ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Όλη η πορεία της Ελληνικής Λογοτεχνίας, τα ρεύματα, οι τάσεις, βιογραφικά των συγγραφέων κλπ, από το 1820 και έπειτα. Δυστυχώς δεν είχα διαβάσει καλά την περίοδο της Νέας Παιδικής Λογοτεχνίας, οπότε δεν υπάρχουν σημειώσεις γι' αυτή την περίοδο (από το 1970 και μετά). Και επίσης δυστυχώς όταν έγραφα εξετάσεις έπεσε ο... Μάνος Κοντολέων.

Ευτυχώς όμως, λίγες μέρες πριν, στο σχολείο, είχα διδάξει δικό του κείμενο από το καινούριο ανθολόγιο, για να αποδειχθεί για μια ακόμη φορά, πως όποιου του μέλλει να πνιγεί, ποτέ του δεν πεθαίνει!

Επτανησιακή Σχολή

Ανδρέας Κάλβος 1792-1869 (Αγγλία)

1802: Στην Ιταλία (Λιβόρνο) με τον πατέρα του που παράτησε τη μάνα του. Πρόλαβε να τον αγαπήσει και να τον μάθει Ελληνικά

1816: Στην Αγγλία με το Φώσκολο. Εκεί μαλώνουν. Φτωχαίνει. Κάνει μεταφράσεις. Έντονη ερωτική ζωή. Παντρεύεται. Χάνει γυναίκα και παιδί

1824: Ξανά Ιταλία. Καρμπονάρος

1826: Ηπειρωτική Ελλάδα αλλά φεύγει

1827: Κέρκυρα. Μαζί με το Σολωμό αλλά δεν συναντιούνται.

1852: Αγγλία όπου και πεθαίνει

Χαρακτηριστικά του έργου του:

Γράφτηκε σε 2 φάσεις το Ελληνικό, το 1824 και το 1826. Ο Αγώνας τον ενέπνευσε. Είχε προσωπικές περιπέτειες που τον έκαναν δύστροπο. Μικρή κλασσική παιδεία. Επηρεασμός από το Φώσκολο. Μετά τον τσακωμό τους αντιτάχθηκε και αποστράφηκε τον Ρομαντισμό. Πλούτισε την αγοραία γλώσσα. Ο αρχαϊσμός του μόνο επιφανειακός, η δημοτική υποβόσκει. Ακόμα και οι στίχοι του είναι «σπασμένοι» δεκαπεντασύλλαβοι. Το προσωπικό του δράμα, καθώς περιγράφει ηρωισμούς, του βγαίνει. Παρομοιώσεις πολλές. Επίθετα μετά τα ουσιαστικά. Εναλλαγή εικόνων. Χωρίς πλατειασμούς, καθώς ο επτασύλλαβος δεν το επιτρέπει. Ιδέες: Εθνική υπερηφάνεια, φιλελευθερισμός, ηθικότητα, ανακαίνιση.

Διον. Σολωμός: 1798 – 1857

 1808: Ιταλία, σχολείο, μετά Νομική στην Παβία

1818: Επιστροφή

1828: Κέρκυρα για να βρει την ησυχία από τους φίλους

1833-28: Δικαστική διαμάχη με τη μητέρα του

1845-57: Ποτό και ύφεση έμπνευσης, όμως δούλεμα ξανά και ξανά των πρώτων ιδεών. Πανελλήνια αναγνώριση.

Χαρακτηριστικά του έργου του:

Θέλησε να συνταιριάξει ρομαντισμό και κλασικισμό. Ξεκίνησε από τα Ιταλικά λόγω καταγωγής. Γνώρισε τη Δημοτική και θέλησε να την εξευγενίσει. Την εποχή που πέθανε ο Σολωμός είχε προσφέρει πολλά εκτός από την ποίηση και στην κριτική με το «Διάλογο» και στην πεζογραφία με τη «Γυναίκα τση Ζάκυθος». Τη δημοτική τη στήριξε επηρεασμένος από τον Διαφωτισμό που υποστήριζε την έκφραση μέσα από τις λαϊκές γλώσσες. Τα πρώτα έργα του είναι μέτρια και με αρκετές ατέλειες, επηρεασμένα από το Ρομαντισμό. Μιλάνε για θάνατο και τάφο. Το 1823 γράφει τον «Ύμνο στην Ελευθερία». Το 1824 «Εις θάνατον του Λορδ Μπάιρον», που ο ίδιος αργότερα το επέκρινε σημαντικά. Πάντα διαπνέεται από υψηλά ιδανικά. Το 1825 την «Καταστροφή των Ψαρών». Το 1826 την «Φαρμακωμένη», όπου δείχνει πια τη δύναμή του. Επίσης γύρω στα 1824 το «Διάλογο» όπου διαλέγεται ο Λογιότατος, ο Ποιητής και ο Φίλος, συζητώντας για την καθαρεύουσα. Φίλος είναι ο Σπ. Τρικούπης, Λογιότατος ο «ειδεχθής» Αθ. Καραβίας. Το 1826 γράφει τη «Γυναίκα τση Ζάκυθος», πλούσια σε εικόνες και δύναμη σάτιρα, καυστικότατη, γραμμένη φυσικά στη Δημοτική.

Η Δημοτική του Σολωμού μοιάζει με του Μακρυγιάννη αλλά σ’ αυτή υπάρχει η θέληση του λόγιου για εξύψωσή της. Το κλίμα της Ζακύνθου δεν τον ευνοούσε γιατί ήταν πολύ ελαφρύ, γι’ αυτό μετοίκησε στην Κέρκυρα.

Με τον «Λάμπρο» υλοποιεί το όνειρο του «μιχτού» ύφους. Μόνο που ο γρήγορος στίχος τον μειώνει λίγο. Το πώς έβλεπε την προσφορά του φαίνεται σε επιστολή του 1833 προς τον Τερτσέτη: «Τα δημοτικά τραγούδια δεν έχουν το ίδιο ενδιαφέρον στο δικό μας στόμα. Το Έθνος ζητά από μας το θησαυρό της δικής μας διανοίας, ντυμένον εθνικά».

Το 1833 που αρχίζει η δίκη τα παρατά όλα και ασχολείται μόνο με τους Ελ. Πολιορκημένους που ξαναγράφει. Είναι πληγωμένος και αυτό φαίνεται.

Όταν το 1844 ξαναηρεμεί, τους ξαναγράφει, αυτή τη φορά πιο σοβαρούς, πιο αυστηρούς, με επιδίωξη της τελειότητας. Ο «Ύμνος στην Ελευθερία» προέρχεται από επιρροή ποιήματος του Μαρτελάου που έλεγε:

«Όθεν είσθε των Ελλήνων

παλαιά αντρειωμένα

κόκαλα εσκορπισμένα

λάβετε τώρα πνοήν»

 

Η Μιράσγεζη αναλύει τον ύμνο κομμάτι – κομμάτι

Ο «Λάμπρος» μιλάει για κάποιον που είχε αστεφάνωτη τη γυναίκα του, που πήγε με την κόρη του και είδε φαντάσματα τα παιδιά του.

«Ο Πορφύρας» μιλάει για τον άγγλο στρατιώτη και τον καρχαρία


Λορέτζος Μαβίλης (Ιθάκη 1860- Ήπειρος 1912)

 1879: Γερμανία – Αρχαία Φιλολογία και Φιλοσοφία

1896: Αντάρτης στην Κρήτη

1897: Συμμετοχή στον ατυχή πόλεμο της Ηπείρου

1909: Γουδί, έρχεται στην Αθήνα

1912: Εθελοντής στους «Γαριβαλδινούς» και θανάσιμος τραυματισμός του.

Χαρακτηριστικά του έργου του:

Μεταφραστής και ποιητής. Είναι ο εισηγητής του σονέτου. Διάχυτη η αγάπη της πατρίδας του. Η φύση. Αγάπη προς το θάνατο. Μελέτησε τα μοιρολόγια. Εξαιρετική η «Ελιά» όπου μέσω του θανάτου, αναβρύζει η ζωή. Σέβεται απόλυτα την ομοιοκαταληξία, παρ’ όλο που η ελληνική δεν προσφέρεται γι’ αυτό. Δεν δέχτηκαν όλοι την ομοιοκαταληξία. Ο Μαβίλης είναι απαισιόδοξος και ακολουθεί το δημοτικό στα βήματα του Σολωμού, όπως όλοι της Επτανησιακής Σχολής. Τυπάλδος, Τερτσέτης, Μαρκοράς, Πολυλάς, Βαλαωρίτης. Παρ’ όλο που έζησε 40 χρόνια μετά τη σχολή, μιμήθηκε το ύφος της, επιμένοντας στον ρομαντισμό όταν αυτός έπνεε ήδη τα λοίσθια. Δεν το έκανε όμως απλά και μιμητικά. Ο Βίτι λέει πως ενσωμάτωσε στην ποίησή του ακόμα και συμβολικά στοιχεία, αφού στη Γερμανία που σπούδαζε είχε γνωρίσει τον συμβολισμό.

Η προσεκτική του ρίμα τον φέρνει κοντά στους Παρνασσιστές, χωρίς όμως να διαθέτει την αταραξία τους, αντίθετα επιμένει στον ιδανισμό του Σολωμού.

Δεν εξέδωσε συλλογή όσο ζούσε, παρά σκόρπια ποιήματα. Μίλησε στη βουλή και είπε πως «δεν υπάρχει χυδαία γλώσσα, αλλά χυδαίοι άνθρωποι».

 

Η γενιά του ‘80

 Η γενιά του ’80 αντέδρασε στον Αθηναϊκό Ρομαντισμό όπως εκφράστηκε από τον Θ. Ορφανίδη (1816 – 1886) ο οποίος προσπάθησε να μιμηθεί τον Σούτσο, αλλά έβριζε. Αυτός έγραψε τον «Μένιππο». Ο Βαλαβάνης και ο Καραστούτσος, ήταν εκπρόσωποι επίσης και έγραφαν σε άπταιστη καθαρεύουσα με ελλιπείς όμως εικόνες. Αυτοί ήταν οι πρώιμοι. Της ακμής ήταν ο Δ. Παπαρηγόπουλος, ο Σπ. Βασιλειάδης και τέλος ο Αχ. Παράσχος, που γνώρισε δόξα και τιμές, χρησιμοποιώντας μεγαλόσχημες ρητορείες, πομπώδεις εκφράσεις με πολλά λάθη και χωρίς ουσία όμως.

Το πέρασμα από τον Αθηναϊκό Ρομαντισμό (1830-1870) στη γενιά του ’80 έγινε μέσω της Πάτρας που είχε επαφή με τη Ζάκυνθο. Ο Ταγιαπέρας έστελνε επιστολές από τα Επτάνησα στην Αθήνα, προσπαθώντας να περάσει το Σολωμικό ιδεώδες, όμως δεν στάθηκε δυνατό να κάμψει τον Αθηναϊκό Ρομαντισμό. Ο Τερτσέτης, Ζακυνθινός δικαστικός που αρνήθηκε να δικάσει τον Κολοκοτρώνη στα 1833, διάβασε τον «Κρίτωνα» στους ευέλπιδες υπό το φως των κεριών. Δεν έγραψε σπουδαία ποίηση όσο πρόζα, αλλά ότι έγραφε είχε επηρεαστεί άμεσα από το Σολωμό που ήταν και φίλος του.

Κυριότερος όμως σύνδεσμος της Επτανησιακής με την Αθηναϊκή Σχολή ήταν ο Βαλαωρίτης που γεννήθηκε στα 1824 στη Λευκάδα και σπούδασε σε Ιταλία, Ελβετία, Γαλλία. Πέθανε το 1879. Η Ρουμελιώτικη καταγωγή του τον κάνει να γνωρίζει την ψυχοσύνθεση των ηρώων, ενώ οι Επτανησιακές του καταβολές τον σπρώχνουν κοντά στη Σολωμική ποίηση. Επηρεασμένος και από τον Ρομαντισμό. Λεξιθηρεί, εντούτοις λόγω της δημοτικής αυτό μεταβάλλεται σε γλωσσικό πλούτο. Αναβαθμίζει τον Ρομαντισμό, καταργώντας την πεισιθανάτια διάστασή του. Τα ποιήματά του είναι οργανωμένα και πολλές φορές έχουν «σκελετό».

Το 1880 προετοιμάστηκε επίσης από την πρόζα του Ροΐδη και την αδύναμη αλλά συγκλονιστική του «Πάπισσα», το Ζαμπέλιο, τον Βικέλα και διάφορους κριτικούς που αν και καθαρευουσιάνοι αναγνώριζαν την αξία της λαϊκής γλώσσας και επιτιμούσαν την άκριτη καθαρολογία. Όταν ιδρύθηκε ο «Παρνασσός» με πρωτοβουλία του Ροΐδη αναπτύχθηκε τεράστιος διάλογος για το αν μπορεί η Ελλάδα της εποχής να δώσει νέους ποιητές. Ο Ροΐδης έλεγε όχι, εισάγοντας εκ νέου τη θεωρία της «περιρρέουσας ατμόσφαιρας» και υποστηρίζοντας τους παλιούς ποιητές, Σολωμό, Χριστόπουλο κλπ, και από τους νέους μόνο το Βαλαωρίτη και τον Παράσχο. Αντίθετός του ο Αγ. Βλάχος της Καθημερινής, που υποστήριξε πως η ατμόσφαιρα ήταν καλή και ότι ο σωστός ποιητής αναδεικνύεται αρκεί να έχει ταλέντο.

 

Η καθαυτό γενιά του ’80

(Τριανταφυλλόπουλος – Γαβριηλίδης : Ραμπαγάς, Γαβριηλίδης μόνος του: Μη χάνεσαι)

 Νίκος Καμπάς: Ο Παλαμάς τον έχει ως αρχικό πρότυπο. Δημοσιεύει τους πρώτους στίχους του στον Κορομηλά που έφτιαξε ένα εκδοτικό οίκο για τους νέους.

Δροσίνης: Τον πήγε ο Καμπάς στον Κορομηλά. «Ιστοί Αράχνης» με ερωτικά θέματα. «Σταλακτίται» (1181) με πιο επίσημο τόνο.

Νικ. Πολίτης: Ο ακούραστος εργάτης της Λαογραφίας που στην αρχή εξέδοσε τη «Μελέτη περί του βίου των νεωτέρων Ελλήνων»

Γλωσσικό Ζήτημα: 1873 & 1875: Ο Ν. Κονεμένος βγάζει φυλλάδια υπεράσπισης της Δημοτικής. Του ανταπαντά με ακραίες θέσεις ο Κων/νος Κόντος, με τις «Γλωσσικές Παρατηρήσεις». Ο Δ. Βερναδάκης (1884) γράφει τον «Ψευδαττικισμού Έλεγχο», ελέγχοντας τον Κόντο πράγμα που τον κάνει εκφραστή του Δημοτικισμού, ενώ ο ίδιος ήταν καθαρευουσιάνος! Αντίθετα, ο Γ. Χατζιδάκις, κατά βάθος δημοτικιστής, παίρνει θέση υπέρ της καθαρεύουσας, με την «Βάσανο του Ελέγχου του Ψευδαττικισμού»!

Γ. Ψυχάρης: Ο μεγάλος Δημοτικιστής. Στην Ελλάδα το 1886. «Το ταξίδι μου» στα 1888. Όχι μόνο γλωσσική αλλά και κοινωνική κριτική. Πρώτος από τους νέους ο Παλαμάς δέχεται τη γνώμη του. Ο Ροΐδης στηρίζει τον Ψυχάρη με άψογη καθαρεύουσα το 1893 και εξ αιτίας αυτού διαβάζεται και από πολλούς συντηρητικούς.

Κ. Παλαμάς 1859 - 1944

Παλαμάς – Σολωμός έχουν κοινά στοιχεία στο έργο τους: Απελευθέρωση – Αστική ολοκλήρωση.

1859 : Γέννηση, Πάτρα, ορφανός από 7. Μεσολόγγι.

1875 : Αθήνα, Νομική. Αποθέωση σοφίας και επιστήμης. Ξεκινά με καθαρεύουσα και συμμετέχει σε διαγωνισμούς.

1886: Τα Τραγούδια της Πατρίδος μου: Παρ’ όλο που είναι στη Δημοτική έχει επηρεασμούς από την καθαρεύουσα. Μιμείται τον Βαλαωρίτη και τον Ρομαντισμό με της υψηλές ιδέες. Πολύς επηρεασμός από το Δημοτικό. Επίσης επηρεασμένος από τον Κόκκο και κάπως απλοϊκός ώρες – ώρες.

1889: Ύμνος στην Αθηνά, με ατέλειες

1892: Τα μάτια της Ψυχής μου (Από το Σολωμό) Πλούσιος μεστός ο στίχος του, όχι χασμωδίες. Τα ίδια θέματα με πριν, αλλά πιο πνευματική αντιμετώπιση. Συμβολιστικό και με ελεύθερο στίχο! Ο παρνασσισμός εκλείπει. Δέχεται θετικότατες κριτικές από εκπροσώπους της Επτανησιακής Σχολής. Βέβαια τα «Μάτια της ψυχής μου» παρουσιάζουν κάποιες ασάφειες που τον κυνηγάνε ως το τέλος της ζωής του και κατηγορήθηκε γι’ αυτό. Εδώ κάνει αναφορές στα αρχαία αγάλματα, την Αφροδίτη, τη Νίκη, κλπ. Παράλληλα επηρεάζεται από τη δημοτική ποίηση σε άλλα.

1890 -1900, Η χρυσή εποχή: Γράφει τον Ολυμπιακό Ύμνο.

1897: Ίαμβοι και ανάπαιστοι: Περιέχει τον Διχενή και άλλα θέματα λαϊκής παράδοσης, που αγαπήθηκαν «περισσότερο απ’ όσο τους άξιζε» και έχουν επιρροές από τον Κάλβο.

1898: Ο Τάφος: Ένα λυπητερό αβάσταχτο μοιρολόι.

1900: Χαιρετισμοί της Ηλιογέννητης: Η πρώτη αντίδραση στην καταστροφή του 1897. Περιέχει έναν έντονο συμβολισμό που αίρεται σε κοσμολογία.

1904: Ασάλευτη Ζωή: που περιέχει τις «Πατρίδες» και τις «Εκατό Φωνές» με τέλεια κομμάτια εξαιρετικού κάλλους με έμπνευση από τη φύση, τον έρωτα, τους αρχαίους, τη Ρωμιοσύνη (που ο Σωτηριάδης κατηγόρησε ως λέξη).

Επίσης εδώ είναι ο «Ασκραίος», τέλειο ποίημα εμπνευσμένο από τον Ησίοδο. Είναι η ιστορία της ψυχής του. Οι «Αλυσίδες» ξεκινάνε από την τάση του ανρθώπου για ελεύθερη ζωή. Ένας σκλαβωμένος λεόπαρδος δεν ένιωθε τη φυλακή του. Οι αλυσίδες του σπάσανε από τον Κριτή, που του έδειξε το δρόμο μες τη φυλακή, οπου τον φώτισαν το Έλεος, η Βοήθεια και η Αγάπη ως λύχνοι. Τότε βλέπει ένα σκλάβο λαό που τον ελευθερώνει και συνεχίζει την πορεία του προς το φως και τη δικιά του Ελευθερία, μετουσιώνοντας τα σίδερα σε φτερά.

1907: Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου: Άρχισε το 1899, ο πρόλογος το 1906. Κυρίως λυρική σύνθεση με πολλά όμως εξωλυρικά στοιχεία. Πρώτη του έμπνευση μια «περδικόστηθη» γύφτισσα των παιδικών του χρόνων. Η δομή του Έργου

1. Ο ερχομός στη Θράκη

2. Ο γύφτος δουλευτής, χαλκιάς

3. Ο Έρωτας με την τσιγγάνα που τον κάνει να αρνηθεί όλα τα άγια και να το ρίξει στα πόδια της

4. Άρνηση των πάντων αφού η Τσιγγάνα αποδεικνύεται απλή γυναίκα που τον οδηγεί στην

5. Θύμηση για την κατάρρευση του Βυζαντίου και τον διχασμό ανάμεσα στο μίσος για το στέρφο δάσκαλο, αλλά και την αγάπη για το θεματοφύλακα της ιερής κληρονομιάς

6. Εδώ γίνεται λόγος για το κάψιμο των βιβλίων του Πλήθωνα Γεμιστού. Ούτε οι πολύθεοι ούτε οι Χριστιανοί αξίζουν καθώς ο Γύφτος λέει:

κράχτε, φωτοκαύτε κι αφορίστε

όλοι ειδωλολάτρες είστε!,

 

7. Το πανηγύρι της Κακάβας, Ύμνος στην περιπλάνηση

8. Ελπίδα για ανάσταση,. αφού όμως περιγραφεί η καταστροφή του 1897, μέσα από την πτώση και το διασυρμό του Διγενή κι όλων των μεγάλων ηρώων του Βυζαντίου

9. Ο Γύφτος μένει μόνος κυνηγημένος και αλλόφυλος με μόνο στήριγμά τη μουσική του.

10. Από χαλαστής γίνεται πλάστης καθώς ο Έλληνας που ανασταίνει Αγάπη, Πατρίδα, Θεό.

11. Το παραμύθι του Αδάκρυτο, που ακούει ο Γύφτος και περιγράφει τον Έλληνα που πρέπει να ξεχάσει και να καταστρέψει όλα τα σάπια

12. Εύρεση της Αλήθειας. Ό,τι χαλάστηκε πρέπει να ξαναχτιστεί. «Γιούχα και πάλι γιούχα των πατρίδων», όπου εννοούνται οι πατρίδες της αδικίας, της δειλίας και της διαφθοράς

1910: Η φλογέρα του Βασιλιά: Ο αντίποδας του δωδεκάλογου, καθώς τώρα πια αρχίζει να επικρατεί η Μεγάλη Ιδέα. Στη φλογέρα γίνεται τέλεια εφαρμογή των ιστορικών του γνώσεων καθώς, ο Βουλγαροκτόνος περιγράφεται με απόλυτη ακρίβεια. Εδώ ο «Διγενής» ξαναπαίρνει το σπαθί του. Το «Γουδί 1909», έχει παίξει το ρόλο του στην αναγέννηση της ελπίδας. Ο Διγενής είναι κυρίαρχος. κι ο θάνατός του πρόσκαιρος. Τέλεια χρήση επιθέτων, γλώσσας και αποσπάσματα από Δημοτικά τραγούδια.

1912: Πολιτεία και Μοναξιά: Πίστη στην Ελλάδα και τα ιδανικά της φυλής. Εδώ «Τα σχολειά κτίστε». Με την προοπτική των Βαλκανικών Πολέμων.

Μέχρι το 1935 έγραφε. Ήταν γνήσιος δημοτικιστής. Πολυγράφος και όχι μόνο ποιητής. Από τα διηγήματα ξεχωρίζει Ο θάνατος του παλικαριού, με τον ανάπηρο που θέλησε να μοιρολογηθεί, ζωντανός, ενώ η Τρισεύγενη είναι θεατρικό που έφερε την λογοτεχνία στη Σκηνή. Η υπόθεση είναι μια «ελεύθερη» παντρεμένη που παραμένει πιστή και τέλος αυτοκτονεί, πριν ο άντρας της ή ο πατέρας της προλάβουν να τη «συγχωρήσουν».


Κ. Καβάφης (Απρίλης 1863)

1877 : Αγγλία

1880 : Επιστροφή στην Αλεξάνδρεια

1882 : Πόλη

1885 : Επιστροφή στην Αλεξάνδρεια

1897 : Παρίσι – Λονδίνο – Αθήνα

1898 : Επιστροφή στην Αλεξάνδρεια

1933 : Θάνατος

Έγραφε από το 1886. Έγινε γνωστός το 1903 με δημοσιεύματα σε περιοδικά. Δυο μικρές συλλογές στα 1904 και 1910 με τίτλο «Ποιήματα». Μετά «φέιγ βολάν». Μελαγχολικός, απαισιόδοξος, με μεγάλη εσωστρέφεια. Κράμα αρχαΐζουσας, καθαρεύουσας, δημοτικής. Η Ιθάκη είναι ένα από τα πιο σαφή του ποιήματα που δεν πρέπει να προσπαθούμε να του βρούμε ατέλειες αν και τις έχει. Ο ίδιος ο ποιητής είπε πως τα μυρωδικά αντιπροσωπεύουν τις ηδονικές απολαύσεις

Η «Πόλις» δείχνει την ανάγκη για φυγή, το εύρημα όμως είναι πως αυτό δεν είναι ποτέ εφικτό.

Τα «Τείχη» που χτίστηκαν χωρίς να το καταλάβουμε ο Παλαμάς στις «Αλυσίδες» τα πολεμά, ο Καβάφης υποτάσσεται σ’ αυτά.

Ξεκίνησε να γράφει στην καθαρεύουσα. Επηρεάστηκε από τον Παρνασσισμό. Ο ίδιος ξεχώριζε τα έργα του στα προ του 1910 και τα μετά. Ήταν τελειομανής. Το 1917 είναι η μεγάλη του παραγωγή

Το “Che fece …il gran rifusso” (αυτός που έκαμε τη μεγίστη άρνηση) αναφέρεται στον πάπα Σελεστίνο, ή Πέτρο Μορόνε που αποποιήθηκε τον παπικό θρόνο λόγω της σαπίλας που είδε (1293, 77 ετών) Αυτό που παραλείπει επίτηδες στο στίχο του Δάντη είναι per veltra (λόγω δειλίας)

Το ίδιο περιεχόμενο και στη «Σατραπεία» Λόγος έγινε πολύς για την ιστορικότητα του προσώπου, ο ίδιος ο ποιητής όμως λέει πως αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο.

Το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον» αναφέρεται στους ήχους της μουσικής και το θόρυβο που ακούστηκε να φεύγει από την Αλεξάνδρεια, τη βραδιά που ο Αντώνιος είχε ηττηθεί. Του ζητά να έχει θάρρος και να δεχθεί το τέλος καρτερικά και ηρωικά. Ο Αντώνιος επίσης επανέρχεται στο ποίημα «Εν δήμω της Μικράς Ασίας» όπου στηλιτεύεται η μικρόνοη νοοτροπία των επαρχιωτών που δεν τους κάνει ούτε κρύο ούτε ζέστη αν νίκησε ο Αντώνιος ή ο Οκτάβιος.

Οι «Θερμοπύλες» έχουν το ίδιο πνεύμα με τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους». Στους 300 ήταν και ο μάντις Μεγιστίας που ήξερε πως θα πεθάνουν! Ο Στρατής Τσίρκας λέει πως ο Καβάφης το εμπνεύστηκε από τον έρανο για την εξόφληση των χρεών της Ελληνικής Παροικίας και την προσφορά του Αβέρωφ που έδωσε 10.000 λίρες, το μισό ποσόν του χρέους.

Το έργο του Καβάφη χωρίστηκε από τον ίδιο ειδολογικά σε τρεις κατηγορίες: Το φιλοσοφικό, το ιστορικό και το ηδονιστικό, τα οποία όπως είναι φυσικό συγχέονται. Σε όλα τα ποιήματά του αφίσταται χρονικά ή τοπικά και περιγράφει ιστορίες τρίτων. Ο Δημαράς λέει πως είναι κατ’ εξοχήν λυρικός αν και αυτό κρύβεται μέσα στη χρονική μετατόπιση και το διδακτισμό του. Δεν εμπνέεται από την πραγματικότητα αλλά οραματίζεται. Ο οραματισμός του είναι ερωτικός και εθνικός, αλλά κυρίως το πρώτο. Όταν οραματίζεται, όπως στο «Γιο της Κλεοπάτρας» συμμετέχει και ο ίδιος στο όραμα, με τέτοιο τρόπο όμως που να μοιάζει με ηθοποιό ή μίμο, και που να μην έχει νόημα η προσωπική του θέση, αφού στους ηθοποιούς δεν μας νοιάζει αν πιστεύουν αυτά που λένε. Ο οραματισμός του απογειώνεται στο μοναδικό του πεζό.

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί δεν έχει στόχο να αναδείξει το συναίσθημα, αντίθετα προσπαθεί να το καλύψει με την ιδιομορφία της. Εν τούτοις αυτό επιτυγχάνει το αντίθετο αποτέλεσμα, που βέβαια είναι και ο στόχος του ποιητή. Γι’αυτό τον δέχτηκε η γενιά του Καρυωτάκη, χωρίς όμως ο Καβάφης να είναι αρνητής των πάντων.

Από την Ελλάδα είχε σπουδαίες εμπνεύσεις και ιδιαίτερα στους «Υπέρ αχαϊκής συμπολιτείας πολεμήσαντες» έχει δώσει ένα σπουδαίο επίγραμμα για τους Έλληνες. Γράφτηκε το 1922 όταν επίκειτο η Μικρασιατική Καταστροφή. Την έμπνευσή του επεξεργάζεται με δύο στοιχεία: Τον λυρισμό και την απόκρυψη. Ο Σεφέρης τον παραλλήλισε με τον Έλιοτ. Η ηδονή, μετά το 1920 έγινε γι’ αυτόν αυθύπαρκτη αξία.

Ο Παλαμάς δεν τον συμπαθούσε και είπε ότι έκανε «ρεπορτάζ από τους αιώνες» κι ότι «τα ποιήματά του θέλουν να γίνουν ποιήματα αλλά δεν μπορούν». ίσως γιατί φοβήθηκε από την απήχησή του στους νέους. Ο Καβάφης επίσης είπε πως αν δεν είχε τίποτα καινούριο να πει, θα σώπαινε, στη θέση του Παλαμά.

Ο Καβάφης έτρεχε πριν την εποχή του, γι’ αυτό και τον κατηγόρησαν όλοι της Αθηναϊκής Σχολής. Ο Τ. Σ. Έλιοτ είπε πως ο σωστός ποιητής πρέπει να έχει σε κάθε γενιά ένα μικρό ακροατήριο. Η ποίησή του δεν επηρεάζει τους πολλούς ούτε και σήμερα. Μοιάζει με του Κάλβου. Είναι ποίηση για στοχαστές και διανοούμενους ή …ιστορικούς που λατρεύουν τον Καβάφη. Κατηγορήθηκε ότι δεν ασχολήθηκε με τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Όμως ο Παπανούτσος λέει πως έφερε πάλι στην επιφάνεια, τη διδακτική ποίηση. Μοιάζει με πρόζα ο λόγος του αλλά έχει ποιητικότητα. Είναι εφηβολάτρης και έχει πλάσει μια σωρεία πλατωνικών εφήβων. Χρησιμοποιούσε τον ίαμβο, διότι αυτός είναι ο τρόπος που μιλούν οι Έλληνες από την εποχή του Αριστοτέλη. 


Κ. Βάρναλης: 1884 -1974

1884: Πύργος Βουλγαρίας (Μπουργκάς)

1902: Δάσκαλος στην πόλη του

1903: Φιλολογία στην Αθήνα με υποτροφία

1908: Δάσκαλος στην Αμαλιάδα

1917: Καθηγητής στον Περαιά

1918-20: Μαράσλειος, αποπομπή - Παρίσι

1959: Βραβείο Λένιν Ειρήνης

1974: Θάνατος μεγελειώδης, δύο μέρες πριν στην τηλεόραση Ειρήνη – Ειρήνη

 Το έργο του:

Στα 1904, τυπώνει τις Κυρήθρες και ως το 1908 γράφει με μια διονυσιακή διάθεση με έντονη φυσιολατρία όμως. Όταν γύρισε το 1918 από το Παρίσι ήταν ήδη επηρεασμένος από τον Μαρξισμό στον οποίο στρατεύτηκε.

1922: Το φως που καίει: Όλοι πλην Καζαντζάκη συμφωνούν πως είναι τέλειο αλλά διαφωνούν με το περιεχόμενο. Εδώ έχουμε το Χριστό, τον Προμηθέα και τον Μώμο που τους υποβάλλει ερωτήσεις. Εδώ επίσης και η «Μάνα του Χριστού». Στο έργο διχάζεται ανάμεσα στον υλισμό και τον μυστικισμό. Αυτό δεν μειώνει το έργο του. Στους «Σκλάβους Πολιορκημένους» περιγράφει την αρνητική πλευρά της ζωής σε αντίθεση με το Σολωμό.

Οι Μοιραίοι είναι το γνωστότερο ποίημά του που μελοποιήθηκε από τον Θεοδωράκη.

Εκτός από ποιήματα, όταν απολύθηκε άρχισε να δημοσιογραφεί και να γράφει κριτικές. Στο «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική» του 1925 έκρινε σκληρά Σολωμό και Παλαμά. Αυτό έπαιξε σπουδαίο ρόλο στο να μην επικρατήσει ολοκληρωτικά το Σολωμικό στυλ στην ελληνική ποίηση. «Η Αληθινή απολογία του Σωκράτη» μεταφράστηκε σε αρκετές γλώσσες. Έκρινε πολύ αυστηρά την Οδύσσεια του Καζαντζάκη. Χρησιμοποιούσε μέχρι και λέξεις της αργκό που όμως δεν δημιουργούν αναρχία αλλά ωραίο αισθητικό αποτέλεσμα.

Ξεπέρασε Σικελιανό και Καζαντζάκη γιατί ο πρώτος χάθηκε στον εγωισμό του και τα μυστικιστικά του μονοπάτια, ενώ ο δεύτερος δεν κατάφερε να εμβαθύνει στον υπαρξισμό. Παιδιά της ίδιας γενιάς, και της ίδιας ανάγκης. Μισούσε τον Καβάφη μέχρι το 1963 οπότε τον παραδέχτηκε ως μεγάλο

 

Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ‘30 - Η ΝΕΑ ΠΟΙΗΣΗ - Ο ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ


Η πορεία της λογοτεχνίας σε παγκόσμιο επίπεδο είναι: Κλασικισμός, ρομαντισμός, παρνασσισμός, συμβολισμός. Όλα αυτά τα κατέρριψε στα 1909 ο βορειοαμερικανός Έσδρας Πάουντ, που εισήγαγε τον υπερρεαλισμό. Κατάργησε τους ισοσύλλαβους στίχους, και τις ομοιοκαταληξίες. Έβαλε άσχετα εμβόλιμα κείμενα Δίνεται ελάχιστη σημασία στα επίθετα. Βάζει στα ποιήματά του να διαλέγονται γνωστοί και άγνωστοι ήρωες διάφορων λαών Το παράδειγμά του ακολουθεί ο Άγγλος Τόμας Έλιοτ (αρχικά αμερικανός). Ο Σεφέρης είπε ότι ο Έλιοτ με την «Έρημη Χώρα» έκοψε γέφυρες. Εκφράζει πικρά συναισθήματα με εύθυμη διάθεση και φαινομενική απάθεια. Ο μεγάλος όμως υπερρεαλιστής ήταν ο Andre Bretton από τη Γαλλία. Είχε ως πρότυπό του τον Vallery μέχρι που γνώρισε τον Apollinaire. Έγινε θαυμαστής του Dada, που παρωδούσε τα πάντα. Ο Σεφέρης εξήγησε πώς να κατανοούμε τα σουρεαλιστικά ποιήματα: Με τα αυτιά, χωρίς να προσπαθούμε να βρούμε λογική μέσα τους. Σαν το τύμπανο στη Ζούγκλα που είπε και ο Έλιοτ.

Στην Ελλάδα ο Υπερρεαλισμός ήρθε με τα ποιήματα του Θ. Ντόρου, και του Νικήτα Ράντου. Χρειάστηκε όμως να έρθει η «Υψικάμινος»¨του Εμπειρίκου στα 1935 για να εδραιωθεί. Ψυχολόγος ο Εμπειρίκος τα ποιήματά του θυμίζουν Φρόιντ αλλά και Bretton. Στα 1938-39 ο Εγγονόπουλος εκδίδει τις αυστηρά σουρεαλιστικές συλλογές «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν» και τα «Κλειδοκύμβαλα της σιωπής». Στα 1944 τον «Μπολιβάρ» του οποίου το ποίημα έχει αρκετή συνοχή και αποτελεί ύμνο στον επαναστάτη άνθρωπο. Ο Υπερρεαλισμός έλαμψε αλλά για λίγο. Τα διδάγματά του όμως, άλλαξαν την ποίηση, τη γραφή και τις προοπτικές της. Από αυτόν επηρεάστηκαν ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Ρίτσος και ο Νικηφόρος Βρεττάκος.


Γιώργος Σεφέρης 1900 – 1971

1900 – Σμύρνη, γέννηση

1914 – Εκπατρισμός

1919 – Παρίσι, σπουδές

1926 – Διορισμός στο ΥπΕξ.

1931 – 1940 : Λονδίνο, Κορυτσά, Αθήνα

1941 – Αίγυπτος με την κυβέρνηση

1948 – 1963: Άγκυρα, Λονδίνο, Βηρυτός, Συρία, Ιράκ

1963 – Βραβείο Νόμπελ

1971 – Θάνατος. Ηρωϊκή κηδεία 22 Σεπτεμβρίου

Το έργο του:

Η Ρίτα Μπούμη – Παππά τον κατηγορεί για εσωστρεφή, αντικοινωνικό, ανθελληνικό, ακατανόητο, ενώ του αναγνωρίζει την τεχνική. Ο Μ. Βίττι εξηγεί την αντίδραση στο ότι η ποίησή του ήταν όντωνς πρωτοποριακή. Λέει πως στην αρχή είχε δεσμούς με το στίχο και μόνο στα 1940 κατάφερε να αποδεσμευθεί προς την κατεύθυνση ενός πολύ συγκρατημένου προφορικού λόγου.

Στο «Μυθιστόρημα», σημειώνει την αντίστροφη πορεία του Ελληνισμού της Ιωνίας. Ο Σεφέρης ζει σε όλη του την ένταση τη δυσφορία του σημερινού ανθρώπου, το βάρος της προγονικής κληρονομιάς και έχει στόχο την επανάκτηση του παρελθόντος μέσα από προσωπικά βιώματα. Θέλει να νιώσει τα πράγματα με την αφή, σαν πρωτόγονος. Η ποίησή του είναι δραματική και απέφευγε συστηματικά τις διευρκινήσεις. Ενώ οι άλλοι σύγχρονοί του προσπαθούν να αποδράσουν από την Ελληνική πραγματικότητα, αυτός λόγω των πολλών ταξιδιών του πνίγεται από τον καημό της Ρωμιοσύνης.

Ειδικότερα για τα έργα του:

1931: Στροφή: Καταρρίπτει τα τελευταία δείγματα του συμβολισμου΄με τα ωραία λόγια και τη μουσικότητα. Ο λόγος του λυρικός μεν, αλλά πεζός και ήπιος, όπως πρέπει. Εδώ και ο «Ερωτικός Λόγος» με έντονη παλαμική επίδραση.

1932: Στέρνα: 24 τετράστιχα

1933: Μυθιστόρημα: 24 ποιήματα, αντίστοιχα με τις ραψωδίες του Ομήρου, που δείχνουν όμως την αντίστροφη πορεία του Ελληνισμού.

1937: Τετράδιο Γυμνασμάτων: Δυνατή σύνθεση με πολλά επιμέρους ποιήματα με καλύτερο το «Ταξίδι του Οδυσσέα». Ζει την αγωνία της επιστροφής και το ταξίδι του ήρωα. Εδώ ο στίχος «όπου και να πάω η Ελλάδα με πληγώνει». Δείχνει τέλεια γνώση των αρχαίων και μελέτη των χαρακτήρων των ηρώων.

1940: Ημερολόγιο καταστρώματος: Περιέχει μερικά σπουδαία ποιήματα όπως το «Ο Μαθιός Πασχάλης», με τις αγωνίες του επαναπατριζόμενου μετανάστη, «Ασίνην τε» με τον πόθο των χαμένων βασιλείων και την «Κίχλη», το πιο αμφιλεγόμενο: ο λόγος πεζός, τα νοήματα σύνθετα, μεστό, αυτοβιογραφικό.

1946: Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν: Μνήμη και αγάπη για το νησί. Λεπτομέρειες ανθρώπινες. Φύση. Μυθολογία. Εδώ και η «Ελένη» Επίσης και ο «Πραματευτής από τη Σιδώνα» με Καβαφικές μνήμες.

Η ποίηση του Σεφέρη έσπασε το βερμπαλισμό των συμβολιστών και τη μελαγχολία του Καρυωτάκη. Φέρνει απλότητα και επιρροές από τον Έλιοτ, και του Πάουντ ενσωματωμένες όμως στην Ελληνική παράδοση. Επηρεάστηκε από το λόγο του Μακρυγιάννη και τον Ερωτόκριτο, ενώ ήταν απόλυτος γνώστης της αρχαιοελληνικής γραμματείας.. Το Φεβρουάριο του 1969 έγραψε τις «Γάτες τ’ Αϊ Νικόλα», αντιδρώντας στη δικτατορία, όπου η μήνις των Ερινυών και ο «αυτοδίδακτος έσωθεν θυμός» είναι και η τελική Νέμεση ή Δίκη. Κύκνειο άσμα του και πραγματικός κόλαφος στους δικτάτορες το «Επί ασπαλάθων»


Οδυσσέας Ελύτης : 1911 – 1996

1911: Οδυσσέας Αλεπουδέλης – Ηράκλειο

1935: Εμφάνιση σε περιοδικό

1940: Αλβανικό Μέτωπο, έφεδρος υπολοχαγός

1959: Άξιον Εστί

1979: Βραβείο Νόμπελ

Το Οδυσσέας Ελύτης ήταν φιλολογικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλλη του Παναγιώτη, ο οποίος στάθηκε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, μέλος της λογοτεχνικής γενιάς του '30. Διακρίθηκε το 1960 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1979 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, γνωστός για τα ποιητικά του έργα Άξιον Εστί, Ήλιος ο πρώτος, Προσανατολισμοί κ.α. Διαμόρφωσε ένα προσωπικό ποιητικό ιδίωμα και θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης. Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν ενώ συλλογές του έχουν μεταφραστεί μέχρι σήμερα σε πολλές ξένες γλώσσες. Το έργο του περιλάμβανε ακόμα μεταφράσεις ποιητικών και θεατρικών έργων. Υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Τέχνης και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κριτικής, Αντιπρόσωπος στις Rencontres Internationales της Γενεύης και Incontro Romano della Cultura της Ρώμης.

Το έργο του:

Μετά τον Καρυωτάκη ο Ελύτης φέρνει στην ποίηση τω φως και την αισιοδοξία. Απόλυτα λυρικός παρά την πεζότητα των στίχων του.

1940: Προσανατολισμοί: Γεμάτο αινίγματα, ρεμβασμός, θάλασσα, γυαλοί και κόλποι. Πολύ φυσιολατρικό. Ωραίες εικόνες και επίθετα.

1943: Ήλιος ο Πρώτος: Στο μεταίχμιο μεταξύ υπερρεαλισμού και της οριστικά αποκρυσταλλωμένης λυρικής αντίληψης του Ελύτη.

1945: Άσμα Ηρωικό και πένθιμο: Έζησε ο ίδιος την Αλβανία. Ο νεκρός δεν πεθαίνει αλλά ζει αιώνια.

1945 – 1953 : Τίποτα

1953: «Άξιον Εστί»: Γεμάτο φύση, παράδοση, ιστορία και αποτελείται από τρία μέρη: Τη Γέννηση, τα Πάθη και το Δοξαστικό. Αγγίζει τα πάθη του ελληνισμού και στο τέλος ξεπηδά «αυτός ο κόσμος ο μικρός ο Μέγας». Περιέχει σπάνιους λυρικούς συνδυασμούς. Εδώ η γλώσσα χρησιμοποιείται ως ενιαίο σύνολο από την αρχαιότητα ως σήμερα. Διαφαίνεται η αγωνία του για τη γλώσσα στο «Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου». Χρησιμοποιεί με μαεστρία την έναρθρη μετοχή: «ο βιάζοντας», ο «νικήσαντας τον Άδη». Χρησιμοποιεί λέξεις της καθημερινής γλώσσας με απόλυτα ποιητικό τρόπο. Α:ν και στη Σουηδία το έργο έτυχε ευρύτατης αποδοχής, στην Ελλάδα, στην αρχή, το κατηγόρησαν.

1960: Έξη και μία τύψεις για τον Ουρανό: Θαυμάσιες ποιητικές εικόνες ζωγραφισμένες με τέχνη

1967 – 1971 : Τα ρω του Έρωτα, Ήλιος Ηλιάτορας και Φωτόδεντρο. Τα «Ρω του Έρωτα» τρυφερό, στον «Ήλιο» έχουμε το μεγαλείο της ζωοδότρας πηγής με τέλειες περιγραφές και ανεκτίμητο λυρισμό. Το «Φωτόδεντρο» είναι διαμαρτυρία στη δικτατορία και ο λυρισμός εδώ υποχωρεί σε πολύ εγκεφαλικά ποιήματα, που ο ίδιος ο συγγραφές το συγκρίνει με το «Άξιον Εστί».

1971: Το Μονόγραμμα: Ερωτικό ποίημα σε μια αντιερωτική εποχή. Μας γοητεύει η πλοκή και οι λεκτικοί συνδυασμοί. Γράφτηκε στο Παρίσι αλλά είναι γεμάτο Ελλάδα. Είναι η ερωτική εξομολόγηση του ώριμου Ελύτη, που δε μοιάζει με άλλα ερωτικά ποιήματα. Το «σ’ αγαπώ» βγαίνει ΜΕΣΑ από το ποίημα – δεν προφέρεται αυτούσιο.

1978: Μαρία Νεφέλη: Είναι ο ύμνος προς την κατάργηση των εξουσιών και της αναρχίας. Υπακούει στους νόμους του θεατρικού έργου και γι’ αυτό δεν είναι τόσο λυρικό, ενώ εκφράζει την απελπισία και τη θλίψη των νέων. Χρησιμοποιεί τρόπους γραφής στο ίδιο το ποίημα απ’ όλες τις σχολές: Αλλού με μέτρο, αλλού με ομοιοκαταληξίες, αλλού με πεζούς, κινηματογραφικούς διάλογους.

Τον Ελύτη τον ονομάζουν ποιητή του Αιγαίου, όσοι δεν τον έχουν διαβάσει. Διότι από το Αιγαίο παίρνει μόνο την ομορφιά για να περιγράψει τα συναισθήματά του: Λύπη, θαυμασμό, αγανάκτηση, στοχασμό. Χρησιμοποιεί τόσες εικόνες που μας εκπλήσσει. Ξεκίνησε από τον υπερρεαλισμό αλλά προχώρησε ένα βήμα παραπέρα.

Χρησιμοποιεί με τέχνη επίθετα, ουσιαστικά και ρήματα παρμένα απ’ όλες τις περιόδους της γλώσσας χωρίς να ξενίζει αυτό. Δεν χρησιμοποιεί μέτρο, αλλά με την αριστοτεχνική τοποθέτηση των λέξεων δίνει ένα βαθύ αίσθημα αρμονίας. Η ποίηση του Ελύτη είναι η απάντηση στο κίνημα μιας εποχής που κοροϊδεύει τον άκρατο λυρισμό, αλλά παρ’ όλα αυτά έχει ανάγκη από το ωραίο και το όνειρο. Ευτυχώς, είπε ο ίδιος, που το έργο του δεν μεταφράστηκε στα Γαλλικά. Διότι υπάρχει τεράστιο εύρος στην Ελληνική Γλώσσα που δεν θα μπορούσε να καλύψει μια ξένη.

Βίττι: Ο Ελύτης χρησιμοποίησε γόνιμα τον υπερρεαλισμό για να καταπολεμήσει τον καρυωτακισμό και τον γεροντισμό. Έβγαζε καινούρια νοήματα από τα ταπεινότερα, ΟΧΙ με συμβολιστικό τρόπο αλλά χρησιμοποιώντας αυτούσιες τις θαλασσινές εικόνες. Αυτό γινόταν επί Βενιζέλου που τα πάντα προμήνυαν ελευθερία, όχι όμως και με τη Μεταξική Δικτατορία ή τον πόλεμο που τον έθεσε απέναντι σε νέες ευθύνες. Αναφέρθηκε και στον εμφύλιο.


 Γιάννης Ρίτσος 1909 - 1990

1909: Μονεμβασία, 1η Μαΐου

1921: Διάπλαση – συνεργάτης

1925: Δακτυλογράφος – αντιγραφέας (Αθήνα)

1927 – 1928: Σωτηρία

1930: Κρήτη, άσυλο φυματικών

1931 – 34: Ηθοποιός στην Κυβέλη, χορευτής

1948 – 1950: Εξορία Λήμνος, Μακρόνησος, Άη Σώστης

1956: Α΄ Κρατικό Βραβείο Σοβιετικής Ενώσεως

1967: Εκτόπιση

1969: Αίσθηση στη Γαλλία

1970: Μέλος Ακαδημίας Επιστημών Δ. Γερμανίας

1977: Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη

 

Ο Γιάννης Ρίτσος δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα και μελέτες. Πολλές μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν το έργο του.

Το 1921 άρχισε να συνεργάζεται με τη «Διάπλαση των Παίδων». Συνεισέφερε επίσης ποιήματα στο φιλολογικό παράρτημα της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας» του Πυρσού. Το 1934 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Τρακτέρ», ενώ ξεκίνησε να δημοσιεύει στο «Ριζοσπάστη» τη στήλη «Γράμματα για το Μέτωπο». Το 1935 κυκλοφορούν οι «Πυραμίδες», το 1936 ο «Επιτάφιος» και το 1937 «Το τραγούδι της αδελφής μου». Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ενώ κατά το χρονικό διάστημα 1948-1952 εξορίστηκε σε διάφορα νησιά. Συγκεκριμένα συλλαμβάνεται τον Ιούλιο του 1948 και εξορίζεται στη Λήμνο, κατοπιν στη Μακρόνησο (Μάης 1949) και το 1950 στον Άι Στράτη. Μετά την απελευθέρωση του τον Αύγουστο του 1952 έρχεται στην Αθήνα και προσχωρεί στην ΕΔΑ. Το 1954 παντρεύεται με την παιδίατρο Γαρυφαλιά (Φαλίτσα) Γεωργιάδη κι ένα χρόνο αργότερα γεννιέται η -μοναδική- κόρη τους Ελευθερία (Έρη). Το 1956, τον ίδιο χρόνο δηλαδή, τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος».

Το 1968 προτάθηκε για το βραβείο Νομπέλ . Το 1975 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1977 τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης του Λένιν.

Το έργο του:

1934: Τρακτέρ. Διάχυτο το συναίσθημα της αηδίας που θυμίζει Καρυωτάκη. Τα ποιήματα υστερούν μετρικά

1935: Πυραμίδες: Συνεχίζουν την πορεία του ποιητή προς την ολοκλήρωση. Πολύ συναίσθημα και αγωνία. «Η καταδίκη» και το «Γράμματα από το Μέτωπο», ωραία ποιήματα.

1936: Επιτάφιος: Καινούριος Ρίτσος γεμάτος συγκίνηση και λυρισμό. Θέμα ο θάνατος εργάτη στη Θεσσαλονίκη στ διαδήλωση. «Γιε μου σπλάχνο των σπλάχνων μου …κλπ». Θυμίζει μοιρολόι και τη «Θυσία του Αβραάμ», το Κρητικό. Επίθετα με δημοτικό χρώμα. Ο Επιτάφιος κυκλοφόρησε σε 10.000 αντίτυπα από το Ριζοσπάστη και τα τελευταία 250 κάηκαν από το μεταξικό καθεστώς στις Στήλες του Ολυμπίου Διός.

1937: «Το τραγούδι της αδερφής μου»: Γεμάτο παιδικές αναμνήσεις. Γραμμένο πια σε ελεύθερο στίχο. Ζούμε τη θλίψη της καρδιάς του, δεν μας τη διηγείται. Ο Παλαμάς έγραψε:

«Το ποίημά σου το πικρό, το ζουν ιχώρ κι αέρας

καθάριος όρθρος της αυγής, μπαίνει το φως της μέρας

σε μια φρικίαση τραγική χαμογελάει μιας πλάσης

ρυθμός. Παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις».

 

1940: Το εμβατήριο του Ωκεανού: Γεμάτο ήλιο θάλασσα και επίσης πολλή αγωνία. Μας κρύβεται σε μια ομίχλη ο ποιητής, στην οποία γρήγορα διακρίνουμε κάποιο φως. Στον καθένα οι στίχοι λένε και κάτι άλλο.

Από το 1940 κει μετά ο Ρίτσος καθιερώνεται, αγαπιέται, γίνεται σπουδαίος ποιητής. Όλα τα έργα του διαπνέονται από βαθύ λυρισμό, πανέμορφες εικόνες, εμπνευσμένες συνθέσεις.

1942: Η τελευταία προ ανθρώπου εκατονταετία: Έργο της κατοχής με δυνατές σκοτεινές εικόνες, αφηρημένες έννοιες και περιγραφές, δύναμη συναισθημάτων και τέλος πολύ αισιοδοξία καθώς ο ποιητής οραματίζεται τις επόενες γενιές να οδηγούνται «από δως προς τον ήλιο» φορτωμένοι «σημαίες και εργαλεία».

1950: Ρωμιοσύνη, Κυρά των Αμπελιών, Γράμμα στο Ζολιό Κιουρί. Έργα κοινωνικής επανάστασης που όμως ξεπερνάνε τις κομματικές επιταγές. Η «Ρωμιοσύνη» έχει αστραποβόλες και απρόοπτες εικόνες. Στις κρίσιμες ώρες του διχασμού, ξανάδωσε πίστη και ελπίδα στο λαό. Διακρίνεται από φλογερό ανιμισμό. Ανακαλύπτει στη φυλετική μνήμη μια υπερπραγματική ενότητα, μια ολότητα μέσα στο κομμάτιασμα. Ύμνος στο ηρωικό πνεύμα.

«Η κυρά των Αμπελιών» είναι καταπληκτική σύνθεση του Ρίτσου. Είναι η Δήμητρα και η Παναγία, η κυρά της Αθήνας και η εργάτισσα. Έργο λυρικό με όμορφες εικόνες και εκπλήξεις.

«Το γράμμα στο Ζολιό Κιουρί», γράφεται από την εξορία, ανήκει δηλαδή στη λεγόμενη λογοτεχνία του στρατώνα. Περιγράφει τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης αλλά και την ελπίδα και την αισιοδοξία για ένα καλύτερο κόσμο.

1950-1972: Η Τέταρτη διάσταση: Περιέχει τη «Σονάτα του σεληνόφωτος», πάνω στην οποία δομήθηκε ολόκληρη η συλλογή. Αυτή του έδωσε το πρώτο κρατικό βραβείο και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Στη Σονάτα είναι η εξομολόγηση μιας ηλικιωμένης γυναίκας σ’ ένα νέο, που τέλος δεν τον συγκινεί. Εδώ επίσης δεκάδες ποιήματα εμπνευσμένα από την αρχαία Ελλάδα, καθώς οι Έλληνες είναι τυχεροί που έχουν ενσωματωμένο στον πολιτισμό τους, τον πλούτο της αρχαίας μυθολογίας.

Από το ‘71 και μετά γράφει υπερρεαλιστικά, πειραματιζόμενος με νέους τρόπους. Τα «Μονόχορδα» είναι 333 μονόστιχα μέσα στα οποία κλείνεται πολύ συμπυκνωμένη σκέψη του ποιητή.

Γενικά:

Παρ’ ότι χαρακτηρίστηκε στρατευμένος δεν είναι, είναι ένας ποιητής που ονειρεύεται την κατάλυση της τυραννίας, που έγραψε τους στίχους του υπό πολύ δύσκολες συνθήκες. Πληθωρική και δυσπρόσιτη ποίηση που απαιτεί συμμετοχή στην κατανόηση. Ο Αντρέας Καραντώνης, μίλησε για «φραγκμέντα» ως απαραίτητο συστατικό για την κατανόηση της «ποιητικής υδρορροής» του Ρίτσου. Θα τον αναδείκνυαν ως προσωκρατικό φιλόσοφο, μόνο που θα ήταν επικίνδυνο να μη δώσουν την πλήρη εικόνα του ποιητή. Ο Αραγκόν είπε ότι ο Ρίτσος τον συγκίνησε πάντα βαθιά και τον ενέταξε στην «πάστα των ατόφιων ποιητών»


Νικηφόρος Βρεττάκος 1911 - 1991

1911 – Πλούμιστα, (Κροκεές) Σπάρτης

1928 – Αθήνα για Νομικά, τα παρατάει

1929 – «Κάτω από σκιές και φώτα» Πρωτόλεια με δύναμη όμως. Πόνο για τη ζωή παρά το νεαρό της ηλικίας του.

1938. «Το ταξίδι του Αρχάγγελου». 515 στίχοι. Σκάφος με πλήρωμα τις αρετές οδηγείται στην Τροία αλλά στο δρόμο χάνεται. Σκοπός του να χαρίσει στους κατοίκους της Ιθάκης το μυστικό της ευτυχίας. Διάνοια, φλογισμένη φαντασία, ανένδοτη αίσθηση, στα άκρα.

1940: Κρατικό Βραβείο για την μέχρι τότε προσφορά ου.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής σιώπησε.

1956: Δεύτερο Κρατικό Βραβείο. Έχει γράψει πάρα πολλά έργα εκδομένα σε μικρά φυλλάδια

1967. Διαμαρτυρία: Συνταραγμένος από την επταετία. Ποίημα ξεκάθαρα ενάντια στη Χούντα. Το ’67 αυτοεξορίζεται

Γεννήθηκε στις Κροκεές Λακωνίας την 1η Ιανουαρίου 1912. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στο πατρικό του κτήμα στην Πλούμιτσα, κοντά στον Ταΰγετο, και τα μαθητικά του στις Κροκεές και το Γύθειο, από το Γυμνάσιο του οποίου αποφοίτησε. Νέος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για σπουδές που δεν πραγματοποίησε και άσκησε διάφορα επαγγέλματα ως ιδιωτικός υπάλληλος (1930-1938) και έπειτα ως δημόσιος υπάλληλος (1938-1947) και ως φιλολογικός συντάκτης περιοδικών και εφημερίδων. Πήρε μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41 και ύστερα στην Εθνική Αντίσταση. Το 1954 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος στον Πειραιά. Την περίοδο της δικτατορίας (1967-74) έζησε αυτοεξόριστος σε χώρες της Ευρώπης.

Από το παραπάνω πλούσιο έργο είναι καταφανές πως ο Νικηφόρος Βρεττάκος, είναι ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους Έλληνες ποιητές, που διακρίνεται για τον βαθύτατο ανθρωπισμό της ποίησής του και την ιδιομορφία των εμπνεύσεών του. Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Υπήρξε μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Πήρε μέρος σε πολλά ποιητικά συνέδρια και φεστιβάλ στο Λονδίνο, στην Αχρίδα της τότε Γιουγκοσλαβίας κ.α. Τιμήθηκε με δύο Α' Κρατικά Βραβεία (1940 και 1956), Βραβείο Εθνικής Αντίστασης (1945), Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών (1976) με το βραβείο Ουράνη κ.ά.

Η ταξική νότα λείπει από το έργο του. Δίνει έμφαση σε άλλα ιδανικά και χρειάζεται προσπάθεια να εντοπιστεί η ταξικότητά του. Οραματίζεται την παγκόσμια συναδέλφωση. Είναι επίσης και ερωτικός στη «Μαργαρίτα» όπου μέσα στα μάτια της βλέπει τα πάντα. Ολόκληρη η ποίησή του εκφράζει μια υπέρτατη αγωνία.

Τα «Θολά ποτάμια» που αναφέρονται στη φρίκη της κατοχής είναι πολύ δυνατή δημιουργία. Εμπνευσμένο και το ποίημα του «Μάνα και γιος» όπου οι «αντρογυναίκες» του Σολωμού επανέρχονται. Η πυκνότητά του θυμίζει δημοτικό τραγούδι. Ο Βρεττάκος είναι ο ποιητής της αγάπης και της Ειρήνης. Μοντέρνος αλλά όχι υπερρεαλιστής, έδωσε ποίηση ωραία αλλά δύσκολη, που κατάκτησε δικαίως τω λόγω μια καλή θέση στη χορεία των ελλήνων λογοτεχνών.

 

 

Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ’30 - Η ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

 

Η γενιά του ’30 έρχεται αμέσως μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και είναι επηρρεασμένη από αυτή. Η πτώση της Μεγάλης Ιδέας, οι πρόσφυγες και οι χαμένες πατρίδες, δίνουν μια νέα πνοή στους λογοτέχνες

Στρατής Μυριβήλης 1890-1969

1890 – Σκαμνιά Λέσβου, Νομικά Φιλολογία

1912 – Βαλκανικοί Πόλεμοι, τραυματισμός

1915 – «Κόκκινες Ιστορίες» με επιτυχία στη Μυτιλήνη

1923 – Εφημερίδα «Καμπάνα» με τη «Ζωή εν τάφω»

1928 – Ακαδημαϊκός

1969 – Θάνατος

1923: «Η ζωή εν τάφω»: Επιστολές του Λοχία Κωστούλα στη μνηστή του. Αντιπολεμικό. Με πολύ λυρισμό, Στοχασμοί, συναίσθημα, νοσταλγία ειρήνης. Υψηλής λογοτεχνικής αξίας. Ψάξιμο για τη λέξη. Διαβάζεται απνευστί.

1933: «Η δασκάλα με τα χρυσά μαλλιά». Συνέχεια κάπως του προηγουμένου. Ο Λεωνής Δρίβας επιστρέφει από τον πόλεμο. Έντονο ερωτικό συναίσθημα, δικαίωμα στη γη, στη ζωή.

1939: «Βασίλης ο Αρβανίτης». Η καλύτεη ίσως νουβέλλα της ελληνικής πεζογραφίας. Γλωσσική τελειότητα, τέλεια περιγραφή του ήρωα, ενός αδούλωτου παλικαριού. Τραγική μορφή χωρίς ηθικό έρμα

1949: «Η Παναγιά η Γοργόνα» περιγράφει τα δεινά του πολέμου, την προσφυγιά και την περιπλάνειση σε χαμένες πατρίδες μέσα από τη ζωή της Σμαράγδας που τη βίασε ο πατριός της. Τη στηρίζει η ανάμνηση του Λάμπρου που αυτοκτόνησε όταν τον προσέβαλαν.

1950: «Το τραγούδι της ζωής» είναι ένας ύμνος στην Ελληνική Φύση. 


Ηλίας Βενέζης 1904 – 1973

1904 : Αιβαλί Μ. Ασίας, Ηλίας Μέλλος

1912 : Πρόσφυγας στη Μυτιλήνη

1922 : Σύλληψη και τάγματα εργασίας

1923 : Επανασύνδεση με οικογένεια

1924 : Εθνική Τράπεζα (1959 σύνταξη)

1957 : Ακαδημαϊκός

1973 : Θάνατος

 Το έργο του:

1931: «Νούμερο 31328» 14 μήνες αιχμαλωσίας. Δυνατό έργο. Μικρές φράσεις. Μνήμες που θεριεύουν. Ρεαλιστικό. Καλογραμένο. Αγωνιώδες.

1933: «Γαλήνη»: Η δίψα των ξεριζωμένων για νέες πατρίδες. Στιγμές τρυφερότητας και γαλήνης. Δυσκολότερο από το «Νούμερο 31328» καθώς πρόκειται για το «βιβλίο των καλών ανθρώπων» όπως είπε και ο ίδιος. Εδώ η περιγραφή του «σύννεφου»

1943: «Αιολική Γη» Η ζωή και οι αναμνήσεις του μικρού Πέτρου και των αδερφών του από τη Μ. Ασία. Έντονα τα συναισθήματα και οι ψυχικές διακυμάνσεις.

1950: «Έξοδος». Το βιβλίο της Κατοχής


 Γιώργος Θεοτοκάς 1905 – 1966

1905 : Πόλης αλλά καταγωγή Χιώτικη

1922 : Νομικά στο Παρίσι

1923 : Δοκίμιο το «Ελεύθερο Πνεύμα». Δίνει το στίγμα της νέας γενιάς του 1930 και γίνεται το μανιφέστο των εκπροσώπων της.

1931: «‘Ωρες αργίας». Άτεχνο

1936: «Αργώ». Έργο ωριμότητας που τον καθιέρωσε. Δεν έχει ένα συγκεκριμένο ήρωα. Όλα στρέφονται γύρω από την οικογένεια Νοταρά και το φοιτητόκοσμο της εποχής, που πάλλεται από ιδανικά. Ήταν η νεολαία που αποκατάστησε την καταστροφή του ’22 και έδωσε το έπος του 1940. Περνάει το ευρωπαϊκό του πνεύμα στους ήρωές του. Το παραφόρτωμα με ιδέες και στοχασμούς, μερικές φορές κουράζει.

1938: Πιο καλλιτεχνικό και όχι τόσο στοχαστικό το «Δαιμόνιο». Περιγράφει μια φαντασμένη επαρχιώτικη οικογένεια που ένας «δαίμονας» τους άγει και τους φέρει, μέχρι που στο τέλος καταποντίζονται. Προσπάθεια για ψυχογράφημα των ηρώων και πολύ καλοδουλεμένο.

1940: «Ο Λεωνής» Μάλλον αυτοβιογραφικό με εικόνες από την Πόλη. Περιγράφει το μεγάλωμα ενός νέου του 20ου αιώνα

1964 : «Ασθενείς και οδοιπόροι»: Περιγράφει την κατοχή. Χωρίζεται σε τρία μέρη: «Ιερά Οδός» - η κατάρρευση του μετώπου, «Το αρχείο του Μοναχού Τιμόθεου» - η Κατοχή και το τρίτο μέρος που περιγράφει τον εμφύλιο. Αγγίζει τα όρια της πολιτικολογίας στα δύο άλλα εκτός του πρώτου μέρη.

1969. «Καμπάνες»: Η μεταλλαγή ενός ταξιδευτή που πήγε στην Αμερική, τρελάθηκε και στο τέλος πέθανε στο όρος Σινά, οραματιζόμενος την κατάρρευση του πολιτισμού μας.

 

 

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΤΟΥ ΣΑΪΤ

Αυτό το σάιτ χρησιμοποιεί Κώδικα Καταγραφής (ΚωΚ ή cookies) κυρίως για την προβολή διαφημίσεων από την Google - Μάθετε περισσότερα...