη γλώσσα.

Δεδομένου ότι ο συντελεστής 0,4 αντιστοιχεί στο μέσο μήκος των αγγλικών λέξεων και προκειμένου να μεταφερθεί ο τύπος στα Ελληνικά, στην παρούσα εργασία, ο συντελεστής αντικαταστάθηκε με αυτόν που προτείνεται στον τύπο του Flesch, από τον Γαγάτση (1985), δηλαδή 0,59.

Το ιδανικό σκορ αναγνωσιμότητας με βάση τον δείκτη Fog, είναι 7 ή 8. Κείμενα που βαθμολογούνται με 12 και πάνω είναι πάρα πολύ δύσκολο να διαβαστούν από τους περισσότερους ανθρώπους. Για παράδειγμα, η (μεταφρασμένη στην απλή Αγγλική) Αγία Γραφή, ο Σαίξπηρ και ο Mark Twain έχουν δείκτες Fog περίπου 6. Τα κορυφαία περιοδικά, όπως το Time, Newsweek, και η Wall Street Journal έχουν μέσο όρο γύρω στο 11 (δηλαδή απαιτούνται 11 χρόνια τυπικής εκπαίδευσης για να γίνουν κατανοητά).

Εντούτοις, αν και ο δείκτης θεωρείται ακριβής, δεν παύει να έχει και κάποιους περιορισμούς. Για παράδειγμα, δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι δεν είναι όλες οι πολυσύλλαβες λέξεις δύσκολες  (Γαγάτσης κ.συν., 2006).


Δείκτες Αναγνωσιμότητας που χρησιμοποιούνται σε αυτή την εφαρμογή

Σε ότι αφορά τη μέτρηση της αναγνωσιμότητας των κειμένων, από τις 4 μεθόδους που παρουσιάστηκαν εδώ, δηλαδή α) το διάγραμμα αναγνωσιμότητας του Fry, β) την μέθοδο Powers - Sumner – Kearl, γ) τον Δείκτη αναγνωσιμότητας "FOG" του Gunning,  και δ) τον Δείκτη Αναγνωσιμότητας Flesch – Kincaid, επιλέξαμε στη συγκεκριμένη ιστοσελίδα να χρησιμοποιηθούν μόνο δύο.

Οι λόγοι που δεν επιλέχθηκαν όλες, αφορούν αφ’ ενός μεν στο ότι το Διάγραμμα του Fry είναι κατασκευασμένο με βάση ένα σώμα κειμένων από την αγγλική γλώσσα και δεν είναι δυνατό να εξασφαλιστεί η επιτυχής μεταφορά του στα Ελληνικά , αφ' ετέρου δε στο ότι η μέθοδος Powers - Sumner – Kearl είναι αποδοτική σε κείμενα που απευθύνονται σε παιδιά κάτω των 10 ετών, κάτι που θα περιόριζε δραματικά το εύρος του κοινού στο οποίο απευθύνεται.


Επίπεδα ταυτοποίησης των δύο δεικτών

Για την καταγραφή των δεδομένων και των αποτελεσμάτων της αναγνωσιμότητας εμφανίζονται δύο πίνακες: Στον πρώτο καταγράφονται οι απαραίτητες μετρήσεις (π. χ το πλήθος των λέξεων, των συλλαβών, των προτάσεων κλπ) και στον δεύτερο γίνεται ο υπολογισμός των δεικτών με βάση τον αντίστοιχο μαθηματικό τύπο.

Όπως προβλέπεται από τη θεωρία, τόσο ο Δείκτης Flesch – Kincaid όσο και ο Δείκτης Fog του Gunning, είναι αριθμοί που δείχνουν σε ποιο ηλικιακό επίπεδο απευθύνεται το κείμενο.

Έτσι και οι δύο δείκτες κατατάσσουν τα κείμενα σε μια από τις παρακάτω κατηγορίες:

1. πολύ δύσκολα, κατάλληλα για αποφοίτους πανεπιστημιακής εκπαίδευσης,

2. αρκετά δύσκολα, κατάλληλα για αποφοίτους πανεπιστημιακής εκπαίδευσης,

3. δύσκολα, κατάλληλα για αποφοίτους Β΄- Γ΄ Λυκείου,

4. μέσης δυσκολίας, κατάλληλα για αποφοίτους Γ΄ Γυμνασίου - Α΄ Λυκείου

5. εύκολα, κατάλληλα για αποφοίτους Α΄- Β΄ Γυμνασίου,

6. αρκετά εύκολα, κατάλληλα για παιδιά των μεγάλων τάξεων του δημοτικού,

7. πολύ εύκολα, κατάλληλα και για πολύ μικρά παιδιά.

 

Αυτές οι επτά κατηγορίες αφορούν και τους δύο δείκτες, σύμφωνα με τη θεωρία. Για να μπορεί να ποσοτικοποιηθεί η κάθε μέτρηση θεωρήσαμε ότι ένα κείμενο που είναι πολύ εύκολο και απευθύνεται σε πολύ μικρά παιδιά (7η βαθμίδα), έχει μια αναγνωσιμότητα της τάξης του 100%.

Το ποσοστό αυτό "πέφτει" όσο υποχωρεί η βαθμίδα. Καθώς υπάρχουν 7 διακριτές διαβαθμίσεις, κάθε βαθμίδα επιλέχθηκε να αντιστοιχιστεί σε ένα συγκεκριμένο ποσοστό, με βήμα 14,29 (100/7) σύμφωνα με τον παρακάτω πίνακα:

1

πολύ δύσκολα,

14, 29%

2

αρκετά δύσκολα

28,57%

3

δύσκολα για Β΄- Γ΄ Λυκείου,

42, 86%

4

μέσης δυσκολίας, για Γ΄ Γυμνασίου - Α΄ Λυκείου

57, 14%

5

εύκολα, για Α΄- Β΄ Γυμνασίου,

71, 43%

6

αρκετά εύκολα, για μεγάλες τάξεις του Δημοτικού

85, 71%

7

πολύ εύκολα, και για πολύ μικρά παιδιά.

100%

Στη συνέχεια, και με δεδομένο ότι και οι δύο δείκτες καταγράφουν αντίστοιχα επίπεδα δυσκολίας, συγκρίθηκαν τα αποτελέσματα μεταξύ τους για να διαπιστωθεί κατά πόσο ταιριάζουν .

Έτσι για παράδειγμα, εάν και οι δύο δείκτες προσδιορίζουν ένα κείμενο ως «αρκετά δύσκολο» τότε είναι σχεδόν 100% πιθανό, το κείμενο να ανήκει όντως σε αυτή την «βαθμίδα». Αν όμως οι δύο δείκτες εμφανίζουν διαφορετικό αποτέλεσμα και ο ένας αξιολογεί λ. χ. το κείμενο ως «μέσης δυσκολίας», ενώ ο άλλος ως «πολύ «δύσκολο», τότε η βεβαιότητα «πέφτει», ανάλογα με το πόσο «απέχουν» μεταξύ τους οι δύο αξιολογήσεις.

Στο παράδειγμα που αναφέρθηκε η διαφορά είναι δύο «βαθμίδες», από τις επτά, κάτι που αντιστοιχεί σε ποσοστό 28,5% (2 x 14,29). Άρα, η δυσκολία του κειμένου θα βρίσκεται κάπου ενδιάμεσα με μια "βεβαιότητα" της τάξης του 71,5% (100%-28,5%).

Τέλος υπολογίζοντας το άθροισμα[2] αλλά και τον μέσο όρο των "βαθμολογιών" των τριών δεικτών αναγνωσιμότητας μπορεί να εξαχθεί ένας γενικός δείκτης ο οποίος χαρακτηρίζει το κάθε κείμενο.


Αναγωγή σε ενιαία κλίμακα

Στην περίπτωση του τύπου Flesh-Kincaid, και σύμφωνα με την αρχική θεωρία, όσο υψηλότερη είναι η τιμή του δείκτη τόσο πιο εύκολο είναι το κείμενο. Καθώς ο δείκτης λαμβάνει τιμές από 0 έως 100, το μόνο που χρειάστηκε για να αναχθεί ο δείκτης στην ποσοστιαία κλίμακα, ήταν να διαιρεθεί με το 100, εφαρμόζοντας τον τύπο Κ = F : 100 όπου Κ η τελική τιμή της Κλίμακας και F η τιμή του δείκτη Flesh-Kincaid.

Στην περίπτωση του τύπου Fog του Gunning, όμως, υπήρξε η εξής δυσκολία: Ο δείκτης έχει ένα εύρος από 1 έως 20 με τον μικρότερο αριθμό να περιγράφει το λιγότερο "ομιχλώδες" άρα και πιο "ευανάγνωστο" κείμενο και οι αριθμοί να αντιπροσωπεύουν το επίπεδο της τυπικής εκπαίδευσης του αναγνώστη σε έτη. Εννοείται ότι οι λέξεις "ευανάγνωστο" και "δυσανάγνωστο" εδώ, δεν αφορούν τα τυπογραφικά χαρακτηριστικά του κειμένου, αλλά την έννοια της αναγνωσιμότητας όπως περιγράφεται παραπάνω.

Για να μετατραπεί ο δείκτης Fog του Gunning στην ίδια κλίμακα που χρησιμοποιήθηκε και στους άλλους δείκτες ακολουθήθηκε το εξής σκεπτικό:

  • 1. Από τη θεωρία ισχύει ότι ένα κείμενο με δείκτη 6 είναι το πιο ευανάγνωστο.
  • 2. Από τη θεωρία επίσης ισχύει ότι ένα κείμενο με δείκτη 20 και άνω είναι το πιο δυσανάγνωστο
  • 3. Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι το πιο "ευανάγνωστο" από το πιο "δυσανάγνωστο" κείμενο μπορεί να έχει μια "μέγιστη" διαφορά 20 μονάδων  και αυτός ο αριθμός είναι ένα σταθερό μέγεθος αναφοράς.
  • 4. Κατόπιν αυτών, ας υποθέσουμε ότι έχουμε ένα κείμενο με δείκτη fog 8.
  • 5. Η διαφορά του κειμένου αυτού από ένα όσο το δυνατόν πιο δύσκολο κείμενο είναι 20 – 8 = 12 μονάδες.
  • 6. Διαιρώντας το 12 προς το 20 (την μέγιστη δυνατή διαφορά), προκύπτει ένα συγκεκριμένο ποσοστό που δηλώνει, ακριβώς, τι μέρος της μέγιστης διαφοράς δυσκολίας είναι η συγκεκριμένη. Δηλαδή 12 : 20 = 0,6 ή 60%
  • 7. Κατά συνέπεια το ποσοστό αυτό δηλώνει την αναγνωσιμότητα του κειμένου, αφού αντιστοιχεί στο 60% του πιο δύσκολου κειμένου που απαιτεί αναγνώστη με τυπική εκπαίδευση 8 ετών, δηλαδή μαθητή Β΄ Γυμνασίου.

Έτσι, για την ολοκλήρωση της μετατροπής εφαρμόστηκε ο τύπος: Κ = (20 – G) / 20 όπου Κ η τελική τιμή της Κλίμακας και G η τιμή του δείκτη Fog του Gunning.

Η άθροιση των επιμέρους δεικτών αναγνωσιμότητας αποτελεί δόκιμη μέθοδο υπολογισμού της, καθώς κάθε δείκτης μετρά διαφορετικά χαρακτηριστικά, τα οποία μπορούν να υπολογιστούν σωρευτικά (Γαγάτσης, 2006)

 

ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Επικολλήστε το κείμενο που θέλετε να αναλυθεί στο παρακάτω πλαίσιο και πατήστε το σχετικό πλήκτρο.

Τα αποτελέσματα θα εμφανιστούν ακριβώς από κάτω. Οι "κοκκινισμένες" λέξεις είναι αυτές που θεωρούνται "δύσκολες" από τον τύπο του Gunning.

 

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΤΟΥ ΣΑΪΤ

Αυτό το σάιτ χρησιμοποιεί Κώδικα Καταγραφής (ΚωΚ ή cookies) κυρίως για την προβολή διαφημίσεων από την Google - Μάθετε περισσότερα...

Διαδώστε το!

Pin it