Διον. Κ. Παρούτσας
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ |
Προσπάθειες αντιμετώπισης του προβλήματος Η κατηγοριοποίηση του κίνδυνου Οι υπάρχουσες βοήθειες και λύσεις του προβλήματος Πώς αντιμετωπίζουν τον εαυτό τους |
Στην παρούσα εργασία θα αναφερθούμε στα παιδιά του δρόμου, στα παιδιά των φαναριών και τις συνθήκες που τα οδήγησαν εκεί, τους τρόπους μεταχείρισης τους από τους γονείς τους, τους εκμεταλλευτές τους, τους διώκτες τους.
Θα αναφερθούμε στους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να αντιδράσουμε ως κοινωνία, πώς μπορούμε να τα βοηθήσουμε να ξεφύγουν από αυτό τον κυκεώνα της κακοποίησης της ψυχής και του σώματος τους.
Επίσης σε ποια ιδρύματα θα πρέπει να απευθυνθούμε, αλλά περισσότερο κοινωνικούς φορείς που είναι πιο συναρμόδιοι για να ξεκινήσουν την όλη δράση εντοπισμού και βοήθειας αυτών των παιδιών καθώς και τους τρόπους αντιμετώπισης στα αρμόδια ιδρύματα μεταφοράς τους, για την κατάλληλη ανθρωπιστική, ψυχολογική και σωματικής ανάπτυξης αυτών των παιδιών για να βγουν άξιοι πολίτες στην κοινωνία μας.
Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Το Βήμα" (Λιανός,1998) αναφέρεται ότι τα φανάρια που ρυθμίζουν την κυκλοφορία στους δρόμους της Αττικής έχουν μετατρέψει αυτά τα σημεία των δρόμων σε μια ιδιόμορφη αγορά. Όσο διαρκεί το κόκκινο, αρκετά νεαρά κυρίως άτομα προσφέρουν στους οδηγούς των σταματημένων αυτοκινήτων διάφορα αγαθά και υπηρεσίες. Άλλοι προσφέρουν λουλούδια σε χαμηλή τιμή, άλλοι προσφέρονται να σου καθαρίσουν το μπροστινό τζάμι για ό,τι ποσό έχεις την ευχαρίστηση να δώσεις, άλλοι επιδεικνύουν ακρωτηριασμένα μέλη του σώματός τους ζητώντας την βοήθεια των εποχουμένων. Μαζί με αυτούς, μικρά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, με κατάλληλη για την περίπτωση εμφάνιση, δηλαδή βρώμικα, αχτένιστα και κακοντυμένα, ζητούν τον οβολό σας.
Η τελευταία αυτή περίπτωση, δηλαδή, των μικρών παιδιών έχει προκαλέσει ένα ερώτημα στο οποίο έχουν δοθεί δύο αντίθετες απαντήσεις. Το ερώτημα είναι: πρέπει κανείς να βοηθάει τα μικρά αυτά παιδιά δίδοντας ένα μικροποσόν, ή όχι; Η μια απάντηση είναι αρνητική και υποστηρίζει ότι η επαιτεία είναι κοινωνικό φαινόμενο και πρέπει να αντιμετωπισθεί από την πολιτεία, όχι ατομικά από τον κάθε πολίτη. Αν μια κοινωνία είναι συγκροτημένη με τρόπο που επιτρέπει, ή προκαλεί φαινόμενα επαιτείας, τότε η λύση δεν μπορεί να προέλθει παρά μόνο από την εξέταση και την εξαφάνιση των μηχανισμών που την προκαλούν, στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό.
Η άλλη απάντηση είναι θετική, και υποστηρίζει ότι η κοινωνία ως σύνολο δεν θα μπορέσει ποτέ να εξαφανίσει την επαιτεία. Σε κάθε κοινωνία υπάρχουν δυνάμεις και μηχανισμοί που φέρνουν οικογένειες και άτομα σε κατάσταση απελπισίας, μια δε διέξοδος είναι η, προσωρινή έστω, αναζήτηση βοήθειας μέσω της επαιτείας. Επιπλέον, ανεξαρτήτως των λόγων που εξωθούν ένα άτομο στην επαιτεία, η απλή ανθρώπινη συμπόνια για τα πάθη ενός συνανθρώπου, και ιδιαίτερα ενός μικρού παιδιού, είναι αρκετή για να οδηγήσει κάποιον στην απόφαση να προσφέρει την ασήμαντη γι' αυτόν βοήθεια.
Είναι φανερό ότι και οι δύο απαντήσεις έχουν ισχυρή βάση. Τα επιχειρήματα της μιας άποψης δεν αναιρούν τα επιχειρήματα της άλλης. Ο κάθε πολίτης μπορεί να κρίνει και να αποφασίσει, αν θα δώσει ή αν θα αρνηθεί τη μικρή του βοήθεια στα παιδιά των φαναριών, όπως έχουν χαρακτηρισθεί.
Η ανθρωπότητα αγωνίζεται να εξαλείψει τη σκληρότητα και την αγριότητα που για χιλιετηρίδες έχουν στιγματίσει την ιστορία της. Ακόμη και σήμερα όμως ο κόσμος μας χαρακτηρίζεται από την απανθρωπιά και την εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο και από την παραγνώριση ακόμη και των στοιχειωδέστερων σε ορισμένες περιπτώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων (Γιουβάκη,2008).
Η φτώχεια σήμερα είναι μια πραγματικότητα ένα από τα πιο εμφανή φαινόμενα της φτώχειας είναι ο αυξανόμενος αριθμός των παιδιών του δρόμου. Ο διεθνώς αποδεκτός όρος «παιδιά του δρόμου» προσδιορίζει τις συνθήκες ζωής εκατομμυρίων παιδιών που είναι άπορα, άστεγα και εγκαταλελειμμένα. Και αν δεν συμβαίνει ακριβώς αυτό, δηλαδή να το να ζουν όλα στο δρόμο με τη στενή έννοια του όρου, είναι τα παιδιά που περνούν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους στο δρόμο, αφού εκεί εργάζονται για να επιβιώσουν.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις των Ηνωμένων Εθνών, στις μεγαλουπόλεις και στις παραγκουπόλεις όλου του κόσμου, από την Ευρώπη ως την Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική σχεδόν 100 εκατομμύρια παιδιά ζουν στους δρόμους και επιβιώνουν με κάθε τρόπο, εύκολα θύματα σε κάθε μορφής εκμετάλλευση. Μόνο στη Βραζιλία αυτά τα παιδιά υπολογίζονται στα 17 εκατομμύρια, στη Μανίλα των Φιλιππίνων ανέρχονται στις 100.000, ενώ στη χώρα μας ο αριθμός των παιδιών κάτω των 14 ετών που έστω εργάζονται παράνομα υπολογίζεται στις 5.000.
Οι βασικότεροι από τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν αυτά τα παιδιά είναι το άσχημο έως τραγικό επίπεδο διαβίωσης και διατροφής, η έλλειψη στέγης, η αδυναμία πρόσβασης σε ιατρικές υπηρεσίες, η αδυναμία τακτικής παρακολούθησης του σχολείου, η βία και η εγκληματικότητα στους δρόμους, η πίεση για χρήση και διακίνηση ναρκωτικών, η σεξουαλική εκμετάλλευση και κακοποίηση, ο ακρωτηριασμός ή ακόμα και η φόνευσή τους από εμπόρους οργάνων, ο κοινωνικός αποκλεισμός και η περιθωριοποίηση.
Μόνο στην Αφρική τουλάχιστον ένα εκατομμύριο παιδιά πέφτουν θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης σε οίκους ανοχής, μπαρ και στους δρόμους. Συχνά είναι εύκολη λεία για κυκλώματα εμπορίας οργάνων για μεταμοσχεύσεις. Πολλά αναγκάζονται να κάνουν δύσκολες και επικίνδυνες εργασίες και τραυματίζονται σε σοβαρά ατυχήματα. Άλλα επιβιώνουν με την επαιτεία, τις μικροκλοπές, την πορνεία ή κάποια άλλη περιθωριακή δραστηριότητα. Στην ίδια κατηγορία εντάσσεται επίσης μια πολύ μεγαλύτερη ομάδα παιδιών που ζουν με τους γονείς τους αλλά εργάζονται στους δρόμους για να συνεισφέρουν στην επιβίωση των πολυμελών οικογενειών τους. Σε πολλές περιπτώσεις τα παιδιά αυτά προσφέρουν τις μοναδικές πηγές εισοδήματος για την οικογένεια, εργαζόμενα ως μικροπωλητές, λούστροι, αχθοφόροι, ρακοσυλλέκτες, καθαριστές αυτοκινήτων κλπ.
Ειδικά για τα παιδιά, η ιστοσελίδα της UNICEF αναφέρει τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού με 54 Άρθρα, που υιοθετήθηκε ομόφωνα από τη Γεν. Συνέλευση του ΟΗΕ στις 20 Νοεμβρίου 1989, τέθηκε σε ισχύ το 1990 και έχει επικυρωθεί σήμερα από όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου, με τον πρώτο παγκόσμιο νομικά δεσμευτικό κώδικα για τα δικαιώματα που όλα τα παιδιά πρέπει να απολαμβάνουν, με τις στοιχειώδεις αρχές για την ευημερία των παιδιών στα διάφορα στάδια της εξέλιξής τους. Ποια είναι αυτά τα δικαιώματα; Μεταξύ άλλων τα παρακάτω:
Κανένα από τα παραπάνω δικαιώματα δεν έχουν τα παιδιά των δρόμων. Και πάνω απ’ όλα το δικαίωμα στην αγάπη και τη φροντίδα.
Παιδιά των φαναριών, των λουλουδιών, της ζητιανιάς, ακόμη χειρότερα των πορνείων και των απάνθρωπων συνθηκών εργασίας, που δεν περνούν τις μέρες τους στο σχολείο και τις νύχτες τους στο ασφαλές οικογενειακό περιβάλλον τους, που δεν δέχονται πολύ συχνά ούτε το χάδι των γονιών τους. Παιδιά που συναντάμε και στη χώρα μας, μεγαλώνουν δίπλα μας και δίπλα στα «δικά μας παιδιά», και είναι θύματα και της δικής μας αδράνειας και αδιαφορίας. Στερούνται την παιδική τους ηλικία και ενηλικιώνονται πρόωρα, βιώνοντας συνθήκες εκμετάλλευσης, ψυχολογικής και σωματικής βίας, σε συνθήκες που προδιαγράφουν ένα μέλλον περιθωριοποίησης και κοινωνικού αποκλεισμού. Καταδικάζονται σε ένα μέλλον το οποίο θα αντιμετωπίσουν χωρίς κανένα εφόδιο κοινωνικό, ψυχολογικό ή μορφωτικό, χωρίς εποπτεία στο μεγάλωμά τους, χωρίς προστασία και καθοδήγηση, συχνά ωθούμενα στην παραβατικότητα προσπαθώντας να εξασφαλίσουν την επιβίωση.
Τα παιδιά του δρόμου ζουν μια οδυνηρή, επικίνδυνη και ανθυγιεινή ζωή. Είναι γνωστό ότι πάσχουν από πολλές ασθένειες που οφείλονται στον υποσιτισμό και τις λοιμώξεις, όπως η αναιμία, η χολέρα και η φυματίωση, ενώ ζουν υπό το συνεχή κίνδυνο των σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων. Εκτίθενται επίσης σε μια ποικιλία τοξινών από το περιβάλλον στο οποίο διαβιώνουν καθώς και από τα τρόφιμα που καταναλώνουν. Τα περισσότερα παιδιά στις παραγκουπόλεις του Μπαγκλαντές, της Αιθιοπίας, της Αϊτής, του Νεπάλ, του Νίγηρα είναι σοβαρά υποσιτισμένα. Στο Μπαγκλαντές πάνω από 100 χιλιάδες παιδιά πεθαίνουν κάθε χρόνο από διάρροια εξαιτίας των μολυσμένων νερών. Παιδιά παραγκουπόλεων της Αιγύπτου ή της Γουατεμάλας έχουν πολύ μικρότερες πιθανότητες να τελειώσουν το Δημοτικό απ’ότι τα παιδιά που ζουν σε κανονικές πόλεις της ίδιας χώρας. Ο αριθμός δε των ανθρώπων που ζουν σε παραγκουπόλεις αυξάνεται τα τελευταία χρόνια ραγδαία, και σύμφωνα με τον ΟΗΕ το 2030 οι φαβέλες παγκοσμίως θα αριθμούν πάνω από 2 δις. κατοίκους.
Τα παιδιά του δρόμου βρίσκονται επίσης σε μόνιμο κίνδυνο κακοποίησης. Οι έρευνες έχουν δείξει ότι το 86% εξ αυτών εντοπίζουν τη βία ως ένα σημαντικό πρόβλημα στη ζωή τους και ότι τα μισά από αυτά έχουν υποστεί κάποια μορφή βιασμού. Μεγάλο ποσοστό των παιδιών υποφέρει από ψυχολογικά και νοητικά προβλήματα που προκύπτουν από ένα αγχωτικό παρελθόν, δραματικές αλλαγές στον τρόπο ζωής τους, από τη χρήση ψυχοδραστικών ουσιών, τη συναισθηματική επιθετικότητα, τις ψυχιατρικές διαταραχές ή μαθησιακές δυσκολίες.
Η εμπορική σεξουαλική εκμετάλλευση των παιδιών είναι μια κρυφή πληγή, επομένως ακριβή στοιχεία είναι δύσκολο να βρεθούν. Επειδή τα παιδιά κυρίως διακινούνται μέσω ενός κρυφού δικτύου εμπόρων, το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητας αυτής δεν φθάνει ποτέ στο φως. Σε πολλές χώρες δεν αναγνωρίζεται καν ως πρόβλημα. Η εμπορία του σεξ είναι μια αγορά δισεκατομμυρίων στην οποία υπολογίζεται ότι εισέρχονται κατά προσέγγιση ένα εκατομμύριο παιδιά το χρόνο, κυρίως κορίτσια.
Όπως αποκαλύπτουν οι ακόλουθοι αριθμοί από τις στατιστικές της UNICEF η σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα: 100 χιλιάδες στις Φιλιππίνες, περίπου 300 χιλιάδες στις ΗΠΑ, 400 χιλιάδες στην Ινδία, 100 χιλιάδες στη Βραζιλία, 100 χιλιάδες στην Ταϊβάν, 35 χιλιάδες στη Δυτική Αφρική, 200 χιλιάδες στην Ταϊλάνδη, 175 χιλιάδες στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη. Αλλά και στη χώρα μας όπως έδειξε πρόσφατη έρευνα το 7% του γενικού κοινού δηλώνει ότι γνωρίζει κάποιο ή κάποια παιδιά που έχουν πέσει θύματα εκμετάλλευσης, ενώ από αυτούς το 33,8% αναφέρεται σε περιστατικά παιδικής πορνείας. Οι αιτίες πίσω από την εμπορική σεξουαλική εκμετάλλευση των παιδιών περιλαμβάνουν τη φτώχεια, τις διακρίσεις με βάση το φύλο, τον πόλεμο, το οργανωμένο έγκλημα, την παγκοσμιοποίηση, την απληστία, παραδόσεις και πεποιθήσεις, τη δυσλειτουργία της οικογένειας και το εμπόριο ναρκωτικών.
Υπάρχουν ελάχιστες πιο απεχθείς παραβιάσεις των δικαιωμάτων των παιδιών από τη σεξουαλική κακοποίηση και εκμετάλλευση. Τα τραύματα που προκαλούνται με αυτόν τον τρόπο παραμένουν για πολύ καιρό. Παιδιά θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης υποφέρουν – τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά - για όλη τους τη ζωή και συχνά αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τον πρόωρο θάνατό τους. Σε ορισμένες χώρες ο «σεξοτουρισμός» εντάσσεται πλέον στη «βαριά βιομηχανία» τους, με σχετικούς τουριστικούς οδηγούς με διευθύνσεις οίκων ανοχής με παιδιά, και υψηλή ποιότητα εξυπηρέτησης και προστασίας, ενώ παρέχουν ακόμα και νομικές συμβουλές από οργανωμένα δικηγορικά γραφεία! Οι συνέπειες για τα παιδιά αυτά είναι ολέθριες, και όσον αφορά την ψυχική εκθεμελίωση, αλλά και την σωματική ακεραιότητα.
Ο όρος «παιδιά του δρόμου» λαμβάνει στην τρέχουσα γλώσσα αρνητική χροιά, καθώς η λέξη «δρόμος» συνδέεται με το έγκλημα, την αλητεία και την παραβατικότητα. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1990 δεν είχε γίνει καμία προσπάθεια διάκρισης μεταξύ ανήλικων παραβατών και των παιδιών που ζουν και εργάζονται στους δρόμους. Διεθνείς οργανισμοί έχουν κατηγοριοποιήσει τα παιδιά που επιβιώνουν σε δύσκολες περιστάσεις σε δύο κύριες ομάδες:
Ένα παιδί του δρόμου δεν έχει κατ’ ανάγκη παραβατική συμπεριφορά. Ωστόσο, οι μελέτες δείχνουν πως η φτώχεια, η ανεπαρκής νομοθεσία και οι ισχύουσες κοινωνικές συνθήκες ωθούν παιδιά του δρόμου στο έγκλημα και την παραβατικότητα. Στην μεγάλη παραγκούπολη Κιμπέρα του Ναϊρόμπι διέξοδο στα προβλήματα της καθημερινότητας δίνει και το μποξ, και μάλιστα ένα αθλητής από την Κιμπέρα κατάφερε να φτάσει στους Ολυμπιακούς του Πεκίνου. «Οι νέοι εδώ έχουν μέσα τους τόση οργή και απογοήτευση, η οποία, αν διοχετευθεί σωστά, μπορεί να τους μετατρέψει σε άριστους μποξέρ» τονίζει ένας προπονητής. Ωστόσο, οι περισσότεροι νέοι επιλέγουν τη συμμετοχή σε συμμορίες, την παρανομία και το έγκλημα. Το εφιαλτικό παρόν μας προϊδεάζει για ένα ακόμα ζοφερότερο μέλλον.
Ο αριθμός των παιδιών και των νέων που ζουν στο δρόμο αυξάνεται δραματικά και στην Ευρώπη. Σύμφωνα με εκτιμήσεις ΜΚΟ, αυτό το διάστημα ζουν στους δρόμους της Ευρώπης περίπου 150-250 χιλιάδες παιδιά. Ως εκ τούτου δεν πρόκειται για πρόβλημα που αφορά μόνο τις αναπτυσσόμενες χώρες όπου βέβαια το φαινόμενο έχει πάρει τραγικές διαστάσεις
Στη Σρι Λάνκα των παραγκουπόλεων και των εξαθλιωμένων αγροτικών περιοχών όπου η φτώχεια αφορά έναν στους τέσσερις κατοίκους, του υποσιτισμού, των επιδημιών λόγων των συνθηκών διαβίωσης, του εμφυλίου που ισοπέδωσε τις υποδομές της χώρας και έπειτα του χτυπήματος από το τσουνάμι το Δεκέμβριο του 2004, τεράστιο ποσοστό των παιδιών είναι αναγκασμένο να δουλεύει και να μην πηγαίνει σχολείο, διαβιώνοντας με ελάχιστα εφόδια.
Στις Φιλιππίνες στο ένα εκατομμύριο συνολικά υπολογίζονται τα άστεγα παιδιά στους δρόμους ή, άλλα παιδιά μοχθούν σκληρά για να συνεισφέρουν στη φτωχή τους οικογένεια.
Στο Μεξικό οι αρχές πρότειναν με σχέδιο νόμου την «απαγόρευση» της παρουσίας των παιδιών στους δρόμους των πόλεων ώστε να τις καθαρίσουν από το κοινωνικό πρόβλημα και να κουκουλώσουν το μέγα θέμα της φτώχειας. Οι κρατικές και δημοτικές αρχές προτάθηκε να υποχρεούνται να «μαζεύουν» τα παιδιά που ζουν ή δουλεύουν στους δρόμους και να τα δίνουν στη φροντίδα κοινωνικών ιδρυμάτων, αλλιώς οι εκάστοτε αρχές θα πληρώνουν πρόστιμο! Οργανισμοί για τα δικαιώματα του παιδιού με επιστολή στους γερουσιαστές υποστήριξαν ότι το εν λόγω νομοσχέδιο «εγκληματοποιεί» τη φτώχεια, από την οποία υποφέρει ο μισός πληθυσμός της χώρας - και η παγκόσμια κρίση εντείνει την κατάσταση. Πολλά από τα παιδιά αυτά κάνουν χρήση ναρκωτικών ουσιών και είναι οργανωμένα σε συμμορίες.. Οι πολιτικές «καθαρισμού των δρόμων» από κυβερνήσεις στη Νότιας Αμερικής ξεκίνησαν από τη δεκαετία του 1990. Τα παιδιά που στέλνονται στα ιδρύματα απλώς το σκάνε την επόμενη μέρα.
Αλλά και στο Βελιγράδι, περισσότερα από 500 παιδιά – κυρίως αθίγγανων - ζουν και εργάζονται στους δρόμους της πόλης αγωνιζόμενα για την επιβίωση και ερχόμενα πολλές φορές σε σύγκρουση με το νόμο. Πολλά είναι πρόσφυγες από άλλες περιοχές της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Τα παιδιά αυτά κοιμούνται μέσα σε φρεάτια αποχέτευσης, σε χαρτοκιβώτια ή σε κατεστραμμένα κτίρια. Συχνά ζητιανεύουν στους δρόμους, ή σταματούν αυτοκινητιστές για να καθαρίσουν τα παρμπρίζ των αυτοκινήτων τους. Πρόσβαση σε ιατρική περίθαλψη ή στην εκπαίδευση δεν έχουν. Η τοξικομανία είναι ένα άλλο σύνηθες πρόβλημα εκεί.
Στην παγωμένη Μόσχα των έως και κάτω από -20 βαθμών κελσίου τα παιδιά των δρόμων αποδεικνύονται αρκετά ευρηματικά. Κυκλοφορούν κυρίως μέσα στο μετρό, κοιμούνται σε κοιλώματα των εγκαταστάσεων κοντά στα καλοριφέρ, προσπαθώντας να αποφύγουν τους αστυνομικούς που τα διώχνουν όταν τα πιάνουν να ζητιανεύουν. Όμως κάποιες προσπάθειές τους για να ζεσταθούν αποδεικνύονται ιδιαίτερα επικίνδυνες’ κάποια πρόχειρα καταλύματα πιάνουν φωτιά ή προκαλούν επικίνδυνα βραχυκυκλώματα. Τα κουρελιασμένα ρούχα τους και τα τρύπια παπούτσια τους δεν τους παρέχουν αρκετή προστασία από το κρύο και εισπνέουν κόλλα με προφανείς σοβαρές επιπτώσεις «Εισπνέουμε κόλλα για να μην παγώσουμε. Όταν εισπνέεις κόλλα νιώθεις πολύ πιο ζεστός. Έχεις ζαλιστεί και δε σε νοιάζει το κρύο».
Η χώρα μας έχει υπογράψει μία διμερή συμφωνία με την Αλβανία για το συντονισμό των δράσεων των δύο χωρών με στόχο την αντιμετώπιση της διακίνησης παιδιών από την Αλβανία στην Ελλάδα και την εκμετάλλευσή τους, καθώς η πλειοψηφία των παιδιών που διαβιώνουν στους δρόμους της χώρας μας είναι αλβανικής καταγωγής και κυρίως της φυλής Ρομ, άλλοτε με τη συνέργεια των γονιών τους και άλλοτε χωρίς αυτοί να γνωρίζουν την αλήθεια για την τύχη τους. Η συμφωνία αυτή δίνει έμφαση στη προστασία των θυμάτων κι όχι στη δίωξη των εγκληματιών δουλεμπόρων. Άλλες εθνικότητες που συναντάμε στον πληθυσμό των παιδιών του δρόμου στην Ελλάδα είναι η αφγανική, η ιρακινή, η σερβική, η κουρδική, η πακιστανική και άλλες. Πουλάνε κυρίως χαρτομάντιλα, λουλούδια ή μικροαντικείμενα, τραγουδούν και παίζουν μουσική στο δρόμο ή ζητιανεύουν. Από έρευνα της UNICEF μαθαίνουμε ότι οι συνολικές εισπράξεις που εξασφαλίζουν στους «εργοδότες» τους, είτε είναι πράγματι οι γονείς τους είτε όχι, είναι δυσθεώρητες (το 2000 υπολογίστηκαν στο 1 δις δραχμές το μήνα). Εργάζονται έως και ολόκληρη την ημέρα ή τη νύχτα, πολύ μικρό ποσοστό τους πηγαίνει σχολείο και ελάχιστα όνειρα κάνουν για το μέλλον τους, πράγμα που οφείλεται στην καθημερινή τους αγωνία για τις άμεσες ανάγκες και στο φόβο που συνεχώς τα περιτριγυρίζει. Είναι χαρακτηριστικό ότι μεγάλο ποσοστό ονειρεύονταν απλά όταν μεγαλώσουν να έχουν φαγητό για να τρώνε.
Επίσης στη χώρα μας εισέρχονται πλήθος ασυνόδευτων ανηλίκων, μεταναστών και προσφύγων, κατά κύριο λόγο προερχόμενα από το Αφγανιστάν και άλλες χώρες που πλήττονται από ένοπλες συγκρούσεις, όπως η Σομαλία και το Ιράκ, αλλά και αλλού. Τα παιδιά αυτά τυγχάνουν πρόχειρης έως και απάνθρωπης μεταχείρισης από τις αρχές, από ανειδίκευτο προσωπικό (λιμενικούς, αστυνομικούς κλπ) που δεν τα ενημερώνει για τις δυνατότητες που έχουν να διαχειριστούν την τύχη τους (πχ να κάνουν αίτηση για άσυλο), συχνά κακοποιούνται βάναυσα (με ξύλο, εξευτελισμούς, ακόμα και εικονική εκτέλεση έχει καταγραφεί), στοιβάζονται μαζί με ενήλικες σε άθλιους καταυλισμούς ή στέλνονται τελικά στην Αθήνα για να κοιμηθούν σε πάρκα ή σε ελεεινά υπερπλήρη καταλύματα, έστω και στο πάτωμα, πληρώνοντας ακόμη και ενοίκιο γι’ αυτή την «παροχή», με το ενδεχόμενο να συλληφθούν, να κρατηθούν εκ νέου και να κινδυνεύουν να απελαθούν ξανά. Αυτά τα παιδιά παλεύουν μόνα τους. Τα μεροκάματά τους είναι σε δουλειές επικίνδυνες και βαριές. Ιδιαίτερα ευάλωτα είναι τα κορίτσια, όπου αναλαμβάνουν τα κυκλώματα πορνείας. Η πρόσβαση σε υπηρεσίες μέριμνας είναι πολύ περιορισμένη και οι σχετικές διαδικασίες ελάχιστα εφαρμόζονται.
Τα παιδιά του δρόμου είναι σε κάθε χώρα κατά κανόνα αφημένα στη μοίρα τους. Η μικρή μειοψηφία των παιδιών που καταφέρνουν τελικά να ξεφύγουν αντιμετωπίζει τον κοινωνικό στιγματισμό, την απόρριψη, τη ντροπή, τον κίνδυνο της αντεκδίκησης και την απώλεια οποιασδήποτε μελλοντικής οικονομικής προοπτικής.
Η επένδυση στη φυσική, πνευματική, διανοητική και κοινωνική ανάπτυξη των παιδιών είναι ηθική, κοινωνική και οικονομική επιταγή για όλες τις κοινωνίες. Η παιδική εργασία είναι τόσο αποτέλεσμα όσο και αίτιο τη φτώχειας. (π.χ. τώρα έχει αρχίσει και εμφανίζεται η «δεύτερη γενιά» του δρόμου, δηλαδή τα παιδιά που γεννιούνται από τα «παιδιά του δρόμου»). Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα στη ρίζα του χρειάζονται στρατηγικές για τη μείωση της φτώχειας. Στο σημερινό παγκόσμιο κοινωνικοοικονομικό σύστημα η απόλυτη ανάπτυξη της φτώχειας είναι πλέον η προϋπόθεση για την ανάπτυξη των κερδών.
Το βασικό ζητούμενο είναι η διαμόρφωση υγιών ψυχοκοινωνικών περιβαλλόντων για τα άτομα, αφού συνθήκες όπως φτώχεια, οι θρυμματισμένες κοινωνικές δομές, οι πιεστικές και αλλοτριωμένες συνθήκες εργασίας, η έλλειψη ευκαιριών απασχόλησης και η στενότητα κοινωνικής ενόρασης μπορούν να προδιαθέσουν για μια ευρεία ποικιλία προβλημάτων ψυχικής υγείας.(Ζαϊμάκης, 2009)
Με αυτή την προοπτική δόθηκε έμφαση στην προσπάθεια αντιμετώπισης των προβλημάτων ψυχικής υγείας στο χώρο διαβίωσης των ατόμων με τη λειτουργία υποστηρικτικών υπηρεσιών (κέντρα ψυχικής υγείας, κοινωνικοί ξενώνες, τηλεφωνική συμβουλευτική), την κινητοποίηση του οικογενειακού περιβάλλοντος των πασχόντων ατόμων και την ενίσχυση των κοινοτικών πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση των κοινοτικών αναγκών και την ανάπτυξη προληπτικών δομών.
Οι σύγχρονες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης συμβάλλουν στην ενίσχυση των κοινωνικών ανισοτήτων και του κοινωνικού αποκλεισμού ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Η αύξουσα περιθωριοποίηση αυτών των ομάδων εγγράφεται στην κοινωνική ζωή και στους δρόμους των σύγχρονων πόλεων, οπού το θέαμα των άστεγων πολιτών και των νέων που ζουν ασκώντας περιστασιακές δουλείες ή επαιτώντας είναι συνηθισμένο. Η προσέγγιση των ατόμων αυτών δεν είναι εύκολο να γίνει μέσα από επίσημα προγράμματα και κοινωνικές υπηρεσίες. (Πυργιωτάκης 2011, σελ. 578)
Ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών είναι ο αυξανόμενος αριθμός των παιδιών που ζουν και εργάζονται στο δρόμο. Η Unicef εκτιμά τον αριθμό αυτών των ατόμων παγκοσμίως σε 40 εκατομμύρια και ταξινομεί αυτό τον πληθυσμό σε τρεις κατηγορίες ; α) παιδιά σε υψηλό κίνδυνο, β) παιδιά στο δρόμο και γ) παιδιά του δρόμου. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τον μεγαλύτερο αριθμό ατόμων και αναφέρεται σε αγόρια και κορίτσια που ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας, σε ένα ιδιαίτερα στερητικό περιβάλλον, χωρίς τις βασικές αναγκαιότητες της ζωής. Πολλά ζουν σε slums, χωρίς να έχουν πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες, επαρκή τοπικά σχολεία και κοινοτικά προγράμματα.
Η δεύτερη κατηγορία αποτελείται από παιδιά που εργάζονται στο δρόμο. Τα παιδιά αυτά περνούν το βασικό μέρος του χρόνου τους στο περιβάλλον του δρόμου, διατηρούν μια οικογενειακή επαφή και, συνήθως, δεν παρακολουθούν το σχολειό. Εξαιτίας της απόστασης του χώρου εργασίας από το σπίτι τους, πολλά παιδιά κοιμούνται περιστασιακά στο δρόμο, σε εισόδους πολυκατοικιών, σε πάρκα, κάτω από γέφυρες ή σε εγκαταλειμμένα σπίτια. Συχνά συμπληρώνουν το οικογενειακό εισόδημα, αφού πρώτα καλύψουν τα δικά τους έξοδα, όπως φαγητό, εισιτήρια λεωφορείου και δαπάνες για υλικά της εργασίας τους (π.χ. βερνίκι υποδημάτων). Σε μερικές περιπτώσεις δεν τους επιτρέπεται η είσοδος στο σπίτι, εκτός εάν δώσουν ένα μερίδιο του εισοδήματος τους.
Η τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει παιδιά για τα όποια ο δρόμος έχει γίνει το κύριο περιβάλλον τους. Πρόκειται για παιδιά που ορφάνεψαν ή εγκαταλείφτηκαν από τους γονείς τους ή, πιο συχνά, το έχουν σκάσει από το σπίτι. Περισσότερο από το χώρο εργασίας τους ο δρόμος έχει γίνει το σπίτι τους, οπού οι αξίες σχηματίζονται συμφώνα με μια ηθική του δρόμου. Σε αυτό το πλαίσιο, τα παιδιά μεγαλώνουν έξω από δυο βασικούς θεσμούς : την οικογένεια και το σχολειό. Τα παιδιά του δρόμου εκτίθενται σε κινδύνους, καθώς αντιμετωπίζουν τους κινδύνους της ζωής και της εργασίας σε ένα προβληματικό περιβάλλον και γίνονται θύματα άλλων νέων ή ενηλίκων. Η ζωή στο δρόμο χαρακτηρίζεται από πεινά, βία, περιθωριακή απασχόληση και εκμετάλλευση, και περικλείει έλλειψη εκπαίδευσης, ανατροφής και ασφάλειας.
Συμφώνα με τους Arizona και Partner υπάρχουν τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις του φαινόμενου των παιδιών του δρόμου. α) Η σωφρονιστική προσέγγιση αντιμετωπίζει τους νέους του δρόμου ως μια απειλή για την κοινωνική ασφάλεια και υποστηρίζει τη χρήση θεσμικών και σωφρονιστικών μεσών για την ιδεολογία της απομόνωσης από την κοινωνία των άρρωστων στοιχείων της και της διόρθωσης των ατομικών παθολογιών. β) Η αναμορφωτική προσέγγιση υποστηρίζει ότι τα παιδιά αυτά έχουν ανάγκη επανεκπαίδευσης και προστασίας από τους κινδύνους της ζωής στο δρόμο. Πάρα τις επιμέρους διαφορές με την πρώτη προσέγγιση, και αυτή θεώρει την ατομική παθολογία βάση του φαινόμενου των παιδιών του δρόμου. Τέλος, γ) η προσέγγιση της κοινοτικής ανάπτυξης υποστηρίζει την εκπαίδευση στο δρόμο και προσαρμόζεται στις αξίες μιας ριζοσπαστικής κοινοτικής παρέμβασης. Αυτή η προοπτική είναι επηρεασμένη από το παιδαγωγικό μοντέλο του P.Freιre και υποστηρίζει την εκπαίδευση των παιδιών του δρόμου, τα όποια αντιμετωπίζονται ως θύματα των κοινωνικών ανισοτήτων και των δύσκολων περιστάσεων της κοινωνικής τους ζωής.
Τα προγράμματα φιλοδοξούντα δημιουργήσουν ισότιμες και ειλικρινείς σχέσεις εμπιστοσύνης με αυτά τα άτομα, με στόχο την κινητοποίηση τους και την ανάληψη δράσης για την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης τους. Οι κοινωνικοί λειτουργοί που εμπλέκονται σε αυτές τις δράσεις βγαίνουν στο δρόμο και στη γειτονία και αντιμετωπίζουν, μέσα από ένα εξισωτικό πρίσμα, τους νέους του δρόμου. Αφουγκράζονται τις απόψεις τους, διερευνούν τα νοήματα τους και είναι έτοιμοι να συνεργαστούν μαζί τους σε πρωτοβουλίες, οι οποίες διαμορφώνονται από τα κάτω και αν ζητούν απαντήσεις στα προβλήματα τους.
Η φιλοσοφία αυτών των προγραμμάτων βασίζεται στην αντίληψη της αποδοχής της ιδιαιτερότητας του αλλού και στην αντίληψη της αποδοχής της ιδιαιτερότητας του αλλού και στην προσεγγίσιμου μέσα από ένα πρίσμα αλληλοσεβασμού και κατανόησης. Ένα καινοτόμο στοιχείο που συχνά παρουσιάζεται σε τέτοια προγράμματα είναι ότι δεν επιζητείται η κοινωνική ένταξη των ατόμων αυτών στο κόσμο της δομημένης παραγωγικής εργασίας, αλλά αναζητείται η ενίσχυση καινοτόμων δράσεων που μπορεί να είναι απαξιώθηκες για τη συμβατική κοινωνία, αλλά για τα άτομα αυτά εμπεριέχουν ιδιαίτερα νοήματα και αξίες.
Για την λειτουργία τέτοιων προγραμμάτων κρίνεται απαραίτητη η δημιουργία ασφαλών χώρων, στους οποίους θα μπορούν να έχουν πρόσβαση τα παιδιά του δρόμου μέρα και νύχτα. Οι χώροι αυτοί μπορούν να λειτουργήσουν ως τοπικές κοινότητες στις οποίες εργάζεται προσωπικό ειδικά εκπαιδευμένο για να βοηθήσει αυτά τα παιδιά. Παρεμβάσεις πρέπει να γίνουν και προς την πλευρά των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους. Συχνά, η αστυνομία αντιλαμβάνεται τα παιδιά του δρόμου ως κλεφτές και ταραξίες. Αν και σε ορισμένες περιπτώσεις τα παιδιά του δρόμου προβαίνουν σε παρεκκλίνουσες συμπεριφορές και δημιουργούν κάποια προβλήματα, αυτό δεν είναι μια ακριβής περιγραφή η όποια ισχύει για όλα τα παιδιά του δρόμου. Τέτοιου τύπου συμπεριφορές δεν πρέπει να εξετάζονται ως παθολογικές καταστάσεις, αλλά σε συνάρτηση με τις στρατηγικές επιβίωσης των παιδιών στις στερητικές συνθήκες ύπαρξης του κοινωνικού τους περιβάλλοντος.
Για την ανάπτυξη μιας πιο ευαίσθητης μεταχείρισης των παιδιών του δρόμου απαιτείται η εφαρμογή ειδικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων με αποδεκτές αστυνομικά όργανα, τα όποια πρέπει να εκπαιδευτούν για τον τρόπο προσέγγισης και κατανόησης των παιδιών του δρόμου. Ακόμη, πρέπει να οργανωθούν ενημερωτικές καμπανιές για την ανάπτυξη μιας δημόσιας κατανόησης της κατάστασης των παιδιών του δρόμου.
Για την επίτευξη των στόχων της οργάνωσης δημιουργήθηκε ένα καταφύγιο για νέους με την ονομασία Bunker (πρόκειται για το όνομα οδού οπού συχνάζουν παιδιά του δρόμου). Στο καταφύγιο εφαρμόζονται ελαχίστη κανόνες. Τα μέλη καλούνται με δήλωση τους να απορρίψουν τη βία, τη χρήση αλκοόλ και ναρκωτικών και να επιδείξουν σεβασμό προς τα αλλά μέλη. Οι λειτουργείς του καταφυγίου στηρίζονται σε μια ουμανιστική προσέγγιση, η όποια προσβλέπει στην κατανόηση των νεανικών κοσμοαντιλήψεων και επιδιώκει τη δημιουργεί μιας ενεργητικής συλλογικότητας υια να απαντήσει στα υπαρξιακά αδιέξοδα και στις εσωτερικές συγκρούσεις τους. Σε αυτή τη βάση υποστηρίζει τη συλλογική δράση , η όποια εκφράζεται με το σχηματισμό και τη λειτουργία ομάδων εργασίας βασισμένων στις αρχές της αμοιβαιότητας , της αλληλεγγύης και της ισότητας. Τα μέλη των ομάδων συζητούν, ενημερώνονται, και αναπτύσσουν δράση σε ζητήματα νεανικού ενδιαφέροντος, όπως η κακοποίηση, η τοξικοεξάρτηση, οι σεξουαλικές σχέσεις και η εργασία.
Το καταφύγιο συγκροτεί μια κοινότητα ανθρωπίνων υπάρξεων από τη τοπική ανάπτυξη και την κοινοτική δράση. Η κοινότητα βασίζεται σε παρεμβάσεις από τα κάτω, εκτός επισήμων προγραμμάτων, οι οποίες διαμορφώνουν υπηρεσίες μέσα σε ένα ασφαλές και συμμετοχικό περιβάλλον και σε μια οικογενειακή ατμόσφαιρα. Μέσα από τη κοινοτική δράση, την κοινωνική συνείδηση και ενδυνάμωση, οι πολιτικές συνθήκες που βρίσκονται στη βάση της καταπίεσης ορισμένων ομάδων, και γίνονται φορείς κοινωνικής αλλαγής.
Η «Κιβωτός του Κόσμου» είναι Μη Κερδοσκοπικός οργανισμός Ειδικής Μέριμνας και Προστασίας Μητέρας και Παιδιού, που δραστηριοποιείται πάνω στη μέριμνα παιδιών που ζούσαν σε συνθήκες παραμέλησης και εγκατάλειψης, χωρίς ιατρική φροντίδα, χωρίς μέλλον, τα περισσότερα από μονογονεϊκές οικογένειες, και πολλά χωρίς γονείς. Η «Κιβωτός του Κόσμου» ιδρύθηκε το 1998 από έναν εικοσιεξάχρονο ιερέα, τον πατέρα Αντώνιο Παπανικολάου με όπλα την αγάπη του για τα παιδιά και την επιθυμία του για τη δημιουργία μιας φωλιάς στοργής και φροντίδας για τα παιδιά αυτά της «άλλης» Αθήνας.
Παιδιά που βίωναν καθημερινά την εγκατάλειψη, την αδιαφορία, το ρατσισμό και τον κοινωνικό αποκλεισμό σε μία από τις πιο υποβαθμισμένες περιοχές της Αθήνας, την Ακαδημία Πλάτωνος. Βλέποντας την ανείπωτη φτώχεια και την εξαθλίωση των παιδιών αυτών ο πατέρας Αντώνιος δε δίστασε να αφιερώσει τη ζωή του σε αυτό το έργο που εκτός από έργο αγάπης είναι για εκείνον έργο ζωής .
Μαζί με μια ομάδα εθελοντών που πλαισιώνουν ανιδιοτελώς τον πατέρα Αντώνιο και τα παιδιά με διάθεση προσφοράς και αγάπης, η «Κιβωτός του Κόσμου» συγκεντρώνει σήμερα περίπου τα 400 παιδιά, από βρέφη έως 18 ετών σχηματίζοντας έτσι μια πολυθρησκευτική και πολυπολιτισμική κοινότητα που ανθεί και μεγαλουργεί στο κέντρο της Αθήνας.
Τα παιδιά, Ελληνόπουλα κυρίως, αλλά και από αλλες χώρες, βιώνουν σήμερα τη στοργή και την ειρήνη της «Κιβωτού του Κόσμου» μακριά από την πρότερη φτώχεια, την πείνα, το ρατσισμό και άλλες πληγές που μαστίζουν σήμερα την κοινωνία μας.
Στόχος του πατρός Αντωνίου είναι να μην ιδρυματοποιηθούν τα παιδιά, αλλά να παραμένουν μαζί με τη μητέρα τους. Η «Κιβωτός του Κόσμου» βραβεύθηκε το Νοέμβριο του 2003 από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο ως μία από τις καλύτερες οργανώσεις πάνω στη μέριμνα του παιδιού στην Ελλάδα.
Επίσης, το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο ενάντια στο ρατσισμό και την ξενοφοβία επέλεξε την «Κιβωτό του Κόσμου» ως «το φωτεινότερο παράδειγμα ενάντια στο ρατσισμό και την ξενοφοβία στην Ελλάδα για το έτος 2003». Το Δεκέμβριο του 2004 η Κιβωτός βραβεύτηκε για το έργο της από την UNESCO. Στις 5 Δεκεμβρίου του 2005 σε τελετή στο Προεδρικό Μέγαρο η «Κιβωτός του Κόσμου» βραβεύτηκε από τον νυν Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια ξανά ως μία από τις καλύτερες οργανώσεις στην Ελλάδα πάνω στη μέριμνα του παιδιού.
Επιπροσθέτως, σε ένα δεύτερο χώρο ετοιμάστηκε και λειτουργεί από το 2008 ξενώνας δυναμικότητας 40 κλινών για τις άστεγες και κακοποιημένες μητέρες με τα παιδιά τους, επειδή προέκυψε μεγάλη ανάγκη για τη στέγαση αυτού του πληθυσμού που δεν είχε "πού την κεφαλήν κλίναι".
Επίσης επί καθημερινής βάσης κι επί σειρά ετών προσφέρει φαγητό σε 1.300 άτομα, ως επί το πλείστον άγαμες και άστεγες μητέρες και τα παιδιά τους, σε ένα μισθωμένο χώρο 180 τμ.
Βάσει των διαπιστώσεων από ένα σχετικό πρόγραμμα προστασίας που εφαρμόστηκε προ διετίας, για ανάλογες περιπτώσεις παροχής προστασίας και περίθαλψης σε παιδιά-θύματα εκμετάλλευσης, παράνομης διακίνησης και εμπορίας, ο Συνήγορος του Πολίτη προτείνει, κατ' αρχήν, την απόδοση ύψιστης προτεραιότητας στη διασφάλιση της προστασίας των ανηλίκων θυμάτων εκμετάλλευσης, παράνομης διακίνησης και εμπορίας, όπως πλέον προβλέπεται από το ΠΔ 233/28-8-03 (ΦΕΚ 204 Α) «Προστασία και αρωγή στα θύματα των εγκλημάτων των άρθρων 323, 323 Α, 349, 351 και 351 Α του Ποινικού Κώδικα κατά το άρθρο 12 του Ν3064/2002 (ΦΕΚ Α 248) - ειδικότερα δε, όσον αφορά τη λήψη των κατάλληλων μέτρων από τις «Μονάδες Παροχής Προστασίας και Αρωγής» για την ασφάλεια των θυμάτων και των χώρων στους οποίους αυτά φιλοξενούνται, με τη συνδρομή των αρμόδιων αστυνομικών αρχών (ΠΔ 233/2003, άρθρο 4).
Ο Συνήγορος του Πολίτη θεωρεί ότι το πρόβλημα της παροχής προστασίας και κοινωνικής φροντίδας σε παιδιά-θύματα δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται μέσω μεμονωμένων και ενδεχομένως ευκαιριακών προγραμμάτων, αλλά στο πλαίσιο μιας ενιαίας και οργανωμένης εθνικής πολιτικής. Αυτή τη στιγμή δεν υφίσταται επαρκές νομοθετικό πλαίσιο για την παροχή προστασίας και φροντίδας σε παιδιά-θύματα εκμετάλλευσης, παράνομης διακίνησης και εμπορίας, το οποίο να καθορίζει μέτρα και παροχές που να ανταποκρίνονται στις ιδιαίτερες ανάγκες αυτής της ιδιαίτερα ευάλωτης κατηγορίας παιδιών. (Θεμελή κ.ά,2004)
Ο Συνήγορος του Πολίτη θεωρεί ζήτημα υψίστης σημασίας και προτείνει την άμεση εισαγωγή ενός εθνικού συστήματος πιστοποίησης και καθορισμού προδιαγραφών για τις δημόσιες και μη κυβερνητικές δομές που παρέχουν υπηρεσίες φιλοξενίας και υποστήριξης σε παιδιά-θύματα.
Η Πολιτεία θα πρέπει επίσης να μεριμνήσει ώστε η λειτουργία των ιδρυμάτων που φιλοξενούν παιδιά-θύματα να διέπεται από τις βασικές αρχές προστασίας των δικαιωμάτων του παιδιού, όπως αυτές διατυπώνονται στη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (Ν. 2101/1992), τα ιδρύματα που αναλαμβάνουν τη φροντίδα παιδιών και είναι υπεύθυνα για την προστασία τους θα πρέπει να διαθέτουν επαρκές προσωπικό, κατάλληλα εκπαιδευμένο και εποπτευόμενο (άρθρο 3). Περαιτέρω, θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι οι φορείς φιλοξενίας διαθέτουν εγκαταστάσεις που ανταποκρίνονται στις ανάγκες του παιδιού για ένα κατάλληλο επίπεδο ζωής, που να επιτρέπει τη σωματική, πνευματική, ψυχική, ηθική και κοινωνική ανάπτυξή του (άρθρο 6 και 27). Τα προστατευτικά μέτρα για τα παιδιά-θύματα βίας, παραμέλησης, κακομεταχείρισης ή εκμετάλλευσης, «θα πρέπει να περιλαμβάνουν αποτελεσματικές διαδικασίες για την εκπόνηση κοινωνικών προγραμμάτων που θα αποσκοπούν στην παροχή της απαραίτητης υποστήριξης στο παιδί ... , καθώς και για άλλες μορφές πρόνοιας και για το χαρακτηρισμό, την αναφορά, την παραπομπή, την εξέταση, την περίθαλψη και την παρακολούθηση της εξέλιξής τους στις περιπτώσεις κακής μεταχείρισης του παιδιού που περιγράφονται πιο πάνω» (άρθρο 19). Περαιτέρω στο πλαίσιο της φροντίδας των παιδιών θα πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη η εθνική, θρησκευτική, πολιτισμική και γλωσσολογική καταγωγή του (άρθρο 20), το δικαίωμα να πρεσβεύει και να ασκεί τη δική του θρησκεία ή να χρησιμοποιεί τη δική του γλώσσα (άρθρο 30), το δικαίωμα στην προαγωγή της σωματικής και ψυχολογικής ανάρρωσης και της κοινωνικής επανένταξης κάθε παιδιού θύματος, σε περιβάλλον που ευνοεί την υγεία, τον αυτοσεβασμό και την αξιοπρέπεια του παιδιού (άρθρο 39). Από την έρευνα του Συνηγόρου του Πολίτη, προκύπτει ότι οι κυριότεροι παράγοντες που οδήγησαν στην αποτυχία του προγράμματος «Προστασία και κοινωνική φροντίδα των παιδιών στο δρόμο», συνδέονται με ανεπαρκή αξιολόγηση και μη ενσωμάτωση στην υλοποίηση του προγράμματος των παραπάνω.
Ένα ιδιαίτερα σημαντικό πρόβλημα στην υλοποίηση του προγράμματος αφορούσε την απουσία πρόβλεψης για την απασχόληση προσωπικού με αποκλειστικό αντικείμενο τη φροντίδα των συγκεκριμένων παιδιών, επαρκούς και ικανού να αντιμετωπίσει τις ιδιαίτερες συμπεριφορικές δυσκολίες και ανάγκες τους. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αδυναμία επικοινωνίας με τα παιδιά (λόγω του ότι πολλά από αυτά δεν μιλούσαν την ελληνική γλώσσα), συνέβαλε στη διαφυγή μεγάλου αριθμού παιδιών από το ίδρυμα. Κατά συνέπεια, ο Συνήγορος του Πολίτη θεωρεί ότι σε κάθε φορέα φιλοξενίας παιδιών-θυμάτων το προσωπικό θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει ειδικευμένους επαγγελματίες, με γνώση και εμπειρία των ιδιαίτερων κοινωνικών παραγόντων καθώς και των ιδιαίτερων συμπεριφορικών και συναισθηματικών δυσκολιών των παιδιών αυτών προκειμένου να τα βοηθήσουν αποτελεσματικά. Όταν στους φιλοξενούμενους περιλαμβάνονται παιδιά που δε μιλούν ευχερώς την ελληνική γλώσσα, θα πρέπει απαραίτητα να λαμβάνεται μέριμνα ώστε να καθίσταται δυνατή η επικοινωνία τους με το προσωπικό και τα υπόλοιπα παιδιά μέσω διερμηνείας.
Περαιτέρω, προτείνεται η διασφάλιση της εφαρμογής των διατάξεων του ΠΔ 233/03 όσον αφορά την «πρόσβαση σε δημόσια σχολεία στα οποία λειτουργούν τάξεις υποδοχής, ή φροντιστηριακά τμήματα ή διαπολιτισμικά προγράμματα εκπαίδευσης» (άρθρο 5), τη «δημιουργία ειδικών προγραμμάτων κατάρτισης σύμφωνα με τις διαπιστούμενες ανάγκες, για τα θύματα που έχουν συμπληρώσει το 15° έτος της ηλικίας τους» (άρθρο 6), τη μέριμνα έκ μέρους των ιδρυμάτων προστασίας και αρωγής παιδιών-θυμάτων «για την εξασφάλιση νομικής υποστήριξης στα θύματα και διερμηνείας όταν τα θύματα αγνοούν την ελληνική γλώσσα» (άρθρο 8). Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, κάποια από τα μέτρα αυτά συμπεριλαμβάνονταν στον αρχικό σχεδιασμό του προγράμματος «Προστασία και κοινωνική φροντίδα των παιδιών στο δρόμο», όμως δεν εφαρμόστηκαν στην πράξη, γεγονός που συνέβαλε στην αποτυχία του προγράμματος.
Επίσης, ο Συνήγορος του Πολίτη τονίζει την ανάγκη για την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση της λειτουργίας της Διαρκούς Επιτροπής που προβλέπεται από το άρθρο 9 του ΠΔ 233/03, η οποία προεδρεύεται από τη Γενική Γραμματεία Πρόνοιας (πλέον Γενική Γραμματεία Κοινωνικής Αλληλεγγύης) και στην οποία συμμετέχουν εκπρόσωποι συναρμοδίων υπουργείων, με σκοπό το συντονισμό του έργου της προστασίας και αρωγής θυμάτων, την έκδοση εγκυκλίων σχετικά με ζητήματα που ανακύπτουν, τη συγκέντρωση στοιχείων και την εισήγηση μέτρων για τη βελτίωση της προστασίας και αρωγής των θυμάτων.
Τέλος, τονίζεται και πάλι ότι είναι επιτακτική η ανάγκη ένταξης επιμέρους μέτρων προστασίας και παροχών σε ένα ευρύτερο νο μοθετικό πλαίσιο για την προστασία, την κοινωνική φροντίδα και την επανένταξη ανηλίκων θυμάτων και απροστάτευτων παιδιών. Καθώς αυτό αποτελεί θέμα πολιτικής που προϋποθέτει τη βούληση της Πολιτείας να προβεί σε θεσμικές και νομοθετικές αλλαγές, η Αρχή επιφυλάσσεται να διατυπώσει εκτενέστερα τις θέσεις της επί του ζητήματος σε ειδική έκθεση για το συνολικό θεσμικό πλαίσιο μεταχείρισης των παιδιών θυμάτων εκμετάλλευσης, παράνομης διακίνησης και εμπορίας.
Λιανός, Θ., Π. 1998, Τα παιδιά των φαναριών, https://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=102127
Γιακουβάκη Ε., 2009, Τα παιδιά του δρόμου, http://www.fairplanet.gr/cms/index.php?option=com_content&view=article&catid=7%3A--&id=135%3A2009-11-14-15-36-56&lang=el
Κιβωτός του Κόσμου, 2012, επίσημη ιστοσελίδα https://kivotostoukosmou.org/kivotos/content/view/13/40/lang,el/
Ζαϊμάκης Γ., 2009, Κοινοτική Εργασία και Τοπικές Κοινωνίες. Ανάπτυξη Συλλογικής Δράσης Πολυπολιτισμικότητα, 8η έκδοση, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα
Πυργιωτάκης, Ι,Ε., 2011, Εισαγωγή στην Παιδαγωγική Επιστήμη, εκδόσεις Πεδίο, Αθήνα
Θεμελή, Ό., Πούλου Στ., Στρατιδάκη Σ., 2004, Υλοποίηση του Προγράμματος Προστασία και κοινωνική φροντίδα των παιδιών στο δρόμο, Πόρισμα εκδοθέν από τον Συνήγορο του Πολίτη, Μάρτιος 2004
ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΤΟΥ ΣΑΪΤ
Αυτό το σάιτ χρησιμοποιεί Κώδικα Καταγραφής (ΚωΚ ή cookies) κυρίως για την προβολή διαφημίσεων από την Google - Μάθετε περισσότερα...