Η γλώσσα αποτελεί τον κατ’ εξοχήν φορέα του πολιτισμικού προϊόντος της ανθρωπότητας. Μέσω αυτής εξωτερικεύονται τα συναισθήματα, βελτιώνεται η επικοινωνία και η αυτογνωσία. Μεταφέρει σκέψεις, ιδέες και συναισθήματα από έναν άνθρωπο στον άλλο.
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να διερευνηθεί κατά πόσον η γλωσσική ικανότητα αποτελεί μοναδικά ανθρώπινο χαρακτηριστικό, φυλογενετικά προδιαγεγραμμένο, ή αν είναι αποτέλεσμα περιβαλλοντικών παραγόντων και κοινωνικό φαινόμενο μαζί.
Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να τονιστεί ότι η πολυπλοκότητα του γλωσσικού φαινομένου, δεν επιτρέπει μονομερείς απόψεις και απαιτείται, όπως είναι φυσικό, διεπιστημονική προσέγγιση.
Η γλωσσική ικανότητα
Προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε τον όρο «γλώσσα», σε μια πρώτη εμπειρική προσέγγιση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για τον συστηματικό εκείνο τρόπο επικοινωνίας που υλοποιείται κυρίως με τη χρήση ήχων. Εντούτοις δεν αποκλείονται και κάποια άλλα σύμβολα, όπως είναι οι κινήσεις μελών του σώματος, στα οποία αποδίδεται «κατά σύμβασιν» η σημασία μιας συγκεκριμένης έννοιας.
Κάθε γλώσσα διακρίνεται από τρεις ιδιότητες (Hartland, 1994:8):
α) Σημασιολογικό μέρος. Όλες οι λέξεις πρέπει να σημαίνουν τα ίδια πράγματα για όλους όσους μιλούν μια συγκεκριμένη γλώσσα.
β) Η μετάθεση. Η γλώσσα ενός λαού, πρέπει να καθιστά δυνατή την επικοινωνία για το παρελθόν το παρόν και το μέλλον. Το σύστημα, δηλαδή, των πληροφοριών της πρέπει να έχει διαχρονική ισχύ.
γ) Η παραγωγικότητα. Σε κάθε γλώσσα με τον συνδυασμό ενός περιορισμένου αριθμού ήχων και σημάτων, μπορούν να δημιουργηθούν απεριόριστα μηνύματα.
Επιπλέον, η γλώσσα ορίζεται ως σύστημα σημείων που εκφράζουν ιδέες. Κατά τον Saussure, υπάρχει μια τριμερής διάκριση στη γλώσσα, με τις έννοιες: langage - langue - parole
To langage είναι ο ανθρώπινος λόγος, δηλ. δεν είναι η γλώσσα, ούτε απλώς λόγος, ούτε ομιλία. Είναι η γενική ικανότητα του ανθρώπου να συνομιλεί με τον συνάνθρωπό του. To langue είναι το αφηρημένο σύστημα σημείων και κανόνων που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος. To parole είναι η πραγμάτωση του langue, δηλαδή η πρακτική εφαρμογή του, η ομιλία (Χαραλαμπάκης, 1992:18).
Παρ’ όλο που η ικανότητα για απρόσκοπτη γλωσσική επικοινωνία καθίσταται λειτουργική στην ηλικία περίπου των δυόμιση ετών, ήδη από το πρώτο τρίμηνο της ζωής ενός παιδιού υπάρχουν οι πρώτες ενδείξεις ότι ο μηχανισμός για την απόκτησή της είναι εγκατεστημένος. Έτσι, τόσο το κοινωνικό χαμόγελο όσο και η ικανότητα του παιδιού να συνειδητοποιεί και να μοιράζεται νοητικές καταστάσεις με το πρόσωπο που το φροντίζει (Schaffer, 1996), αποτελούν τα προδρομικά στοιχεία σ’ αυτό που αργότερα θα εξελιχθεί σε γλωσσικό επικοινωνιακό σύστημα και θα βασίζεται είτε στους ήχους είτε στα νοήματα (κωφά παιδιά).
Δυσκολίες στην κατανόηση της πολυπλοκότητας του γλωσσικού μηχανισμού
Η ανάπτυξη της γλωσσικής ικανότητας αποτελεί ακόμη και σήμερα γρίφο για τους ερευνητές καθώς οι δομές της είναι εξαιρετικά πολυσύνθετες. Εξ αυτού του λόγου προκύπτουν δύο σημαντικά ζητήματα:
Το πρώτο αφορά τη δυσκολία που υπάρχει στο να γίνει κατανοητό με ποιο τρόπο το παιδί αναγνωρίζει σε τι ακριβώς αναφέρεται μια λέξη, αφού το νοηματικό της περιεχόμενο είναι πολλές φορές ευρύτατο. Για παράδειγμα αν του δείξουμε ένα μήλο προφέροντας είτε «κόκκινο», είτε «μήλο», είτε «νόστιμο», σε κάθε περίπτωση θα γίνει κατανοητό το νόημα, αν και οι διαφοροποιήσεις στο πλαίσιο αναφοράς μπορεί να είναι αμελητέες. (Cole & Cole, 2002: B΄:48)
Το δεύτερο πρόβλημα είναι αυτό της κατανόησης του τρόπου με τον οποίο κατακτάται η γραμματικοσυντακτική δομή. (ό.π.: 51). Από τα πρώτα κιόλας στάδια της διαδικασίας τα παιδιά κατανοούν τον τρόπο εκφοράς του λόγου και αυτόματα γενικεύουν τους κανόνες της, με αποτέλεσμα να κάνουν ορισμένα λάθη που αποδεικνύουν ακριβώς την ικανότητα αυτής της γενίκευσης. Για παράδειγμα ένα πολύ μικρό παιδί μπορεί να ρωτήσει: «γιατί φοβούσαι;» γενικεύοντας με τον τρόπο αυτό τον κανόνα που έχει εσωτερικεύσει για τον τρόπο με τον οποίο κλίνονται όλα τα άλλα ρήματα της γλώσσας (λυπ-ά-μαι / λυπ-ά-σαι, χτυπι-έ-μαι / χτυπι-έ-σαι, άρα και: φοβ-ού-μαι / φοβ-ού-σαι).
Αν και δεν είναι βέβαιο ότι η γλώσσα αποτελεί μοναδικό χαρακτηριστικό των ανθρώπινων κοινωνιών, στις δυτικές κοινωνίες είναι η βάση για τον αλφαβητισμό και την σχολειοποίηση, δύο παράγοντες απαραίτητοι για την ένταξη στο συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο.
Τόσο η γλωσσολογία όσο και η ψυχολογία συγκλίνουν στην άποψη ότι η γλώσσα ως σύστημα αποτελείται από επιμέρους υποσυστήματα, τα οποία συνδέονται και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους με τον τρόπο που παρουσιάζεται στη συνέχεια.
1ο γλωσσικό υποσύστημα: οι ήχοι
Είναι σαφές ότι στους πρώτους μήνες μετά τη γέννηση, τα βρέφη είναι ικανά να παράγουν όλους τους ήχους και τις φθογγολογικές αποχρώσεις που μπορούν να αποδώσουν οι φωνητικές τους χορδές, ακόμη και εκείνους που δεν χρησιμοποιούνται από τη μητρική τους γλώσσα.
Καθώς μεγαλώνουν, στον 9ο μήνα περίπου, η γκάμα αυτή περιορίζεται, οι «άχρηστοι» φθόγγοι του βαβίσματος απορρίπτονται και εντείνεται η προσπάθεια παραγωγής ήχων που να «μοιάζουν» με αυτούς που ακούγονται στο περιβάλλον τους. Η διαδικασία αυτή συνεχίζεται ως και την ηλικία των 2,5 ετών, και υλοποιείται κυρίως με γενικεύσεις και συσχετισμούς, πράγμα που σημαίνει ότι τα παιδιά δεν μαθαίνουν συγκεκριμένους φθόγγους, αλλά το πώς οι φθόγγοι αυτοί συνδυάζονται στο συνολικό επικοινωνιακό σύστημα. Ένα παιδί για παράδειγμα, συνήθιζε να λέει ‘σόνια’ και να εννοεί είτε ‘χιόνια’, είτε ‘Σόνια’. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν γνώριζε ή δεν ήταν σε θέση να εκφέρει το φθόγγο ‘χ’, αλλά απλά ότι η «σύγχυση» δεν το εμπόδιζε στην καθημερινή του επικοινωνία. Όταν χρειάστηκε όμως να πει «Η Σόνια πήγε στα χιόνια», τότε η φράση του έγινε : «Σόνια πήγε χιόνια»! (Κατή, 1996).
2ο γλωσσικό υποσύστημα: οι λέξεις
Οι πρώτες λέξεις παράγονται προς το τέλος του 1ου έτους και είναι αποτέλεσμα της «ερμηνείας» που αποδίδουν οι ενήλικες στα πρώτα αυθαίρετα και δίχως περιεχόμενο βαβίσματα του βρέφους. Μέσω της διαδικασίας της «ενίσχυσης», όπως αυτή περιγράφεται από το συμπεριφοριστικό πρότυπο, τα βρέφη διαπιστώνουν ότι μια συγκεκριμένη αλληλουχία ήχων έχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα (έκπληξη ή χαρά γονέα, χάδι κλπ), με συνέπεια να την υιοθετούν και να την βελτιώνουν μέχρι να συμπέσει με την πραγματική λέξη με την οποία έμοιαζε αρχικά. (Griffin,1983)
Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, συνειδητοποιούν ότι ο τρόπος αυτός λειτουργεί και αντίστροφα κι έτσι χρησιμοποιούν «λέξεις» για να «εκφράσουν» επιθυμίες τους, ή να εννοήσουν τις επιθυμίες των μεγάλων. Οι πρώτες λέξεις συνδέονται μεν με συγκεκριμένα αντικείμενα ή πράξεις, αλλά δεν έχουν αυστηρά καθορισμένες σημασίες. Χρησιμοποιούνται άλλοτε με γενίκευση (λένε «τουτού» και εννοούν όλα τα αυτοκινούμενα οχήματα) και άλλοτε με συμπύκνωση (λένε «μπουκάλι» και εννοούν το δικό τους συγκεκριμένο μπουκάλι και όχι όλα τα μπουκάλια γενικά). Επιλέγονται δε και εντάσσονται στο λεξιλόγιό τους με κριτήριο την δυνατότητα που έχουν να κατηγοριοποιούν τα αντικείμενα σε ένα «μέσο όρο» αφαίρεσης. Επιλέγουν, δηλαδή, να χρησιμοποιήσουν τη λέξη «λουλούδια» για να περιγράψουν είτε ένα σύνολο τριαντάφυλλων, είτε ένα σύνολο διαφόρων ειδών λουλουδιών είτε ακόμη κι ένα σύνολο που αποτελείται από δέντρα και λουλούδια, ακόμη κι αν γνωρίζουν την ευρύτερη λέξη «φυτά» (Anglin, 1977)
Είναι επίσης πολύ πιθανό, οι πρώτες αυτές λέξεις να έχουν μια «ολοφραστική» διάσταση, περιγράφοντας όχι μόνο το αντικείμενο αλλά ολόκληρη η κατάσταση που το εμπεριέχει. Μπορεί δηλαδή να λένε «παπούτσι» και να εννοούν «με χτυπάει το παπούτσι», «μου βγήκε το παπούτσι» κλπ. Εντούτοις επειδή σχεδόν πάντα η λέξη συνοδεύεται και από χαρακτηριστικές χειρονομίες και εκφράσεις του προσώπου, είναι εξίσου πιθανό να αποτελεί, απλά, ένα μόνο στοιχείο μιας σύνθετης επικοινωνίας που περιλαμβάνει τόσο λεκτικές όσο και μη λεκτικές εκφράσεις.
3ο γλωσσικό υποσύστημα: οι φράσεις
Το στάδιο των «ολοφραστικών» λέξεων ακολουθεί η εμφάνιση των «φράσεων» που αποτελούνται από δύο μόνο λέξεις. Στις φράσεις αυτές η σειρά των λέξεων έχει σημαντική αξία, καθώς αν μεταβληθεί, αλλάζει ή και χάνεται το νόημα. Αυτές οι πρώτες φράσεις γίνονται κατανοητές μόνο από τα πολύ κοντινά πρόσωπα και σε συγκεκριμένο πλαίσιο επικοινωνίας
Στην ηλικία των δύο ετών, ωστόσο, το λεξιλόγιο και η δομή των φράσεων βελτιώνονται σημαντικά. Σύντομα κατακτάται η πραγματική γραμματική και συντακτική δομή της γλώσσας με την προσθήκη συνδέσμων, άρθρων, κτητικών επιθέτων κλπ, με αποτέλεσμα την πληρέστερη προσαρμογή του παιδικού λόγου σ’ αυτόν των ενηλίκων. (Brown, 1973)
4ο γλωσσικό υποσύστημα: η χρήση της γλώσσας
Αν οι ήχοι, οι λέξεις και οι φράσεις είναι ό,τι τα οικοδομικά υλικά για μια οικοδομή, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η χρήση της αντιστοιχεί στη διαδικασία του χτισίματος. Όπως για το χτίσιμο απαιτούνται συγκεκριμένες ενέργειες έτσι και για τη χρήση της γλώσσας απαιτείται συγκεκριμένη διαδικασία.
Αρχικά εμφανίζονται οι επικοινωνιακές πράξεις, οι οποίες συνίστανται από πρώιμες προστακτικές ή δηλωτικές αναφορές, όπως για παράδειγμα είναι οι λέξεις «κι άλλο» ή «σκυλάκι». Στη συνέχεια τα παιδιά μαθαίνουν να αναγνωρίζουν τις επικοινωνιακές συμβάσεις και να ακολουθούν τους κανόνες που επιτρέπουν μια σωστή επικοινωνία μιλώντας όσο πρέπει, λέγοντας αλήθεια και όχι ψέματα, μιλώντας με συνάφεια επί του αντικειμένου και με σαφήνεια. (Price, 1975)
Παρ’ όλα αυτά, για μεγάλο διάστημα η επικοινωνία γίνεται υπό το πρίσμα ότι ο συνομιλητής «θα καταλάβει», καθώς μεγάλο μέρος της ερμηνευτικής διαδικασίας εναπόκειται στον ακροατή. Καθώς όμως ολοκληρώνεται η κατάκτηση των σχετικών μηχανισμών, τα παιδιά γνωρίζουν ότι πρέπει να μιλήσουν στα μικρότερα αδέρφια τους με απλούστερη γλώσσα ή μπορούν να καθοδηγήσουν έναν ενήλικα με δεμένα τα μάτια. (Maratsos, 1973)
Η πολυπλοκότητα του γλωσσικού φαινομένου έχει δημιουργήσει έναν σαφή διαχωρισμό μεταξύ των ερευνητών: από τη μια υπάρχουν εκείνοι που διατείνονται ότι το βασικό έδαφος στο οποίο αναπτύσσεται ανάγεται στο βιολογικό πεδίο και έχει γονιδιακό υπόβαθρο, κι από την άλλη όσοι θεωρούν ότι βασικοί παράγοντες για την ανάπτυξη της γλώσσας είναι οι περιβαλλοντικοί. Βέβαια, δε λείπουν και οι συνδυαστικές προσεγγίσεις, αφού ο άνθρωπος δεν γεννιέται tabula rasa αλλά και δεν είναι δυνατό να αναπτυχθεί έξω από κάποιο συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον.
α. Βιολογικοί – γενετικοί παράγοντες και γλωσσική ανάπτυξη
Κύριος υποστηρικτής της άποψης ότι η γλώσσα έχει γενετική βάση είναι ο N. Chomsky. (Φιλιππάκη, 1992:16). Συγκρίνοντας τις ανθρώπινες γλώσσες με τα διάφορα επικοινωνιακά συστήματα που συναντώνται στο ζωικό βασίλειο, εντοπίζονται σημαντικές διαφορές. Συγκεκριμένα η ανθρώπινη γλώσσα :
α) Περιλαμβάνει ένα ευρύτατο λεξιλόγιο, ενώ αντίθετα τα συστήματα των ζώων αφορούν βασικές και συγκεκριμένες έννοιες, όπως πείνα, θυμό, φόβο κλπ.
β) Περιέχει εκφράσεις που δηλώνουν κάτι για το παρόν, παρελθόν και μέλλον, πράγματα που μπορεί να είναι και φανταστικά. Αντιθέτως τα ζώα μπορούν μόνο να περιγράψουν ένα επικείμενο κίνδυνο, όταν το περιβάλλον που βρίσκονται τους το επιβάλλει.
γ) Λειτουργεί σύμφωνα με ορισμένους γραμματικούς κανόνες κι έτσι δίνει την ευκαιρία στον ομιλητή να δημιουργήσει και να συλλάβει άπειρα μηνύματα. Στα ζώα αντίθετα τα μηνύματα που δίνονται αφορούν ένα και μόνο πράγμα, πού π.χ. θα βρουν τροφή ή ότι πλησιάζει κάποιος κίνδυνος.
Τα αποτελέσματα των πειραμάτων σε ζώα, ενισχύουν την άποψη ότι οι ανθρώπινες γλώσσες οφείλονται στη γενετική υπεροχή, παρ’ όλο που κάποιοι χιμπατζήδες χρησιμοποιούν ορισμένα σύμβολα. Δεν μπορούν να συνδυάσουν τα σύμβολα αυτά και να σχηματίσουν μια ολοκληρωμένη πρόταση, γιατί ο σχηματισμός που κάνουν δεν έχει γραμματική δομή (ό.π. σελ. 17-18).
Εκτός των ανωτέρω, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι οι αλλαγές που παρατηρούνται στη συμπεριφορά των παιδιών ηλικίας 2,5 έως 6 ετών οφείλονται στην σταδιακή ωρίμανση του εγκεφάλου. Στο διάστημα αυτό αυξάνεται ο όγκος του κατά 40%, πραγματοποιείται η μυελίνωση, ολοκληρώνονται οι συνδέσεις μεταξύ κροταφικών, ινιακών και βρεγματικών λοβών, αυξάνονται οι συνάψεις που ενισχύουν τη βραχύχρονη μνήμη κλπ.
Το ότι η ανθρώπινη γλώσσα αποκτάται χωρίς καμιά ιδιαίτερη διδασκαλία από τους ενήλικες, αποδεικνύει ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος περιέχει έναν έμφυτο μηχανισμό απόκτησης της γλώσσας (LAD: Language Acquisition Device). Έχοντας, δε, εντοπίσει την ύπαρξη του «αιτιώδους συλλογισμού» σε βρέφη τα οποία δεν έχουν προλάβει ακόμη να αλληλεπιδράσουν με το περιβάλλον, θεωρούν ότι με παρόμοιο τρόπο δημιουργείται και η γλωσσική ικανότητα ως ένας από τους πολλούς «αρθρωτούς επεξεργαστές» που διαθέτει ο ανθρώπινος νους εγγενώς (Carey & Gelman, 1991).
Σε ενίσχυση αυτής της θέσης έρχονται και οι συγκρίσεις παιδιών με σύνδρομο Down με παιδιά που πάσχουν από άλλες μορφές νοητικής υστέρησης και οι οποίες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ορισμένες μορφές γλώσσας αναπτύσσονται ανεξάρτητα από τις υπόλοιπες γνωστικές λειτουργίες.
Είναι επίσης γνωστό ότι κάθε παιδί γεννιέται με τη δική του ιδιοσυγκρασία. Οι έμφυτες αντιδράσεις σε περιβαλλοντικά ερεθίσματα, αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία της προσωπικότητας και τα χαρακτηριστικά τους φαίνεται να προσδιορίζονται γενετικά, παρ’ όλο που ενδέχεται οι πολιτισμικές επιρροές να επιδρούν στην εκδήλωσή τους. Κατά συνέπεια, παρόμοιοι είναι και οι μηχανισμοί που υποστηρίζουν τη γλωσσική ανάπτυξη. (Cole & Cole, 2002 : Α΄, 245)
β. Περιβαλλοντικοί παράγοντες και γλωσσική ανάπτυξη
Όλες οι γνωστές θεωρίες μάθησης, συμπεριλαμβανομένου του συμπεριφορι, των κοινωνιογνωστικών θεωριών, των προτύπων μίμησης και των θεωριών του κοινωνικο-πολιτισμικού πλαισίου, αναγνωρίζουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό μια ιδιαίτερη σημασία στην επίδραση του περιβάλλοντος για τη μάθηση της γλώσσας.
Έτσι, σύμφωνα με τους Skinner και Bandura, η γλώσσα είναι ένα μέσο κατανόησης των αντικειμένων και συνεπώς όταν το παιδί την κατακτά, η σκέψη του αλλάζει δραματικά.
Για τον Piaget, η γλώσσα είναι η λεκτική αντανάκλαση της κατανόησης των εννοιών. Η ολοκλήρωση των επιμέρους σταδίων της, έπεται της ολοκλήρωσης των συγκεκριμένων αναπτυξιακών σταδίων (Sinclair de Zwart, 1967). Διαπιστώνοντας δε, ότι μέχρι και 5 ετών, τα παιδιά ακόμα και όταν συνομιλούν, αναφέρονται στον εαυτό τους και δεν ακούνε το συνομιλητή, υποστήριξε ότι η επικοινωνιακή της λειτουργία εγκαθίσταται αργότερα. (Ουάντσγουερθ, 2002)
Σύμφωνα με τη θεωρία του Vygotsky, η ανάπτυξη συντελείται πάντοτε σε ένα οργανωμένο περιβάλλον, οπότε η κατάκτηση της γλώσσας είναι κι αυτή ένα κοινωνικό φαινόμενο. Σκέψη και γλώσσα έχουν διαφορετικές αφετηρίες, ακολουθούν παράλληλη πορεία για ένα διάστημα και στη συνέχεια συμφύονται ώστε να αποτελέσουν μια αξεχώριστη λειτουργία. Ο ίδιος ερμηνεύει τον «εγωκεντρικό λόγο» του Piaget, ως όργανο της σκέψης η οποία τον χρησιμοποιεί για την ίδια της την «αυτοβελτίωση» (Βιγκότσκι, 1993).
Στην ουσία η διαφορά μεταξύ των δύο έγκειται στο ότι ενώ για τον Piaget η επικοινωνιακή λειτουργία της γλώσσας εμφανίζεται τελευταία, με την εξαφάνιση του εγωκεντρικού λόγου, για τον Vygotsky, η επικοινωνιακή λειτουργία είναι το ίδιο το κίνητρο για την εμφάνιση και την παραγωγή λόγου και ο εγωκεντρικός λόγος λειτουργεί ακριβώς προς αυτή την κατεύθυνση.
Εξετάζοντας προσεκτικότερα την επίδραση των περιβαλλοντικών παραγόντων στη γλωσσική ανάπτυξη, εντοπίζουμε τα παρακάτω ευρήματα:
1. Η απλή έκθεση σε γλωσσικά ερεθίσματα δεν αρκεί. Θεωρείται απαραίτητη η συναλλαγή με άλλους. Παιδιά κωφά, σε αποστερημένο περιβάλλον αναπτύσσουν μεν στοιχεία γλωσσικής δομής, εντούτοις δεν προχωρούν στην επέκτασή της, αν δεν τη διδαχθούν.
2. Για να αναπτυχθεί η γλώσσα είναι απαραίτητη η συμμετοχή στις δραστηριότητες της κοινότητας.
3. Η πρώτη επαφή με μια νέα λέξη γίνεται στο πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτή εκφέρεται και χαρτογραφείται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί στη συνέχεια να χρησιμοποιηθεί σε παρόμοιες καταστάσεις.
4. Η εκμάθηση της γλώσσας επιτυγχάνεται στο πλαίσιο μιας διαρκούς αλληλεπίδρασης κοινωνικού πλαισίου και καθοδηγούμενων διεργασιών.
5. Σε όλες τις κοινωνίες και με οποιοδήποτε εθνοτικό υπόβαθρο, οι ενήλικες υιοθετούν έναν ειδικό τόνο στη φωνή και απλοποιούν το λόγο τους όταν επικοινωνούν με μικρά παιδιά. Ωστόσο, δεν έχει αποδειχθεί ότι συγκεκριμένες τεχνικές αποδίδουν καλύτερα ως προς την ταχύτερη ή πληρέστερη εκμάθηση της γλώσσας.
γ. Περιβαλλοντικοί vs γενετικοί παράγοντες
Έχοντας υπόψη τις διάφορες θεωρητικές προσεγγίσεις, είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι τα παιδιά αποκτούν τα βασικά στοιχεία της γλώσσας χωρίς ιδιαίτερη διδασκαλία, καθώς οι απαραίτητες δομές κληρονομούνται σ’ αυτά γονιδιακά. Εντούτοις για να επιτευχθεί η γλωσσική ανάπτυξη σε όλο της το εύρος, απαιτείται η συμμετοχή του παιδιού σε κοινωνικές δραστηριότητες, μέρος των οποίων είναι και η γλώσσα, ώστε να μπορούν να έρχονται σε επαφή με αυτήν, να την ακούν ή να τη βλέπουν.
Με βάση όσα προαναφέρθηκαν, διαπιστώνεται ότι η γλώσσα είναι μια αμιγώς ανθρώπινη ιδιότητα, αν και πρωτόγονες μορφές της απαντώται σε διάφορα ήδη του ζωικού βασιλείου.
Η μελέτη της αναπτυξιακής διαδικασίας εντοπίζει ορισμένες δυσκολίες σε ότι αφορά τον τρόπο με τον οποίο κατακτάται η γραμματικοσυντακτική δομή της γλώσσας αλλά και το σύστημα αναφοράς μέσα στο οποίο λειτουργεί. Οι ήχοι, οι λέξεις, οι φράσεις και η χρήση της γλώσσας αποτελούν αλληλεπιδρώντα υποσυστήματα και εξελίσσονται παράλληλα.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι ο μηχανισμός για την απόκτησή της είναι εγκατεστημένος από τη στιγμή της γέννησης και είναι γονιδιακά προδιαγεγραμμένος. Κύριος υποστηρικτής αυτής της άποψης είναι ο N. Chomsky, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος περιέχει έναν έμφυτο μηχανισμό απόκτησης της γλώσσας.
Στον αντίποδα, οι θεωρίες μάθησης προβάλλουν τους περιβαλλοντικούς παράγοντες ως κυριότερη αιτία της γλωσσικής ανάπτυξης. Τόσο οι συμπεριφοριστές όσο και οι κοινωνιογνωστικοί επιστήμονες, θεωρούν ότι χωρίς την κοινωνική αλληλεπίδραση, την σκόπιμη διδασκαλία και το πολιτισμικό υπόβαθρο, δεν θα υπήρχε γλώσσα.
Συνδυάζοντας, τις δύο θέσεις, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το περιβάλλον επιδρά και καθορίζει τον βαθμό της γλωσσικής επάρκειας, ο οποίος όμως στηρίζεται σε βιολογικούς και γονιδιακούς παράγοντες που κληρονομούνται από την ημέρα της σύλληψης.
Anglin J.M., World, object and conceptual development, W.W. Norton, New York, 1977
Brown R., A first language: The early stages, Harvard University Press, Cambridge 1973
Cole Μ. & Cole S, «Η Ανάπτυξη των παιδιών», Τυπωθήτω, Αθήνα 2002
Griffin P., Personal Communication, 1983
Hartland J., Γλώσσα και σκέψη, (μετ. Κυριακή Συρμάλη), Ελληνικά γράμματα, Αθήνα 1994
Sinclair de Zwart, Acquistition du langage et development de la pensee, Dunod, Paris, 1967
Βιγκότσκι Λεβ, (1934), Σκέψη και Γλώσσα, μετάφραση Αντζελίνα Ρόδη, Γνώση (2η εκδ), Αθήνα, 1993
Κατή Δ. Γλώσσα και Επικοινωνία στο Παιδί, Οδυσσέας, Αθήνα 1996
Κολιάδης Ε. (2002), Γνωστική ψυχολογία, γνωστική νευροεπιστήμη και εκπαιδευτική πράξη. Μοντέλο επεξεργασίας πληροφοριών, Αυτοέκδοση, Αθήνα
Ουάντσγουερθ Γ. Μ., (2002), Η θεωρία του Ζαν Πιαζέ για γνωστική και συναισθηματική ανάπτυξη, Καστανιώτης, Αθήνα
Φιλιππάκη - Warburton E., Εισαγωγή στη θεωρητική γλωσσολογία, Νεφέλη, Αθήνα 1992
Χαραλαμπάκης Χ., Νεοελληνικός Λόγος, Νεφέλη, Αθήνα, 1992
ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΤΟΥ ΣΑΪΤ
Αυτό το σάιτ χρησιμοποιεί Κώδικα Καταγραφής (ΚωΚ ή cookies) κυρίως για την προβολή διαφημίσεων από την Google - Μάθετε περισσότερα...