Θεωρίες για την ερμηνεία της γλωσσικής ανάπτυξης

Στην εργασία αυτή γίνεται αναφορά στη γλώσσα και τα υποσυστήματά της, καθώς και τις θεωρίες ανάπτυξης της γλωσσικής κατανόησης ενός παιδιού.

Γλώσσα είναι ένα συμβολικό σύστημα σημείων, με τα οποία επικοινωνούν μεταξύ τους τα μέλη μιας γλωσσικής κοινότητας. Το σύστημα αυτό αποτελείται από τέσσερα υποσυστήματα, τα οποία βρίσκονται σε λειτουργική σχέση μεταξύ τους. Το συντακτικό σύστημα κανόνων καθορίζει τις επιτρεπόμενες φράσεις σε μια γλώσσα. Το μορφολογικό σύστημα κανόνων είναι το σύστημα των γραμματικών κανόνουν που διέπουν μια γλώσσα. Το σημασιολογικό είναι εκείνο πο καθορίζει την ερμηνεία των φράσεων, οι οποιες δημιουργήθηκαν από το συντακτικό σύστημα. Τέλος, το σύστημα που ορίζεται ως φωνολογικό, υλοποιεί τις φράσεις σε ακολουθία φθόγγων. Με αυτά τα τέσσερα υποσυστήματα πραγματοποιείται η γλωσσική ανάπτυξη των μελών μιας γλωσσικής κοινότητας, από την αρχή της ζωής της.

Όταν το παιδί κατέχει τα υποσυστήματα που περιγράψαμε υποθέτουμε ότι κατέχει και τη γλώσσα. Διαθέτει την γλωσσική ικανότητα (linguistic competence). Ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιείται η γλώσσα προσδιορίζει το λειτουργικό της στοιχείο που ονομάζεται γλωσσική απόδοση (linguistic performance). Για την μελέτη αυτών των δύο τομέων της γλώσσας έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια ένας ιδιαίτερος κλάδος, ο κλάδος της Ψυχογλωσσολογίας.

Ένα επίσης σημαντικό στοιχείο της γλωσσικής ανάπτυξης είναι και η φωνολογική του επάρκεια. Αναφέρεται στη γνώση που αποκτά το παιδί, ώστε να μπορεί να διακρίνει, να κατέχει και να παράγει τους συνδυασμούς των ήχων της ομιλίας. Η ανάπτυξη του φωνολογικού συστήματος συντελείται πιο έκδηλα στο πρώτο έτος της ζωής το παιδιού. Έτσι αυτή η χρονική διάρκεια των πρώτων 12 μηνών χαρακτηρίζεται ως προπαρασκευαστική περίοδος της γλωσσικής ανάπτυξης. Η φωνολογική ανάπτυξη συνεχίζεται και στα επόμενα χρόνια και ολοκληρώνεται κατά ένα μεγάλο μέρος με το τέλος της προσχολικής ηλικίας.

Υπάρχει ακόμη και η συντακτική ανάπτυξη που ξεκινά στα 2 με 3 χρόνια και αφορά την ανάπτυξη προτάσεων τριών λέξεων, και με δομή "υποκείμενο – ενέργεια – αντικείμενο" (μαμά παίρνει μπάλα), "υποκείμενο – ενέργεια – τόπος" (μαμά πάει έξω).

Στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη περίοδος της συντακτικής ανάπτυξης που ξεκινά από τα 4 και διαρκεί ως τα 6 χρόνια. Στην περίοδο αυτή συντελείται μεγάλη πρόοδος στον τομέα της κατανόησης και παραγωγής του λόγου. Γίνεται ανάπτυξη των γλωσσικών μετασχηματισμών (ερωτήσεις – αρνητικές προτάσεις) .

Υπάρχει ακόμη και "Γλώσσα της οικογένειας" η οποία εξαρτάται από το πόσα παιδιά έχει η οικογένεια, την απόσταση που έχει το ένα με το άλλο, την μόρφωση που έχουν οι γονείς, και από πόσα μέλη αποτελείται καθώς όσο μεγαλύτερη είναι τόσο καλύτερα είναι για το παιδί.

Οι πιο γνωστές θεωρίες για τη γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού, θεμελιώθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στις αναπτυξιακές διαδικασίες. Το μεγαλύτερο μέρος των μελετών αναφερόταν κυρίως στη γραμματοσυντακτική ανάπτυξη της γλώσσας και ένα μόνο μικρό μέρος στη φωνολογική ανάπτυξη. Στην διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, παρουσιάστηκαν σημαντικές μελέτες για το σημασιολογικό μέρος της γλωσσικής ανάπτυξης.

Ορισμένες από αυτές είναι οι εμπειριοκρατικές, με κυριότερη των Συμπεριφορισμό (B.F. Skinner), οι οποίες υποστηρίζουν ότι η απόκτηση της γλώσσας είναι αποτέλεσμα της συσσωρευμένης εμπειρίας, από την επίδραση των περιβαλλοντικών ερεθισμάτων, σύμφωνα με τη μέθοδο της κλασσικής και της συντελεστικής υποκατάστασης.

Οι βιολογικές γενικές θεωρίες που υπάρχουν για το θέμα είναι επηρεασμένες από την φιλοσοφία του ορθολογισμού και υποστηρίζουν ότι η γλωσσική μάθηση οφείλεται στην ύ-ύπαρξη έμφυτων γλωσσικών δομών, οι οποίες ενεργοποιούνται σε συνάρτηση με την βιολογική και γνωστική ωριμότητα. Πρώτος ο Eric Lenneberg (1967) τόνισε την βιολογικά καθορισμένη ικανότητα του ανθρώπου για απόκτηση της γλώσσας. Κύριος εκπρόσωπος της άποψης αυτής είναι ο Noam Chomsky, ο οποίος θεωρεί ότι η γλωσσική ανάπτυξη είναι μια διαδικασία ανακάλυψης των μετασχηματιστικών αρχών που συνδέουν την επιφανειακή δομή μιας συγκεκριμένης γλώσσας (δηλαδή τη φραστική δομή της γλώσσας) με τα υποκείμενα καθολικά στοιχεία της βαθιάς δομής της γλώσσας. Επίσης ο Chomsky υποστηρίζει ότι το παιδί κατορθώνει να ανακαλύψει την καθολική γλωσσική δομή της μητρικής του γλώσσας χάρη σε έναν έμφυτο μηχανισμό που διαθέτει, το «μηχανισμό γλωσσικής απόκτησης» (Language Acquisition Device) L.A.D.

Μια νεότερη ερμηνευτική θεώρηση της γλωσσικής μάθησης παρουσιάζει η γνωστική θεωρία (J Piaget, Macnamara) σύμφωνα με την οποία το παιδί αρχικά, ενεργώντας πάνω στα αντικείμενα του περιβάλλοντός του, αποκτά προγλωσσικές νοητικές αναπαραστάσεις τις οποίες στη συνέχεια μεταφράζει σε γλωσσικές, με τη βοήθεια γενικότερων «μηχανισμών γνωστικής απόκτησης» (Cognitive Acquisition Devices) C.A.D., που συμβάλλουν στη λειτουργία γενικών στρατηγικών μάθησης.

Η θεωρία της «γλωσσικής σχετικότητας» των E. Sapir & B. Whorf υποστηρίζει ότι η γλώσσα επηρεάζει καθοριστικά τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι σκέπτονται ή αντιλαμβάνονται τον κόσμο.

Ο J. Piaget είναι από τους κυριότερους εκπροσώπους της άποψης ότι η γλώσσα εξαρτάται από τη σκέψη και τη νοητική ανάπτυξη του ατόμου (εγωκεντρικός λόγος του παιδιού).

Η θεωρία του L. Vygotsky υποστηρίζει ότι σκέψη και γλώσσα αναπτύσσονται αρχικά ως ανεξάρτητες γνωστικές λειτουργίες: προ-νοητική γλώσσα και προ-γλωσσική σκέψη.

Στην ηλικία των 2 ετών περίπου οι δύο ανεξάρτητες λειτουργίες συναντώνται και συμβάλλουν στην εμφάνιση μιας άλλης μορφής γνωστικής συμπεριφοράς. Η προ-νοητική γλώσσα γίνεται κοινωνική γλώσσα και καθιστά δυνατή τη διεκπεραίωση της εξωτερικής επικοινωνίας, ενώ η προ-γλωσσική σκέψη γίνεται εσωτερικός λόγος και συμβάλλει στην εσωτερική τακτοποίηση των σκέψεων.

Η σπουδαιότητα της γλώσσας για τον άνθρωπο εντοπίζεται στην αναφορική, συναισθηματική, βουλητική, μεταγλωσσική και ποιητική της λειτουργία. Αποτελεί κεντρικό φαινόμενο της ανθρώπινης συμπεριφοράς γιατί είναι μέσο επικοινωνίας, κανάλι αυτοέκφρασης, μέσο σκέψης και προαγωγής της σκέψης, μέσο μεταβίβασης γνώσεων, πολιτισμού, καταγωγής και παράγοντας εθνικής συνοχής. Βέβαια ο κυρίαρχος ρόλος της είναι ο επικοινωνιακός.

 Συμπεράσματα

Αφού αναφερθήκαμε στα χαρακτηριστικά της γλώσσας και τις βασικότερες θεωρίες που περιγράφουν την διαδικασία απόκτησής τους, καταλήγουμε στα εξής συμπεράσματα: Πρέπει να σεβόμαστε την όποια πολιτισμική και γνωστική κληρονομιά των παιδιών. Θα πρέπει να αναγνωρίζεται η λειτουργικότητα της κοινωνικής πολυγλωσσίας και να διαφοροποιούνται οι σχολικές εργασίες σύμφωνα με τις ανάγκες και τις δυνατότητες του κάθε παιδιού. Θα πρέπει επίσης να υπάρχει παράλληλη βοήθεια για την ένταξη στην πραγματικότητα του σχολείο και να καταβάλλεται προσπάθεια αποδόμησης της γλωσσικής διάκρισης των δύο φύλων.

Πηγές:

Μούσιου - Μυλωνά, Ό., 2010, στο https://www.olgamousiou.gr/keimena/2010-08-24-06-44-54/53-2010-08-17-10-46-52.html

Βοσνιάδου Στ., Γνωσιακή Επιστήμη, η νέα επιστήμη του νου, www.cs.phs.uoa.gr /el/courses/cognitive.../cognitive_science2 .pdf

 

 

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΤΟΥ ΣΑΪΤ

Αυτό το σάιτ χρησιμοποιεί Κώδικα Καταγραφής (ΚωΚ ή cookies) κυρίως για την προβολή διαφημίσεων από την Google - Μάθετε περισσότερα...