Ρωμαίος και Ιουλιέτα - Πράξη 3η

ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ - ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

Πλατεία

 

 

Enter MERCUTIO, BENVOLIO, Mercutio’s PAGE, and others

Εισέρχονται ο ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ, ο ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ και ο ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΥ και άλλοι

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

I pray thee, good Mercutio, let's retire:

Μερκούτιε σ' εκλιπαρώ, ας φύγουμε πια τώρα.

 

The day is hot, the Capulets abroad,

Ο ήλιος καίει και τριγυρνούν κοντά οι Καπουλέτοι.

 

And, if we meet, we shall not scape a brawl;

Αν τύχει κι ανταμώσουμε θα γίνει φασαρία.

 

For now, these hot days, is the mad blood stirring.

Γιατί τις μέρες τις καυτές, της τρέλας το αίμα βράζει.

 

MERCUTIO:

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ:

5

Thou art like one of those fellows that when he

enters the confines of a tavern claps me his sword

upon the table and says 'God send me no need of

thee!' and by the operation of the second cup draws

it on the drawer, when indeed there is no need.

Μου φαίνεται πως φέρεσαι σαν κάποιος από εκείνους τους τύπους που όταν μπαίνουν μες το καπηλειό, μου αφήνουν το ξίφος σ' ένα τραπέζι λέγοντας, «Να δώσει ο θεός να μη σε χρειαστώ» και μόλις τους πιάσει η δεύτερη κούπα, τότε τραβάνε και ρίχνονται στον κάπελα, εντελώς αχρείαστα.

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

Am I like such a fellow?

Αλήθεια, λες πως φαίνομαι να είμαι τέτοιος τύπος;

 

MERCUTIO:

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ:

 

Come, come, thou art as hot a Jack in thy mood as

any in Italy, and as soon moved to be moody, and as

soon moody to be moved.

Έλα, έλα! Εισαι το ίδιο θερμοκέφαλος με κάθε άλλον,

στην Ιταλία. Θυμώνεις με το τίποτα, ενώ αν είσαι θυμωμένος ψάχνεις και βρίσκεις αφορμή για να δικαιολογήσεις το θυμό σου

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

And what to?

Και τι θέλεις να πεις μ' αυτό;

 

MERCUTIO:

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ:

 

Nay, an there were two such, we should have none

shortly, for one would kill the other. Thou! why,

thou wilt quarrel with a man that hath a hair more,

or a hair less, in his beard, than thou hast: thou

wilt quarrel with a man for cracking nuts, having no

other reason but because thou hast hazel eyes: what

eye but such an eye would spy out such a quarrel?

Thy head is as fun of quarrels as an egg is full of

meat, and yet thy head hath been beaten as addle as

an egg for quarrelling: thou hast quarrelled with a

man for coughing in the street, because he hath

wakened thy dog that hath lain asleep in the sun:

didst thou not fall out with a tailor for wearing

his new doublet before Easter? with another, for

tying his new shoes with old riband? and yet thou

wilt tutor me from quarrelling!

Τίποτα, αν ήταν σαν εσέ, δύο στον κόσμο ετούτο, /δεν θα 'μενε κανένας σας, θα 'τρωγε 'νας τον άλλο. / Εσύ! Εσύ στήνεις καβγά μ' όποιον έχει μια τρίχα /μακρύτερη στο μούσι του ή πιο κοντή από σένα. /Θα μάλωνες αν έψηνε κάστανα ένας τύπος, /μόνο και μόνο καστανά τα μάτια σου επειδή είναι. /Μάτι όπως το μάτι σου δεν ψάχνει άλλο για μάχη. /Έχεις γεμάτο το μυαλό με μάχες, όπως είναι/ γεμάτο ένα αυγό με κρόκο, που όμως έχει/ κλουβιάσει απ' τα πολλά χτυπήματα και μάχες. /Καυγά και μάχη θα 'στηνες γιατί έβηξαν στο δρόμο /και ξύπνησαν το σκύλο σου, στον ήλιο που κοιμόταν! Δεν πιάστηκες κάποια φορά, με ράφτη που φορούσε /μία καινούρια φορεσιά, σαρακοστή ενώ ήταν;/ Και μ' έναν άλλον που έβαλε κάτι παλιά κορδόνια /στα νέα του υποδήματα; Κι όμως εσύ ο ίδιος /μου κάνεις μάθημα εδώ, σε μάχες να μη μπλέκω!

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

10

An I were so apt to quarrel as thou art, any man

should buy the fee-simple of my life for an hour and a quarter.

Αν ήμουν τόσο καβγατζής, όσο είσαι εσύ ο ίδιος δεν θα με αγοράζανε παρά μόνο για καμιά ώρα και ένα τέταρτο[1].

 

MERCUTIO:

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ:

 

The fee-simple! O simple!

Να σε αγοράζανε; καλά! Αγοραίο αστείο είπες! [2]

 

Enter TYBALT, PETRUCHIO, and other CAPULETS

Εισέρχονται ο ΤΥΒΑΛΤΗΣ, ο ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ και άλλοι ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΙ

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

By my head, here come the Capulets.

Μα το κεφάλι μου! Έρχονται κάποιοι απ' τους Καπουλέτους.

 

MERCUTIO:

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ:

 

By my heel, I care not.

Μά την μακριά πατούσα μου, καθόλου δε με νοιάζει.

 

TYBALT:

ΤΥΒΑΛΤΗΣ:

 

Follow me close, for I will speak to them.

Από κοντά να μ' έχετε, θέλω να τους μιλήσω.

15

Gentlemen, good den: a word with one of you.

Κύριοι καλησπέρα. Μια λέξη θέλω μ' έναν σας.

 

MERCUTIO:

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ:

 

And but one word with one of us? couple it with

something; make it a word and a blow.

Μια λέξη μόνο μ' έναν μας; Ζευγάρωσέ την τότε με κάτι. Κάν' τη «μια λέξη μαζί με μια γροθιά μου».

 

TYBALT:

ΤΥΒΑΛΤΗΣ:

 

You shall find me apt enough to that, sir, an you

will give me occasion.

Θα μ' εύρεις αρκετά πρόθυμο σ' αυτό, κύριε. Μόνο πρέπει

να μου δοθεί η αφορμή.

 

MERCUTIO:

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ:

 

Could you not take some occasion without giving?

Και δεν μπορείς να πάρεις την αφορμή μοναχός σου;

 

TYBALT:

ΤΥΒΑΛΤΗΣ:

 

Mercutio, thou consort'st with Romeo,--

Μερκούτιε, συντονίζεσαι με τον Ρωμαίο μαθαίνω.

 

MERCUTIO:

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ:

20

Consort! what, dost thou make us minstrels? an

thou make minstrels of us, look to hear nothing but

discords: here's my fiddlestick; here's that shall

make you dance. 'Zounds, consort!

Συντονίζομαι! Τι μας περνάς; Για φτηνούς μουζικάντες;[3] Αν μας θαρρείς μουζικάντες, κοίτα μήπως ακούσεις καμία άκυρη νότα, γιατί το βιολί μου το έχω εδώ και θα σε κάνει, να χορέψεις. Άκουσον! Συντονίζομαι!

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

We talk here in the public haunt of men:

Εδώ μιλάμε σε δημόσιο πέρασμα που έχει κόσμο.

 

Either withdraw unto some private place,

Ή τραβηχτείτε σε κρυφό, τόπο απομονωμένο

 

And reason coldly of your grievances,

κι εξηγηθείτε εν ψυχρώ τις όποιες διαφορές σας

 

Or else depart; here all eyes gaze on us.

ή αλλιώς χωρίστε, γιατι εδώ τα μάτια μας κοιτάζουν.

 

MERCUTIO:

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ:

25

Men's eyes were made to look, and let them gaze;

Τα μάτια είν’ για να κοιτούν, οπότε άσ’ τα να βλέπουν.

 

I will not budge for no man's pleasure, I.

Δεν το κουνάω από δω για κανενός χατίρι.

 

Enter ROMEO

Εισέρχεται ο ΡΩΜΑΙΟΣ

 

TYBALT:

ΤΥΒΑΛΤΗΣ:

 

Well, peace be with you, sir: here comes my man.

Εντάξει,κύριε, ηρέμησε. Ήρθε ο άνθρωπός μου.

 

MERCUTIO:

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ:

 

But I'll be hanged, sir, if he wear your livery:

Ο άνθρωπός σου; Να χαθώ αν φορούσε τη στολή σου.

 

Marry, go before to field, he'll be your follower;

Πρώτος τράβα το ξίφος σου κι αυτός θ’ ακολουθήσει.

30

Your worship in that sense may call him 'man.'

Μεγάλε, με τον τρόπο αυτό, θα γίνει ο «άνθρωπός σου» [4].

 

TYBALT:

ΤΥΒΑΛΤΗΣ:

 

Romeo, the hate I bear thee can afford

Ρωμαίε, το μίσος που βαστώ για σε, σηκώνει μία

 

No better term than this,--thou art a villain.

κουβέντα να περιγραφεί: ένας αχρείος είσαι.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Tybalt, the reason that I have to love thee

Τυβάλτη, ο λόγος που εγώ σ' έχω μες την καδιά μου

 

Doth much excuse the appertaining rage

σε συγχωρεί απόλυτα, όσο θυμό κι αν δείχνει

35

To such a greeting: villain am I none;

αυτός σου ο χαιρετισμός. Δεν είμαι εγώ αχρείος.

 

Therefore farewell; I see thou know'st me not.

Ώρα καλή σου το λοιπόν και βλέπω δεν με ξέρεις.

 

TYBALT:

ΤΥΒΑΛΤΗΣ:

 

Boy, this shall not excuse the injuries

Μικρέ, με αυτά συχώρεση δεν έχει η προσβολή σου

 

That thou hast done me; therefore turn and draw.

που έκανες σε μένανε. Γι’ αυτό γύρνα και τράβα.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

I do protest, I never injured thee,

Διαμαρτύρομαι, ποτέ δεν σ’ έχω εγώ προσβάλει.

40

But love thee better than thou canst devise,

Θα σ’ αγαπώ περσότερο απ’ όσο διανοείσαι

 

Till thou shalt know the reason of my love:

μέχρι να μάθεις το γιατί αυτής μου της αγάπης.

 

And so, good Capulet,--which name I tender

Καθώς διαθέτεις όνομα, κύριε Καπουλέτη,

 

As dearly as my own,--be satisfied.

που ως το δικό μου σέβομαι, ηρέμησε πια τώρα.

 

MERCUTIO:

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ:

 

O calm, dishonourable, vile submission!

Τι ήρεμα, ατιμωτικά κι άθλια υπομένει!

45

Alla stoccata carries it away.

Η «αλά στοκάτα» μου, αυτή την προσβολή ξεπλένει.[5]

 

Tybalt, you rat-catcher, will you walk?

Τυβάλτη, φεύγεις; Έλα εδώ, παλιο-ποντικοπιάστη!

 

TYBALT:

ΤΥΒΑΛΤΗΣ:

 

What wouldst thou have with me?

Τι θέλεις από μένα εσύ;

 

MERCUTIO:

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ:

 

Good king of cats, nothing but one of your nine lives; that I mean to make bold withal, and as you shall use me hereafter, drybeat the rest of the eight. Will you pluck your sword out of his pitcher by the ears? make haste, lest mine be about your ears ere it be out.

Γενναίε των γάτων βασιλιά, δεν θέλω τίποτε παραπάνω παρά μόνο μία απ’ τις εννιά σου ζωές. Κι αυτό θα κάνω. Ωστόσο, ανάλογα πώς θα μου φέρεσαι από δω και στο εξής, σου κοπανίζω και τις υπόλοιπες οχτώ. Πιάσε απ’ τ’ αυτί και ξέχωσε το ξίφος απ’ τη θήκη Μα βιάσου μήπως τύχει και μου πέσει το δικό μου στ’ αυτιά σου πριν το βγάλεις.

 

TYBALT:

ΤΥΒΑΛΤΗΣ:

 

I am for you.

Είμαι εδώ για σένανε.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

50

Gentle Mercutio, put thy rapier up.

Ευγενικέ Μερκούτιε, άφησε το σπαθί σου.

 

MERCUTIO:

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ:

 

Come, sir, your passado.

Ελάτε, κύριε, το πασάντο σας.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Draw, Benvolio; beat down their weapons.

Ξεσπάθωσε Μπενβόλιο, ρίξ’ τους τα όπλα κάτω.

 

Gentlemen, for shame, forbear this outrage!

Κύριοι, ντροπή, αποφύγετε τη μάνητα ετούτη!

 

Tybalt, Mercutio, the prince expressly hath

Τυβάλτη και Μερκούτιε, ο πρίγκιπας ρητά έχει

55

Forbidden bandying in Verona streets:

απαγορεύσει τις σπαθιές στους δρόμους της Βερόνας.

 

Hold, Tybalt! good Mercutio!

Τυβάλτη, κάτω το σπαθί! Μερκούτιε καλέ μου!

 

ROMEO tries to break up the fight TYBALT stabs MERCUTIO under ROMEO’s arm

Ενώ ο ΡΩΜΑΙΟΣ προσπαθεί να τους χωρίσει, ο ΤΥΒΑΛΤΗΣ πληγώνει τον ΜΕΡΚΟΥΤΙΟ κάτω από το χέρι του ΡΩΜΑΙΟΥ

 

PETRUCCIO:

ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ:

 

Away Tybalt!

Πάμε Τυβάλτη!

 

Exeunt TYBALT, PETRUCHIO, and the other CAPULETS

Εξέρχονται ο ΤΥΒΑΛΤΗΣ, ο ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ και οι άλλοι ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΙ

 

MERCUTIO:

ΤΥΒΑΛΤΗΣ:

 

I am hurt.

Πληγώθηκα!

 

A plague o' both your houses! I am sped.

Η κατάρα μου στα δύο σπιτικά σας! Χάθηκα.

60

Is he gone, and hath nothing?

Έφυγε αυτός δίχως να πάθει κάτι;

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

What, art thou hurt?

Τι, πληγωμένος είσαι;

 

MERCUTIO:

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ:

 

Ay, ay, a scratch, a scratch; marry, 'tis enough.

Ναι, ναι, είν’ ένα γδάρσιμο. Γδάρσιμο μα μου φτάνει.

 

Where is my page? Go, villain, fetch a surgeon.

Που είν’ ο υπηρέτης μου; Τρέχα γιατρό να φέρεις.

 

Exit MERCUTIO'S PAGE

Εξέρχεται ο ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΥ

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Courage, man; the hurt cannot be much.

Κουράγιο φίλε κι ελαφριά φαίνεται η πληγή σου.

 

MERCUTIO:

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ:

65

No, 'tis not so deep as a well, nor so wide as a church-door; but 'tis enough,'twill serve: ask for me to-morrow, and you shall find me a grave man. I am peppered, I warrant, for this world. A plague o’ both your houses! 'Zounds, a dog, a rat, a mouse, a cat, to scratch a man to death! a braggart, a rogue, a villain, that fights by the book of arithmetic! Why the devil came you between us? I was hurt under your arm.

Δεν είναι τόσο βαθιά όσο ένα πηγάδι, ούτε τόσο πλατιά όσο η πόρτα της εκκλησιάς, μα μου αρκεί. Θα κάμει τη δουλειά της. Αν ψάξεις για μένα αύριο, χλωμό το βλέπω να με βρεις[6]. Με σούβλισε, εγγύηση βάζω τον κόσμο όλον. Κατάρα στα δυο σπίτια σας! Ανάθεμα, ένας σκύλος, ένας ένας αρουραίος, ένας ποντικός, ένας γάτος να σκοτώνει έναν άνρθωπο με μια γρατζουνιά! Ο καυχησιάρης, ο κακός αλήτης που σπαθίζει με βάση το βιβλίο της αριθμητικής. Τι διάβολο κι εσένα σου 'ρθε να μπεις ανάμεσα; Πληγώθηκα κάτω απ' το χέρι σου.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

I thought all for the best.

Το έκανα για το καλό.

 

MERCUTIO:

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ:

 

Help me into some house, Benvolio,

Βόηθα σε σπίτι νά 'μπουμε, Μπενβόλιο, ειδάλλως

 

Or I shall faint. A plague o' both your houses!

λιγοθυμώ. Ας όψονται τα δύο σπιτικά σας!

 

They have made worms' meat of me: I have it,

Τροφή με 'κάναν σκουληκιών. Είμαι τελειωμένος.

70

And soundly too: your houses!

Το ίδιο να συμβεί σε σας. Στα δύο σπιτικά σας!

 

Exeunt MERCUTIO and BENVOLIO

Εξέρχονται ο ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ και ο ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

This gentleman, the prince's near ally,

Αυτός ο νέος, που σύμμαχος ήταν του πρίγκιπά μας

 

My very friend, hath got his mortal hurt

και μένα φίλος μου πιστός, πήρε πληγή θανάτου

 

In my behalf; my reputation stain'd

για χάρη μου… Η φήμη μου πια είναι λερωμένη

 

With Tybalt's slander,--Tybalt, that an hour

απ' του Τυβάλτη τις βρισιές. Εκείνου που για μια ώρα

75

Hath been my kinsman! O sweet Juliet,

ήταν στενός μου συγγενής. Γλυκιά μου Ιουλιέτα,

 

Thy beauty hath made me effeminate

η ομορφιά σου μ' έκαμε, σαν θηλυκό να γίνω

 

And in my temper soften'd valour's steel!

και τη σκληράδα του έχασε το τολμηρό μου ατσάλι.

 

Enter BENVOLIO

Εισέρχεται ο ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

O Romeo, Romeo, brave Mercutio's dead!

Ρωμαίε, Ρωμαίε, πέθανε ο άξιος Μερκούτιος!

 

That gallant spirit hath aspired the clouds,

Τώρα η γενναία του ψυχή ανέβηκε στα νέφη

80

Which too untimely here did scorn the earth.

και τόσο πρόωρα αυτόν, αρνήθηκε τον κόσμο.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

This day's black fate on more days doth depend;

Είναι μεγάλων συμφορών αρχή η μαύρη μέρα.

 

This but begins the woe, others must end.

Αυτή τον θρήνο ξεκινά, κι άλλες τον βγάζουν πέρα.

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

Here comes the furious Tybalt back again.

Να 'τος που έρχεται ξανά, ο άγριος Τυβάλτης.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Alive, in triumph! and Mercutio slain!

Ζει και περηφανεύεται! Και χάθηκε ο Μερκούτιος!

85

Away to heaven, respective lenity,

Πέτα μακριά στον ουρανό, παλιά μου Καλοσύνη

 

And fire-eyed fury be my conduct now!

και συ σπινθιρομάτα Οργή, οδήγησέ με τώρα!

 

Now, Tybalt, take the villain back again,

Τυβάλτη, ανακάλεσε τώρα αυτό το «αχρείος»

 

That late thou gavest me; for Mercutio's soul

που είπες πριν, γιατί η ψυχή πλανιέται του Μερκούτιου

 

Is but a little way above our heads,

τριγύρω εδώ πολύ κοντά, πάνω απ' τις κεφαλές μας

90

Staying for thine to keep him company:

ακόμα περιμένοντας εσέ για συντροφιά του.

 

Either thou, or I, or both, must go with him.

Η εσύ, ή εγώ ή και οι δυό, μαζί του θε να πάμε.

 

Enter TYBALT

Εισέρχεται ο ΤΥΒΑΛΤΗΣ

 

TYBALT:

ΤΥΒΑΛΤΗΣ:

 

Thou, wretched boy, that didst consort him here,

Εσύ, αχρείε νεαρέ, που ήταν και συντροφιά σου

 

Shalt with him hence.

θα 'σαι μαζί του στο εξής.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

This shall determine that.

Τούτο θα πάρει απόφαση, γι αυτό.

 

They fight. TYBALT falls

Μάχονται. Ο ΤΥΒΑΛΤΗΣ πέφτει

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

95

Romeo, away, be gone!

Ρωμαίε φύγε!

 

The citizens are up, and Tybalt slain.

Ο κόσμος ξεσηκώθηκε, σκοτώθηκε ο Τυβάλτης.

 

Stand not amazed: the prince will doom thee death,

Μη στέκεσαι κατάπληκτος. Με θάνατο ο πρίγκηψ

 

If thou art taken: hence, be gone, away!

θα σε δικάσει αν σε βρουν. Γι' αυτό, φεύγα μακριά του.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

O, I am fortune's fool!

Πώς έγινα περίγελως της τύχης μου!

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

100

Why dost thou stay?

Γιατί μένεις ακόμα;

 

Exit ROMEO

Enter CITIZENS OF THE WATCH

Εξέρχεται ο ΡΩΜΑΙΟΣ

Εισέρχονται ΠΟΛΙΤΕΣ ΤΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ

 

FIRST CITIZEN:

ΠΡΩΤΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ:

 

Which way ran he that kill'd Mercutio?

Αυτός που τον Μερκούτιο σκότωσε που έχει πάει;

 

Tybalt, that murderer, which way ran he?

Ποιον δρόμο πήρε ο φονιάς Τυβάλτης κι έχει φύγει;

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

There lies that Tybalt.

Νάτος που κείτεται εκεί εκείνος ο Τυβάλτης.

 

FIRST CITIZEN:

ΠΡΩΤΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ:

 

Up, sir, go with me;

Για σηκωθείτε κύριε κι ακολουθήσατέ με.

105

I charge thee in the princes name, obey.

Σας διατάζω στο όνομα του άξιου μας μονάρχη.

 

Enter PRINCE, MONTAGUE, CAPULET, LADY MONTAGUE, LADY CAPULET, and OTHERS

Εισέρχεται ο ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ, ο ΜΟΝΤΕΓΗΣ, ο ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ μετά των συζύγων αυτών, και ΑΛΛΟΙ

 

PRINCE:

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ:

 

Where are the vile beginners of this fray?

Που βρίσκονται όσοι άρχισαν αυτή την άγρια μάχη;

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

O noble prince, I can discover all

Ευγενικέ μου πρίγκιπα, μπορώ να πω τα πάντα

 

The unlucky manage of this fatal brawl:

για το πώς εξελίχθηκαν τα θλιβερά συμβάντα:

 

There lies the man, slain by young Romeo,

Ο νέος Ρωμαίος σκότωσε τον άνθρωπο ετούτο,

110

That slew thy kinsman, brave Mercutio.

που έσφαξε τον συγγενή σας, ευγενή Μερκούτιο.

 

LADY CAPULET:

ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΥ:

 

Tybalt, my cousin! O my brother's child!

Τυβάλτη, αίμα μου! Παιδί εσύ του αδερφού μου!

 

O prince! O cousin! husband! O, the blood is spilt

Πρίγκιπα! Ανίψι! Άντρα μου! Ρέει το αίμα του παιδιού μου.

 

O my dear kinsman! Prince, as thou art true,

Ω, αγαπημένο μου παιδί! Πρίγκιπα, αν δικαιος είσαι

 

For blood of ours, shed blood of Montague.

και των Μοντέγηδων, για μας, τώρα το αίμα χύσε.

115

O cousin, cousin!

Ω αγαπημένε ανιψιέ!

 

PRINCE:

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ:

 

Benvolio, who began this bloody fray?

Μπενβόλιο ποιος ξεκίνησε το πράγμα επομένως;

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

Tybalt, here slain, whom Romeo's hand did slay;

Αυτός που κείτεται εδώ, απ’ τον Ρωμαίο σφαγμένος.

 

Romeo that spoke him fair, bade him bethink

Ο Ρωμαίος μίλησε όμορφα και να σκεφτεί ζητώντας

 

How nice the quarrel was, and urged withal

της μάχης την ανοησιά, θυμίζοντάς του επίσης

120

Your high displeasure: all this uttered

και τη δική Σας Υψηλή απαρέσκεια. Με γλώσσα

 

With gentle breath, calm look, knees humbly bow'd,

γλυκιά, και μάτι ήρεμο, και ταπεινό το γόνα.

 

Could not take truce with the unruly spleen

Αλλά δεν καταλάγιαζε το απείθαρχο το μίσος

 

Of Tybalt deaf to peace, but that he tilts

που 'χε ο Τυβάλτης ο κουφός για ειρήνη. Ξάφνου στρέφει

 

With piercing steel at bold Mercutio's breast,

το μυτερό ατσάλι του στο στήθος του Μερκούτιου

125

Who all as hot, turns deadly point to point,

που όλος φωτιά του αντιγυρνά το ξίφος με το ξίφος.

 

And, with a martial scorn, with one hand beats

Με μια φωνή πολεμική, με το ένα χέρι διώχνει

 

Cold death aside, and with the other sends

τον κρύο θάνατο στο πλάι, με τ’ άλλο τον γυρίζει

 

It back to Tybalt, whose dexterity,

προς τον Τυβάλτη πάλι, που, με περίσσεια τέχνη

 

Retorts it: Romeo he cries aloud,

τον αντικρούει κι ο Ρωμαίος πιο δυνατά φωνάζει:

130

'Hold, friends! friends, part!' and, swifter than

Σταθείτε φίλοι μου! Εμπρός. Καλοί φίλοι χωρίστε!

 

his tongue,

Και πιο γοργά απ’ τη γλώσσα του το ευκίνητό του χέρι,

 

His agile arm beats down their fatal points,

κάνει να χαμηλώσουνε τα φονικά σπαθιά τους

 

And 'twixt them rushes; underneath whose arm

και τρέχει νά ‘μπει ανάμεσα. Κάτω απ’ αυτό το χέρι

 

An envious thrust from Tybalt hit the life

με μιαν επίβουλη σπαθιά, χτυπάει ο Τυβάλτης

135

Of stout Mercutio, and then Tybalt fled;

τον στιβαρό Μεκρούτιο, και ο Τυβάλτης φεύγει.

 

But by and by comes back to Romeo,

Μα γρήγορα επέστρεψε, ξανά για τον Ρωμαίο

 

Who had but newly entertain'd revenge,

που τώρα όμως θύμωσε κι εκδίκηση γυρεύει,

 

And to 't they go like lightning, for, ere I

Ορμάει σαν την αστραπή, προτού καν να τραβήξω

 

Could draw to part them, was stout Tybalt slain.

να τους χωρίσω, και γι’ αυτό σκοτώθηκε ο Τυβάλτης.

140

And, as he fell, did Romeo turn and fly.

Και με το που έπεσε στη γη, φεύγει ο Ρωμαίος πέρα.

 

This is the truth, or let Benvolio die.

Αυτή ‘ναι η αλήθεια! Ειδαλλιώς, να μη χαρώ άλλη μέρα!

 

LADY CAPULET:

ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΥ:

 

He is a kinsman to the Montague;

Αυτός με των Μοντέγηδων το σόι συγγενεύει.

 

Affection makes him false; he speaks not true:

Τους συμπαθεί και ψεύδεται. Όλους μας κοροϊδεύει.

 

Some twenty of them fought in this black strife,

Ήτανε είκοσι απ’ αυτούς που πάλεψαν με βία

145

And all those twenty could but kill one life.

και όλοι αυτοί οι είκοσι, ζωή πήρανε μία.

 

I beg for justice, which thou, prince, must give;

Εκλιπαρώ σε Πρίγκιπα, να κάμεις δίκαιη κρίση

 

Romeo slew Tybalt, Romeo must not live.

για τον Τυβάλτη που έσφαξε, ο Ρωμαίος να μη ζήσει.

 

PRINCE:

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ:

 

Romeo slew him, he slew Mercutio;

Σκότωσε τον Μερκούτιο, τον σκότωσε ο Ρωμαίος.

 

Who now the price of his dear blood doth owe?

Ποιος τώρα έχει της τιμής του αίματος το χρέος;

 

MONTAGUE:

ΜΟΝΤΕΓΗΣ:

150

Not Romeo, prince, he was Mercutio's friend;

Όχι ο Ρωμαίος Πρίγκιπα, μ’ εκείνον ήταν φίλοι

 

His fault concludes but what the law should end,

Αυτό που έκαμε άλλωστε κι ο νόμος του οφείλει,

 

The life of Tybalt.

που τον Τυβάλτη σκότωσε.

 

PRINCE:

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ:

 

And for that offence

Γι αυτό λοιπόν ορίζω

 

Immediately we do exile him hence:

κι από την πόλη παρευθύς, αυτήν, τον εξορίζω.

155

I have an interest in your hate's proceeding,

Βαρύ κι εγώ επλήρωσα φόρο στην έχθρητά σας

 

My blood for your rude brawls doth lie a-bleeding;

και χύθηκε το αίμα μου με τα μαλώματά σας.

 

But I'll amerce you with so strong a fine

Μα τιμωρία αυστηρή θα ‘ναι η δική μου στάση

 

That you shall all repent the loss of mine:

που όλοι θα μετανιώσετε για όσα έχω χάσει.

 

I will be deaf to pleading and excuses;

Θα ‘μαι κουφός στα αιτήματα και τις δικαιολογίες

160

Nor tears nor prayers shall purchase out abuses:

με δάκρυα και προσευχές, δεν αίροντ’ οι αμαρτίες.

 

Therefore use none: let Romeo hence in haste,

Γι’ αυτό μην τα τολμήσετε. Φεύγει ο Ρωμαίος τώρα!

 

Else, when he's found, that hour is his last.

Αλλιώς, αν κάποτε βρεθεί, είν’ η στερνή του ώρα.

 

Bear hence this body and attend our will:

Το σώμα αυτό πάρτε από δω και τούτο ακούστε μόνο:

 

Mercy but murders, pardoning those that kill.

Αν δείξεις έλεος στο φονιά, δικαιολογείς το φόνο.

 

ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ - ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

Θάλαμος εν τη οικία του Καπουλέτου

 

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

Gallop apace, you fiery-footed steeds,

Καλπάστε φλογοπόδαρα γοργά του ήλιου άτια

 

Towards Phoebus' lodging: such a wagoner

εκεί που είν’ η κατοικιά του Φοίβου. Ο αμαξάς σας

 

As Phaethon would whip you to the west,

Φαέθων, μαστιγώνοντας, στη Δύση να σας τρέξει

 

And bring in cloudy night immediately.

τη νεφοσκέπαστη νυχτιά να φέρετε αμέσως.

5

Spread thy close curtain, love-performing night,

Νύχτα που κρύβεις έρωτες, ρίξ’ την βαριά κουρτίνα

 

That runaway's eyes may wink and Romeo

το μάτι όσων κρύβονται να κλείσει κι ο Ρωμαίος[7]

 

Leap to these arms, untalk'd of and unseen.

αδόκητος κι αθέατος στην αγκαλιά μου να ‘μπει.

 

Lovers can see to do their amorous rites

Μπορούν και βλέπουν οι εραστές πώς να γλυκοφιλιούνται

 

By their own beauties; or, if love be blind,

τους φέγγει η ίδια η ομορφιά. Κι αν είν’ τυφλή η αγάπη

10

It best agrees with night. Come, civil night,

ταιριάζει με τη σκοτεινιά. Έλα καλή μου νύχτα,

 

Thou sober-suited matron, all in black,

εσύ δασκάλισσα σεμνή και μαυροφορεμένη

 

And learn me how to lose a winning match,

και μάθε με πώς χάνουνε, νικώντας στο παιχνίδι

 

Play'd for a pair of stainless maidenhoods:

που θα παιχτεί από δυο ψυχές αγνές δίχως κηλίδα.

 

Hood my unmann'd blood, bating in my cheeks,

Φτεροκοπάει στα μάγουλα τ’ ατίθασό μου αίμα[8].

15

With thy black mantle; till strange love, grown bold,

Κρύψ’ το στο μαύρο πέπλο σου, η άγνωρη αγάπη

 

Think true love acted simple modesty.

να αναθαρρήσει, να φανεί σεμνότητα γεμάτη.

 

Come, night; come, Romeo; come, thou day in night;

Έλα νυχτιά, έλα Ρωμαίο, έλα μέρα στη νύχτα

 

For thou wilt lie upon the wings of night

γιατί εσύ θε ν’ απλωθείς στις νύχτας τις φτερούγες

 

Whiter than new snow on a raven's back.

'πο φρέσκο χιόνι πιο λευκός στου κόρακα την πλάτη.

20

Come, gentle night, come, loving, black-brow'd night,

Έλα μου νύχτα ευγενική, γλυκιά και μαυροφρύδα

 

Give me my Romeo; and, when he shall die,

και φέρε τον Ρωμαίο μου. Κι όταν αυτός πεθάνει

 

Take him and cut him out in little stars,

παρ’ τον και κόψ’ τον, κάν’ τονε χίλια μικρά αστέρια.

 

And he will make the face of heaven so fine

Τόσο πολύ των ουρανών το πρόσωπο θα λάμψει

 

That all the world will be in love with night

που όλος ο κόσμος σ’ έρωτα θα πέσει με τη νύχτα

25

And pay no worship to the garish sun.

και πια δεν θα προσεύχεται στον φωτοδότη ήλιο.

 

O, I have bought the mansion of a love,

Ω τι ακριβά που αγόρασα τον πύργο μιας αγάπης

 

But not possess'd it, and, though I am sold,

κι ακόμα δεν κατοίκησα! Πώς μ’ έχουν αγοράσει

 

Not yet enjoy'd: so tedious is this day

κι ακόμα δεν μ’ απόλαυσαν! Τι βαρετή ‘ναι η μέρα!

 

As is the night before some festival

Σαν νύχτα την παραμονή κάποιας γιορτής μεγάλης

30

To an impatient child that hath new robes

για έν' ανυπόμονο παιδί με φορεσιά καινούρια

 

And may not wear them. O, here comes my nurse,

που δεν μπορεί να τη φορεί. Ω, να η παραμάνα!

 

And she brings news; and every tongue that speaks

Μου φέρνει νέα. Κι ακούγεται το στόμα που μιλάει

 

But Romeo's name speaks heavenly eloquence.

για του Ρωμαίου τ’ όνομα, ουράνια ευγλωττία.

 

Now, nurse, what news? What hast thou there? the cords

Τι νέα παραμάνα μου; Τι έχεις εκεί πέρα;

35

That Romeo bid thee fetch?

Είν' οι τριχιές, που πρόσταξε ο Ρωμαίος να μου φέρεις;

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

Ay, ay, the cords.

Ναι, οι τριχιές που ξέρεις.

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

Ay me! what news? why dost thou wring thy hands?

Αλίμονο, τι έγινε; Γιατί στρίβεις τα χέρια;

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

Ah, well-a-day! he's dead, he's dead, he's dead!

Μέρα που να μην έσωνε! Πάει! Είναι πεθαμένος!

 

We are undone, lady, we are undone!

Χαθήκαμε, χαθήκαμε κυρά μου, συφορά μας!

40

Alack the day! he's gone, he's kill'd, he's dead!

Μέρα κακή! Μας έφυγε, νεκρός και σκοτωμένος!

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

Can heaven be so envious?

Με ζήλεψε ο Ουρανός;

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

Romeo can,

Σε ζήλεψε ο Ρωμαίος

 

Though heaven cannot: O Romeo, Romeo!

κι ο Ουρανός δεν το μπορεί. Ρωμαίε αχ, Ρωμαίε!

 

Who ever would have thought it? Romeo!

Ποιος ήτανε να το σκεφτεί αυτό ποτέ, Ρωμαίε!

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

45

What devil art thou, that dost torment me thus?

Τι διάβολος είσαι εσύ, που έτσι με βασανίζεις;

 

This torture should be roar'd in dismal hell.

Στην μαύρη κόλαση αντηχούν μαρτύρια σαν ετούτο.

 

Hath Romeo slain himself? say thou but 'I,'

Ζει ο Ρωμαίος; Και μην πεις άλλο από ένα «όχι»

 

And that bare vowel 'I' shall poison more

Κι αυτό το «όχι» το μικρό είν’ το φαρμάκι πόχει[9]

 

Than the death-darting eye of cockatrice:

μόνο η οχιά η θανατερή μες του ματιού την κόχη.

50

I am not I, if there be such an I;

Κλείνει για εμέ του χάροντα η απόχη μ’ ένα «όχι».

 

Or those eyes shut, that make thee answer 'I.'

Ίσως λοιπόν η μοίρα μου γραμμένο τό ‘χει τ’ «όχι».

 

If he be slain, say 'I'; or if not, no:

Αν στη ζωή δεν είναι πια, πες «όχι» αλλιώς «ναι» μόνο.

 

Brief sounds determine of my weal or woe.

Ήχοι μικροί που ορίζουνε το γέλιο μου ή τον πόνο.

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

I saw the wound, I saw it with mine eyes,--

Την είδα με τα μάτια μου, την είδα την πληγή του

55

God save the mark!--here on his manly breast:

-σημάδι θεοβλόγητο- εδώ, στ’ άξιο του στήθος.

 

A piteous corse, a bloody piteous corse;

Άψυχο θλιβερό κορμί, άψυχο ματωμένο

 

Pale, pale as ashes, all bedaub'd in blood,

χλωμό, σαν στάχτη ολόχλωμο, στο αίμα βουτηγμένο.

 

All in gore-blood; I swounded at the sight.

Στα αίματα αιμόφυρτο, λίγωσα σαν το είδα.

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

O, break, my heart! poor bankrupt, break at once!

Σχίσου καρδιά μου! Επτώχευσες και σχίσου τώρα αμέσως!

60

To prison, eyes, ne'er look on liberty!

Φυλακωθείτε, μάτια, λεύτερα μη ξαναδείτε.

 

Vile earth, to earth resign; end motion here;

Σάρκα μου άθλια επέστρεψε στη γη. Κίνηση στάσου!

 

And thou and Romeo press one heavy bier!

Εσέ και τον Ρωμαίο μου μια πλάκα να σκεπάσει!

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

O Tybalt, Tybalt, the best friend I had!

Αχ! Ο Τυβάλτης, ο καλός μου φίλος ο Τυβάλτης!

 

O courteous Tybalt! honest gentleman!

Αχ, ο Τυβάλτης ο αβρός, ο τιμημένος νέος

65

That ever I should live to see thee dead!

που ήτανε να ζήσω εγώ, να δω το θάνατό του!

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

What storm is this that blows so contrary?

Τι θύελλα σηκώθηκε σαρώνοντας τα πάντα;

 

Is Romeo slaughter'd, and is Tybalt dead?

Σκοτώθηκε ο Ρωμαίος μου και πέθανε ο Τυβάλτης;

 

My dear-loved cousin, and my dearer lord?

Κι ο ακριβός μου ξάδελφος, κι ο ποθητός μου κύρης;

 

Then, dreadful trumpet, sound the general doom!

Τότε ας ηχήσει η σάλπιγγα Δευτέρα Παρουσία!

70

For who is living, if those two are gone?

Γιατί άμα πέθαναν κι οι δυο, ζωή σε ποιον αξίζει;

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

Tybalt is gone, and Romeo banished;

Μόν’ ο Τυβάλτης πέθανε. Ειν' ο Ρωμαίος χαμένος!

 

Romeo that kill'd him, he is banished.

Ο Ρωμαίος που τον σκότωσε είναι εξορισμένος.

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

O God! did Romeo's hand shed Tybalt's blood?

Θεέ! Το χέρι του έχυσε το αίμα του Τυβάλτη;

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

It did, it did; alas the day, it did!

Αυτό, αυτό, ώρα κακιά! Αυτός το έχει κάνει!

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

75

O serpent heart, hid with a flowering face!

Καρδιά φιδιού που έκρυβε μορφή ολανθισμένη!

 

Did ever dragon keep so fair a cave?

Είχε άλλος δράκος, άραγε, σπηλιά τόσο ωραία;

 

Beautiful tyrant! fiend angelical!

Ω τύρανε πανέμορφε, δαίμονα αγγελικέ μου!

 

Dove-feather'd raven! wolvish-ravening lamb!

Κίσσα περιστερόφτερη! Αρνί που είσαι λύκος!

 

Despised substance of divinest show!

Ω μισητή υπόσταση με θεϊκή την όψη!

80

Just opposite to what thou justly seem'st,

Το ακριβώς αντίθετο απ’ τ’ ακριβός που δείχνεις[10],

 

A damned saint, an honourable villain!

καταραμένος άγιος, αχρείος τιμημένος!

 

O nature, what hadst thou to do in hell,

Ω φύση! μες την κόλαση τι γύρευες να κάμεις

 

When thou didst bower the spirit of a fiend

και πήρες ενός δαίμονα ψυχή κι όπως το κλήμα

 

In moral paradise of such sweet flesh?

το φύτεψες στον όμορφο κήπο κορμιού ωραίου;

85

Was ever book containing such vile matter

Υπήρξε άραγε ποτέ βιβλίο κακογραμμένο

 

So fairly bound? O that deceit should dwell

με τόσο ωραίο δέσιμο; Πώς κατοικεί η απάτη

 

In such a gorgeous palace!

σε τέτοιο μεγαλόπρεπο παλάτι!

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

There's no trust,

Δεν έχει εμπιστοσύνη,

 

No faith, no honesty in men; all perjured,

πίστη και τιμιότητα άντρας κανείς. Προδότες.

90

All forsworn, all naught, all dissemblers.

Όλοι τους ψεύτες και κακοί, υποκριτές είν’ όλοι[11].

 

Ah, where's my man? give me some aqua vitae:

Πού είν’ ο υπηρέτης μου; Φέρε να πιω μια στάλα.

 

These griefs, these woes, these sorrows make me old.

Αυτοί οι λυγμοί, οι αναστεναγμοί, οι πίκρες με γεράσαν.

 

Shame come to Romeo!

Ντροπή Ρωμαίε σου έπρεπε!

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

Blister'd be thy tongue

Σπυριά βγάλε στη γλώσσα

95

For such a wish! he was not born to shame:

για τούτο που ξεστόμισες! Ντροπή αυτός δεν έχει.

 

Upon his brow shame is ashamed to sit;

Στο μέτωπό του ντρέπεται η ντροπή για να καθίσει.

 

For 'tis a throne where honour may be crown'd

Εκεί έχει θρόνο η Τιμή κι είναι στεφανωμένη

 

Sole monarch of the universal earth.

βασίλισσα μοναδική της οικουμένης όλης.

 

O, what a beast was I to chide at him!

Τι τέρας ήμουνα κι εγώ να τον κακολογήσω!

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

100

Will you speak well of him that kill'd your cousin?

Για του ξαδέρφου τον φονιά, θα πεις ωραία λόγια;

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

Shall I speak ill of him that is my husband?

Μα να μιλήσω άσχημα γι’ αυτόν που έχω άντρα;[12]

 

Ah, poor my lord, what tongue shall smooth thy name,

Αχ, κύρη μου φτωχέ εσύ, ποιος θα σε υποστηρίξει

 

When I, thy three-hours wife, have mangled it?

όταν εγώ, η τριών ωρών γυναίκα σου, σε βρίζω;

 

But, wherefore, villain, didst thou kill my cousin?

Τον ξάδερφό μου, όμως κακέ, γιατί να τον σκοτώσεις;

105

That villain cousin would have kill'd my husband:

Μα τότε ο ξάδερφος αυτός, θα είχε σφάξει εκείνον.

 

Back, foolish tears, back to your native spring;

Πίσω γυρίστε ανόητα δάκρυα στην πηγή σας.

 

Your tributary drops belong to woe,

Της λύπης φόρος έπρεπε να είν' οι σταλαγμοί σας,

 

Which you, mistaking, offer up to joy.

και κατά λάθος προσφορά τους χύνω στη χαρά μου.

 

My husband lives, that Tybalt would have slain;

Μα ζει ο άντρας μου, που ο Τυβάλτης θα ‘χε σφάξει.

110

And Tybalt's dead, that would have slain my husband:

και ο Τυβάλτης είν’ νεκρός, πριν μου σκοτώσει εκείνον.

 

All this is comfort; wherefore weep I then?

Παρηγοριά μου είν' αυτό. Τότε λοιπόν τι κλαίω;

 

Some word there was, worser than Tybalt's death,

Απ’ του Τυβάλτη το χαμό, μια πιο κακή όμως λέξη

 

That murder'd me: I would forget it fain;

άκουσα και με σκότωσε. Την ξέχναγα ευχαρίστως.

 

But, O, it presses to my memory,

Αλλ’ ώ! τη μνήμη μου βαριά μου την καταπλακώνει

115

Like damned guilty deeds to sinners' minds:

όπως οι πράξεις οι κακές το νου του εγκληματία:

 

'Tybalt is dead, and Romeo--banished;'

«Ο Ρωμαίος που τον σκότωσε είναι εξορισμένος»!

 

That 'banished,' that one word 'banished,'

Αυτή η λεξούλα «εξόρισαν», μια λέξη «εξορισμένος»

 

Hath slain ten thousand Tybalts. Tybalt's death

δέκα χιλιάδες έσφαξε Τυβάλτηδες. Εκείνου

 

Was woe enough, if it had ended there:

ο θρήνος έφτανε, αρκεί, να τέλειωνε εδώ πέρα.

120

Or, if sour woe delights in fellowship

Μ’ αν χαίρονται οι πικροί καημοί να έχουνε παρέα

 

And needly will be rank'd with other griefs,

και χρειάζεται να γίνονται στρατός με πίκρες άλλες,

 

Why follow'd not, when she said 'Tybalt's dead,'

γιατί δεν ακολούθησε, σαν είπε «πάει ο Τυβάλτης»

 

Thy father, or thy mother, nay, or both,

να πει «Πάει κι ο πατέρας σου, κι η μάνα σου ή κι οι δύο»

 

Which modern lamentations might have moved?

πράμα που ο πρεπούμενος θρήνος παρηγορούσε;

125

But with a rear-ward following Tybalt's death,

Μα η οπισθοφυλακή του «εχάθη ο Τυβάλτης»:

 

'Romeo is banished,' to speak that word,

«Ο Ρωμαίος είν’ εξόριστος», να πει αυτή τη φράση

 

Is father, mother, Tybalt, Romeo, Juliet,

είν’ του Τυβάλτη, του Ρωμαίου, της μάνας κι επομένως

 

All slain, all dead. 'Romeo is banished!'

και όλων μας ο θάνατος. «Ο Ρωμαίος εξορισμένος»!

 

There is no end, no limit, measure, bound,

Δεν έχει τέλος, όριο, μέτρημα κι αντιστοίχως,

130

In that word's death; no words can that woe sound.

θάνατος είναι η φράση αυτή. Θρήνος είναι ο ήχος!

 

Where is my father, and my mother, nurse?

Πού είναι ο πατέρας μου κι η μάνα τώρα Νένα;

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

Weeping and wailing over Tybalt's corse:

Κλαιν του Τυβάλτη και θρηνούν το σώμα πονεμένα.

 

Will you go to them? I will bring you thither.

Θέλεις να πας μαζί κι εσυ; Σε πάω εγώ εκεί πέρα.

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

Wash they his wounds with tears: mine shall be spent,

Πλένουν με δάκρυα τις πληγές. Άσε κι εγώ θα κλαίω

135

When theirs are dry, for Romeo's banishment.

όταν θα τους στρέψουνε, που διώξαν τον Ρωμαίο.

 

Take up those cords: poor ropes, you are beguiled,

Μάζεψε τις τριχιές. Φτωχά σχοινιά, εξαπατήσαν

 

Both you and I; for Romeo is exiled:

και σας και με και τον Ρωμαίο μου μακριά εξορίσαν.

 

He made you for a highway to my bed;

Σας έφτιαξε στην κλίνη μου γέφυρα ν’ ανεβαίνει.

 

But I, a maid, die maiden-widowed.

Παρθένα θε’ να χάνομαι, παρθένα χηρεμένη[13].

140

Come, cords, come, nurse; I'll to my wedding-bed;

Πάμε σχοινιά και Νένα μου, πέφτω στο μαξιλάρι.

 

And death, not Romeo, take my maidenhead!

Κι αντί ο Ρωμαίος, ο θάνατος, την παρθενιά μου ας πάρει.

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

 

Hie to your chamber: I'll find Romeo

Στην κάμαρά σου πήγαινε. ‘Γώ βρίσκω τον Ρωμαίο

 

 

To comfort you: I wot well where he is.

να έρθει για παρηγοριά. Ξέρω καλά που είναι.

 

 

Hark ye, your Romeo will be here at night:

Μ’ ακούς; Πάω να τον φέρω εγώ, τη νύχτα σου την πρώτη.

 

145

I'll to him; he is hid at Laurence' cell.

Πάω στο κελί που κρύβεται, του πάτερ Λαυρεντίου.

 

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

 

O, find him! give this ring to my true knight,

Ω, βρές και δώσ’ τη βέρα αυτή του αληθινού μου ιππότη,

 

 

And bid him come to take his last farewell.

πες του να έρθει να με βρει, και να μου πει αντίο.

 

   

 

ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ - ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ

Το κελί του πάτερ Λαυρεντίου.

 

 

Enter FRIAR LAURENCE and ROMEO

Εισέρχεται ο ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ και ο ΡΩΜΑΙΟΣ.

 

FRIAR LAURENCE:

ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ:

 

Romeo, come forth; come forth, thou fearful man:

Ρωμαίε πρόβαλε εδώ, έλα αγριεμένε.

 

Affliction is enamour'd of thy parts,

Η συμφορά ερωτεύθηκε την κάθε μια σου χάρη

 

And thou art wedded to calamity.

και συ πήρες για σύζυγο μόν' την καταστροφή σου.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Father, what news? what is the prince's doom?

Πάτερ τι νέα; Ο Πρίγκιπας πώς με καταδικάζει;

5

What sorrow craves acquaintance at my hand,

Ποια πίκρα ψάχνει να με βρει το χέρι να μου δώσει

 

That I yet know not?

που ακόμα δεν δοκίμασα;

 

FRIAR LAURENCE:

ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ:

 

Too familiar

Πολύ καλά την ξέρεις

 

Is my dear son with such sour company:

γιε μου αυτή τη συντροφιά, τόσο μεγάλης πίκρας.

 

I bring thee tidings of the prince's doom.

Φέρνω μαντάτα που αφορούν στου άρχοντα την κρίση.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

10

What less than dooms-day is the prince's doom?

Τι άλλο, από θάνατο θα 'χει ο άρχοντας ορίσει;

 

FRIAR LAURENCE:

ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ:

 

A gentler judgment vanish'd from his lips,

Πιο επιεικής η εντολή που έβγαλε απ’ τα χείλη

 

Not body's death, but body's banishment.

Δεν θέλει θάνατο κορμιού, μα του κορμιού εξορία.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Ha, banishment! be merciful, say 'death;'

Χα, εξορία! Λυπήσουμε και πες «τον θάνατό σου».

 

For exile hath more terror in his look,

Η εξορία πιο πολύ τρόμο έχει στη θωριά της

15

Much more than death: do not say 'banishment.'

απ’ όση ο θάνατος. Μη λες, παρακαλώ, «εξορία».

 

FRIAR LAURENCE:

ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ:

 

Hence from Verona art thou banished:

Απ’ τη Βερόνα στο εξής θα είσαι εξορισμένος.

 

Be patient, for the world is broad and wide.

Κάνε υπομονή, πλατύς και μέγας είν’ ο κόσμος.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

There is no world without Verona walls,

Δεν είναι κόσμος έξω από τα τείχη της Βερόνας,

 

But purgatory, torture, hell itself.

μοιάζει με καθαρτήριο, βάσανα, κόλαση ίδια.

20

Hence-banished is banish'd from the world,

Αν μ’ εξορίσουν από εδώ, απ’ τον κόσμο μ’ εξορίζουν.

 

And world's exile is death: then banished,

Νεκρός λογιέται ο εξόριστος του κόσμου κι η «εξορία»

 

Is death mis-term'd: calling death banishment,

μια λέξη για το «θάνατο» λάθος. Κι αν το πιστεύεις

 

Thou cutt'st my head off with a golden axe,

κόψε και το κεφάλι μου με ένα χρυσό τσεκούρι

 

And smilest upon the stroke that murders me.

και να γελάς στο χτύπημα που με κατασκοτώνει.

 

FRIAR LAURENCE:

ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ:

25

O deadly sin! O rude unthankfulness!

Θανάσιμο αμάρτημα! Φριχτή αχαριστία!

 

Thy fault our law calls death; but the kind prince,

Το έγκλημά σου θάνατος. Μα ο ευγενικός αφέντης

 

Taking thy part, hath rush'd aside the law,

για χάρη σου παράμερα το νόμο έχει βάλει,

 

And turn'd that black word death to banishment:

τη μαύρη λέξη «θάνατο» κάνοντας «εξορία»

 

This is dear mercy, and thou seest it not.

Είναι μεγάλο έλεος αυτό και δεν το βλέπεις.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

30

'Tis torture, and not mercy: heaven is here,

Μαρτύριο κι όχι έλεος! Εδώ είναι τα ουράνια

 

Where Juliet lives; and every cat and dog

που ζεί η Ιουλιέτα μου! Κάθε γάτα και σκύλος

 

And little mouse, every unworthy thing,

κάθε ποντίκι ελάχιστο και κάθε ανάξιο πλάσμα

 

Live here in heaven and may look on her;

ζούνε εδώ στον ουρανό, μπορούν να την κοιτάξουν.

 

But Romeo may not: more validity,

Μόν’ ο Ρωμαίος δεν μπορεί. Έχουν αξία περίσσια

35

More honourable state, more courtship lives

και πιο μεγάλη την τιμή, περσότερη τη χάρη

 

In carrion-flies than Romeo: they my seize

αυτές οι σκουληκόμυγες απ’ το Ρωμαίο. Αγγίζουν

 

On the white wonder of dear Juliet's hand

το χέρι το κατάλευκο, της λατρευτής Ιουλιέτας

 

And steal immortal blessing from her lips,

και κλέβουν την αθάνατη ευλογία των χειλιών της

 

Who even in pure and vestal modesty,

που μέσα στην παρθενική κι αγνή σεμνότητά τους

40

Still blush, as thinking their own kisses sin;

ντρέπονται με το αμάρτημα ν’ αγγίζει το ‘να τ’ άλλο.

 

But Romeo may not; he is banished:

Μα ο Ρωμαίος δεν μπορεί. Γιατί ‘ναι εξορισμένος.

 

Flies may do this, but I from this must fly:

Μπορούνε τα πετούμενα, μα εμέ μ’ έχουν πετάξει[14].

 

They are free men, but I am banished.

Εκείνα είν’ ελεύθερα κι εγώ εξορισμένος.

 

And say'st thou yet that exile is not death?

Μου λες λοιπόν πως θάνατος δεν είναι η εξορία;

45

Hadst thou no poison mix'd, no sharp-ground knife,

Δεν έχεις μείγμα φαρμακιού ή κοφτερό μαχαίρι

 

No sudden mean of death, though ne'er so mean,

ή άλλο μέσο ξαφνικού θανάτου, μα πιο πράο

 

But 'banished' to kill me?--'banished'?

για να χαθώ απ’ το «εξόριστος»; Λες «εξορία»;

 

O friar, the damned use that word in hell;

Ω πάτερ μου, τη λέξη αυτή στην κόλαση τη λένε

 

Howlings attend it: how hast thou the heart,

κι ακολουθούνε ουρλιαχτά. Και συ, καρδιά πώς έχεις

50

Being a divine, a ghostly confessor,

που είσαι ένας άγιος, πνευματικός πατέρας

 

A sin-absolver, and my friend profess'd,

και συγχωρείς αμαρτωλούς, φίλος αποδειγμένος

 

To mangle me with that word 'banished'?

να με συνθλίβεις λέγοντας τη λέξη «εξορία»;

 

FRIAR LAURENCE:

ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ:

 

Thou fond mad man, hear me but speak a word.

Ω, αγαπημένε μου τρελέ, άκου να πω μια λέξη.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

O, thou wilt speak again of banishment.

Ω, ξέρω,ξέρω τι θα πείς. Και πάλι εξορία.

 

FRIAR LAURENCE:

ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ:

55

I'll give thee armour to keep off that word:

Θα σου χαρίσω αρματωσιά, ν’ αντισταθείς στη λέξη:

 

Adversity's sweet milk, philosophy,

Της δυσκολίας τον γλυκό καρπό: Φιλοσοφία.

 

To comfort thee, though thou art banished.

Θα σε παρηγορεί εκεί, εξόριστος κι αν είσαι.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Yet 'banished'? Hang up philosophy!

Εξόριστος κι αν είμαι, λες; Χάρισμα η φιλοσοφία![15]

 

Unless philosophy can make a Juliet,

Εκτός κι αν ήταν δυνατό να ‘φτιαχνε μια Ιουλιέτα,

60

Displant a town, reverse a prince's doom,

πόλη να ξεθεμέλιωνε, τον πρίγκηπα ν' αλλάξει

 

It helps not, it prevails not: talk no more.

τότε καθόλου δε βοηθά, δεν ωφελεί. Σταμάτα.

 

FRIAR LAURENCE:

ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ:

 

O, then I see that madmen have no ears.

Ω, μα βλέπω ολοφάνερα, αυτιά οι τρελοί δεν έχουν.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

How should they, when that wise men have no eyes?

Πώς να’χουν, σαν δεν έχουνε κι οι γνωστικοί τα μάτια;[16]

 

FRIAR LAURENCE:

ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ:

 

Let me dispute with thee of thy estate.

Να σου μιλήσω, άφησε, για την κατάστασή σου.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

65

Thou canst not speak of that thou dost not feel:

Να μου μιλήσεις δεν μπορείς για κάτι που δε νιώθεις.

 

Wert thou as young as I, Juliet thy love,

Αν ήσουν νέος σαν εμέ κι είχες την Ιουλιέτα

 

An hour but married, Tybalt murdered,

μια ώρα μόλις παντρευτεί, σκοτώσει τον Τυβάλτη

 

Doting like me and like me banished,

αν αγαπούσες σαν εμέ κι ήσουν εξορισμένος,

 

Then mightst thou speak, then mightst thou tear thy hair,

τότε μπορούσες να μιλάς και να μαλλιοτραβιέσαι

70

And fall upon the ground, as I do now,

να κείτεσαι κατάχαμα, ως κάνω εγώ τώρα

 

Taking the measure of an unmade grave.

παίρνοντας μέτρα ενός πικρού άσκαφτου ακόμα τάφου.

 

(Knocking from within).

(Πέφτει κάτω, χτυπά η πόρτα).

 

FRIAR LAURENCE:

ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ:

 

Arise; one knocks; good Romeo, hide thyself.

Σήκω. Χτυπούν. Ρωμαίε μου, τρέχα και κρύψου κάπου.

 

(Knocking).

(Χτυπά η πόρτα).

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Not I; unless the breath of heartsick groans,

Όχι. Εκτός αν της καρδιάς οι αναστεναγμοί μου[17]

 

Mist-like, infold me from the search of eyes.

γίνουν ομίχλη και κρυφτώ κι όσους με ψάχνουν χάνω.

 

FRIAR LAURENCE:

ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ:

75

Hark, how they knock! Who's there? Romeo, arise;

Ακούς; Χτυπούν! -Ποιος είν’ εκεί;- Σήκω Ρωμαίε, πάνω.

 

Thou wilt be taken. Stay awhile! Stand up;

Θα σε συλλάβουν. -Μια στιγμή! -Σήκω σου λέω αμέσως.

 

Run to my study. By and by! God's will,

Τρέξε μες το γραφείο μου! –Αμέσως! Κύριε ελέησον,

 

What simpleness is this! I come, I come!

τι πράγματ’ ασυλλόγιστα! Έφτασα, φτάνω τώρα!

 

Who knocks so hard? whence come you?

Μα ποιος χτυπά με δύναμη; Ποιος είσαι;

80

what's your will?

Και τι θέλεις;

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

Let me come in, and you shall know my errand.

Άσε με πρώτα για να μπω να μάθεις τι σε θέλω.

 

I come from Lady Juliet.

Με στέλνει η κυρούλα μου, η λαίδη Ιουλιέτα.

 

FRIAR LAURENCE:

ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ:

 

Welcome, then.

Μα τότε καλωσόρισες.

 

(Enter NURSE).

(Εισέρχεται η ΠΑΡΑΜΑΝΑ).

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

O holy friar, O, tell me, holy friar,

Ω, άγιε πνευματικέ, πες μου, πνευματικέ μου

85

Where is my lady's lord, where's Romeo?

Πού ‘ν’ της κυράς μου ο σύζυγος, πού είναι ο Ρωμαίος;

 

FRIAR LAURENCE:

ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ:

 

There on the ground, with his own tears made drunk.

Εκεί κατάχαμα, μεθά από τα δάκρυά του.

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

O, he is even in my mistress' case,

Τα ίδια κι απαράλλαχτα κάνει και η κυρά μου.

 

Just in her case! O woful sympathy!

Ολόιδια! Πώς συμπάσχουνε στη θλίψη κι οι δύο!

 

Piteous predicament! Even so lies she,

Κατάσταση για κλάματα! Έτσι κι εκείνη πέφτει

90

Blubbering and weeping, weeping and blubbering.

θρηνώντας και οδύροντας, με οδυρμούς και θρήνους.

 

Stand up, stand up; stand, and you be a man:

Μα σήκω, σήκω, σήκω πια, πρέπει να δείξεις άντρας.

 

For Juliet's sake, for her sake, rise and stand;

Για χάρη της Ιουλιέτας σου, σήκω και στάσου όρθιος.

 

Why should you fall into so deep an O?

Τι έπεσες τόσο βαθιά σε τέτοια θρηνωδία;

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Nurse!

Αχ, παραμάνα!

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

95

Ah sir! ah sir! Well, death's the end of all.

Αχ, κύριε! Ο θάνατος είναι το τέλος όλων.[18]

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Spakest thou of Juliet? how is it with her?

Είπες για την Ιουλιέτα μου; Τι γίνεται μ' εκείνη;

 

Doth she not think me an old murderer,

Δε λέει πως είμαι ένας στυγνός απαίσιος δολοφόνος

 

Now I have stain'd the childhood of our joy

που λέκιασα την παιδική ηλικία της χαράς μας

 

With blood removed but little from her own?

με αίμα που λίγο έλειψε να είναι το δικό της;

100

Where is she? and how doth she? and what says

Πού είναι; Και πώς τα περνά; Και τι ‘ναι αυτό που λέει

 

My conceal'd lady to our cancell'd love?

η μυστική γυναίκα μου γι’ αγάπη που ακυρώθη;

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

O, she says nothing, sir, but weeps and weeps;

Κύριε δε λέει τίποτα, μον’ κλαίει κι όλο κλαίει.

 

And now falls on her bed; and then starts up,

Πότε πέφτει στην κλίνη της και πότε ξαναρχίζει

 

And Tybalt calls; and then on Romeo cries,

φωνάζοντας Τυβάλτη μια, και ύστερα Ρωμαίε.

105

And then down falls again.

Κι ύστερα πάλι κείτεται.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

As if that name,

Σαν τ’ όνομά μου να ‘ταν

 

Shot from the deadly level of a gun,

σφαίρα που απ’ όπλου χύθηκε, θανατηφόρου, στόμα

 

Did murder her; as that name's cursed hand

και την εσκότωσε σαν το καταραμένο χέρι

 

Murder'd her kinsman. O, tell me, friar, tell me,

που σκότωσε τον ξάδερφο. Για πες παπά, εμπρός μου,

110

In what vile part of this anatomy

σε ποιο κακό κομμάτι αυτού του αχρείου σώματός μου

 

Doth my name lodge? tell me, that I may sack

το όνομά μου κατοικεί; Πες να ξεθεμελιώσω

 

The hateful mansion.

το σπίτι του το μισητό.

 

(draws his dagger).

(Σύρει το ξίφος).

 

FRIAR LAURENCE:

ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ:

 

Hold thy desperate hand:

Τ’ απελπισμένο χέρι σου, κατέβασέ το κάτω!

 

Art thou a man? thy form cries out thou art:

Δεν είσαι άντρας; Στη μορφή, μου φαίνεται πως είσαι

115

Thy tears are womanish; thy wild acts denote

όμως γυναίκεια δάκρυα χύνεις κι οι πράξεις δείχνουν

 

The unreasonable fury of a beast:

μια εντελώς παράλογη μανία ενός θηρίου.

 

Unseemly woman in a seeming man!

Είσαι γυναίκα της ντροπής που μοιάζεις όμως μ’ άνδρα

 

Or ill-beseeming beast in seeming both!

σαν άγριο φέρεσαι θεριό κι ας μοιάζεις με τα δύο[19].

 

Thou hast amazed me: by my holy order,

Μ’ έχεις εκπλήξει. Ορκίζομαι στο άγιό μου τάγμα

120

I thought thy disposition better temper'd.

πως σε είχα φύση πιο καλή, να ελέγχεις το θυμό σου.

 

Hast thou slain Tybalt? wilt thou slay thyself?

Θες να πεθάνεις; Δεν αρκεί η θυσία του Τυβάλτη;

 

And stay thy lady too that lives in thee,

Θες να σκοτώσεις την κυρά που ζει μέσ’ από σένα

 

By doing damned hate upon thyself?

πράττοντας πράγμ’ ανόσιο κατά του εαυτού σου;

 

Why rail'st thou on thy birth, the heaven, and earth?

Τι βρίζεις ουρανό και γη και μέρα που εγεννήθης[20];

125

Since birth, and heaven, and earth, all three do meet

Η γέννηση, ο ουρανός κι η γη, τα τρία ανταμώσαν

 

In thee at once; which thou at once wouldst lose.

σε σε με μιας, που εσύ με μιας, θέλεις να καταστρέψεις.

 

Fie, fie, thou shamest thy shape, thy love, thy wit;

Αίσχος! Ντροπιάζεις τη μορφή, τον έρωτα, το νου σου

 

Which, like a usurer, abound'st in all,

σαν τοκογλύφος πλούσιος όπου τα έχει όλα

 

And usest none in that true use indeed

και τίποτε δεν χαίρεται καθ' όπως τους ταιριάζει

130

Which should bedeck thy shape, thy love, thy wit:

και πάν χαμένα κι η ομορφιά, κι ο έρωτας, κι ο νους σου:

 

Thy noble shape is but a form of wax,

Η ομορφιά σου η ευγενική, μορφή κερένια είναι

 

Digressing from the valour of a man;

που παρεκκλίνει απ’ τη σωστή αντρίκεια αξιοσύνη.

 

Thy dear love sworn but hollow perjury,

Η αγάπη που υποσχέθηκες είναι ρηχή απάτη

 

Killing that love which thou hast vow'd to cherish;

και τη σκοτώνεις μ' όλο που να τη φυλάς ορκίσθης.

135

Thy wit, that ornament to shape and love,

Ο νους σου που εστόλιζε μορφή μαζί κι αγάπη

 

Misshapen in the conduct of them both,

άσχημα φέρθηκε πολύ και στο ‘να και στο άλλο.

 

Like powder in a skitless soldier's flask,

Σαν το μπαρούτι στο φλασκί αδέξιου στρατιώτη

 

Is set afire by thine own ignorance,

που καίγεται και χάνεται από την άγνοιά του

 

And thou dismember'd with thine own defence.

έτσι κι εσύ χαλάς αυτά που έχεις ως άμυνά σου.

140

What, rouse thee, man! thy Juliet is alive,

Ξύπνησε άνθρωπε, λοιπον, και ζει η Ιουλιέτα

 

For whose dear sake thou wast but lately dead;

για χάρη της που κόντεψες να σκοτωθείς προσφάτως.

 

There art thou happy: Tybalt would kill thee,

Γι’ αυτό να χαίρεσαι. Και ο Τυβάλτης το χαμό σου

 

But thou slew'st Tybalt; there are thou happy too:

θέλησε μα τον σκότωσες. Κι αυτό χαρά σου είναι.

 

The law that threaten'd death becomes thy friend

Ο νόμος που με θάνατο απειλούσε, έγινε φίλος

145

And turns it to exile; there art thou happy:

και σ’ εξορία τράπηκε. Κι αυτό χαρά σου είναι..

 

A pack of blessings lights up upon thy back;

'λαφραίνουνε στην πλάτη σου ένα σωρό ευλογίες,

 

Happiness courts thee in her best array;

η ευτυχία δίπλα σου είν’ στα καλύτερά της

 

But, like a misbehaved and sullen wench,

μα όπως η κακότροπη και η ψυχρή κοπέλα

 

Thou pout'st upon thy fortune and thy love:

εσύ σουφρώνεις με θυμό σε τύχη και σε αγάπη.

150

Take heed, take heed, for such die miserable.

Πρόσεξε, γιατί δύστυχοι, τέτοιοι άνθρωποι πεθαίνουν.

 

Go, get thee to thy love, as was decreed,

Εμπρός και στην αγάπη σου πήγαινε, ως ορίσθη,

 

Ascend her chamber, hence and comfort her:

στην κάμαρη της σκάλωσε, και παρηγόρησέ την.

 

But look thou stay not till the watch be set,

Μα πρόσεξε, μην είσαι εκεί σαν οι σκοπιές αρχίσουν,

 

For then thou canst not pass to Mantua;

γιατί μετά δεν θα μπορείς στην Μάντουα να περάσεις

155

Where thou shalt live, till we can find a time

όπου θα ζήσεις στο εξής, μέχρι να βρούμε χρόνο

 

To blaze your marriage, reconcile your friends,

ο γάμος σας να κηρυχθεί, τα σόγια να μονιάσουν

 

Beg pardon of the prince, and call thee back

να πάρεις τη συγχώρεση κι ύστερα να γυρίσεις

 

With twenty hundred thousand times more joy

με είκοσι εκατομμύρια φορές χαρά γεμάτος

 

Than thou went'st forth in lamentation.

απ’ όσα κλάματα από δω μας φεύγεις λυπημένος

160

Go before, nurse: commend me to thy lady;

Συ παραμάνα, σύρε μπρος. Χαιρέτα την κυρά σου

 

And bid her hasten all the house to bed,

και πες να βιάσει όλους τους στο σπίτι να πλαγιάσουν.

 

Which heavy sorrow makes them apt unto:

Απ’ τη βαριά τη λύπη τους, πρόθυμα θα το κάνουν.

 

Romeo is coming.

Και ο Ρωμαίος έρχεται.

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

O Lord, I could have stay'd here all the night

Χριστέ, μπορούσα να ‘μενα δω πέρα όλη τη νύχτα

165

To hear good counsel: O, what learning is!

ν’ ακούω τέτοιες συμβουλές! Τι σού ‘ναι οι μορφωμένοι!

 

My lord, I'll tell my lady you will come.

Κύρη μου τρέχω της κυράς να πω ότι θα έλθεις

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Do so, and bid my sweet prepare to chide.

Κάν’ το και πες της μάλωμα πως θέλω, της γλυκιάς μου.

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

Here, sir, a ring she bid me give you, sir:

Εδώ, κύρη, τη βέρα της μου είπε να σου δώσω

 

Hie you, make haste, for it grows very late.

Γρήγορα, βιάσου κι έγινε αργά η ώρα ήδη.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

170

How well my comfort is revived by this!

Πόσο καλή παρηγοριά ξαναγεννάει ετούτο!

 

FRIAR LAURENCE:

ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ:

 

Go hence; good night; and here stands all your state:

Εμπρός λοιπόν. Νύχτα καλή. Σ' αυτό εξαρτώνται όλα:

 

Either be gone before the watch be set,

Ή φεύγεις πιο νωρίτερα, πριν η φρουρά αρχίσει[21]

 

Or by the break of day disguised from hence:

ή κατά το ξημέρωμα, μα μεταμφιεσμένος.

 

Sojourn in Mantua; I'll find out your man,

Παράμεινε στην Μάντουα. Θα βρω τον άνθρωπό σου

175

And he shall signify from time to time

και πότε – πότε μήνυμα θα στέλνω να μαθαίνεις

 

Every good hap to you that chances here:

κάθε που γίνεται καλή αλλαγή, για σε, δω πέρα.

 

Give me thy hand; 'tis late: farewell; good night.

Δώσ’ μου το χέρι. Είν’ αργά. Αντίο. Καληνύχτα

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

But that a joy past joy calls out on me,

Με κράζει η μεγαλύτερη χαρά απ’ τις χαρές μου.

 

It were a grief, so brief to part with thee: Farewell.

Χρόνος πικρός, τόσο μικρός για ν’ αποχωριστούμε. Να 'σαι καλά[22].

 

ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ - ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Θάλαμος εν τη οικία του Καπουλέτου

 

 

Εισέρχονται ο ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ, η ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΗ και ο ΠΑΡΗΣ

Εισέρχονται ο ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ, η ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΗ και ο ΠΑΡΗΣ

 

CAPULET:

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ:

 

Things have fall'n out, sir, so unluckily,

Κύριε, το πράγμα στράβωσε. Μ' αυτή την ατυχία

 

That we have had no time to move our daughter:

την κόρη μας δεν πρόλαβα να την προδιαθέσω.

 

Look you, she loved her kinsman Tybalt dearly,

Δείτε, αγαπούσε υπέρμετρα τον ξάδελφο Τυβάλτη

 

And so did I:--Well, we were born to die.

όπως κι εγώ. Μα τι να πεις; Όλοι μας θα χαθούμε[23].

5

'Tis very late, she'll not come down to-night:

Είναι αργά, και συνεπώς δεν κατεβαίνει απόψε.

 

I promise you, but for your company,

Σας βεβαιώνω πως κι εγώ, χάρη στη συντροφιά σας

 

I would have been a-bed an hour ago.

δεν είμαι στο κρεβάτι μου εδώ και μία ώρα.

 

PARIS:

ΠΑΡΗΣ:

 

These times of woe afford no time to woo.

Χαρά ο χάρος δεν χωρά κι αυτό καλά το ξέρω[24].

 

Madam, good night: commend me to your daughter.

Κυρία μου, καληνύχτα σας. Χαιρετισμούς στην κόρη.

 

LADY CAPULET:

ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΗ:

10

I will, and know her mind early to-morrow;

Ανυπερθέτως, και αύριο τη γνώμη της θα μάθω.

 

To-night she is mew'd up to her heaviness.

Απόψε κούρνιασε νωρίς από το βάρος που έχει.

 

CAPULET:

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ:

 

Sir Paris, I will make a desperate tender

Κύριε Πάρη, προσφορά σας κάνω βεβιασμένη

 

Of my child's love: I think she will be ruled

της κόρης μου τον έρωτα. Νομίζω θα υπακούσει

 

In all respects by me; nay, more, I doubt it not.

κι όλα θα κάνει όσα της πω. Και άλλα αναμφιβόλως.

15

Wife, go you to her ere you go to bed;

Γυναίκα, να τη δεις προτού να πέσεις στο κρεβάτι,

 

Acquaint her here of my son Paris' love;

πες της για την αγάπη που ο γιος μου ο Πάρης έχει

 

And bid her, mark you me, on Wednesday next--

και διάταξε την, άκου με, η επόμενη Τετάρτη…

 

But, soft! what day is this?

Σιγά, τι μέρα έχουμε;

 

PARIS:

ΠΑΡΗΣ:

 

Monday, my lord,

Δευτέρα, κύριέ μου.

 

CAPULET:

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ:

20

Monday! ha, ha! Well, Wednesday is too soon,

Α, χά! Δευτέρα! Ε, λοιπόν, νωρίς είν' η Τετάρτη[25].

 

O' Thursday let it be: o' Thursday, tell her,

Ας γίνει Πέμπτη. Να της πεις ότι αυτή την Πέμπτη

 

She shall be married to this noble earl.

παντρεύεται μ' αυτόν εδώ τον ευγενή μας κόμη.

 

Will you be ready? do you like this haste?

Νομίζεις θα ‘σαι έτοιμη; Σ' αρέσει αυτή η βιασύνη;

 

We'll keep no great ado,--a friend or two;

Δεν θα γενεί ντόρος πολύς. Ένας φίλος ή δύο,

25

For, hark you, Tybalt being slain so late,

γιατί, άκουσε, ο θάνατος νωρίς είν' του Τυβάλτη

 

It may be thought we held him carelessly,

και θα σκεφτούν απρόσεκτα φερόμαστε, αν ίσως,

 

Being our kinsman, if we revel much:

όντας εκείνος συγγενής, εμείς γλεντοκοπάμε.

 

Therefore we'll have some half a dozen friends,

Γι' αυτό θα προσκαλέσουμε μόνο πεντ' – έξι φίλους

 

And there an end. But what say you to Thursday?

και τέλος. Άραγε εσείς, τι λέτε για την Πέμπτη;

 

PARIS:

ΠΑΡΗΣ:

30

My lord, I would that Thursday were to-morrow.

Κύριε, λέω, ας ήτανε αυτή η Πέμπτη αύριο.

 

CAPULET:

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ:

 

Well get you gone: o' Thursday be it, then.

Λοιπόν ώρα να φύγουμε. Την Πέμπτη! Εκανονίσθη!

 

Go you to Juliet ere you go to bed,

Κυρά, πριν στο κρεβάτι σου πας, δες την Ιουλιέτα

 

Prepare her, wife, against this wedding-day.

Ετοίμασ’ την για την καλή του γάμου της ημέρα.

 

Farewell, my lord. Light to my chamber, ho!

Κύριε καληνύχτα σας. Το φως στα δώματά μου!

35

Afore me! it is so very very late,

Να πάρει! Τόσο αργά πλέον θα πήγε η ώρα

 

That we may call it early by and by.

ώστε κανένας και νωρίς, θα πει σε λίγο ότι είναι[26].

 

Good night.

Καλή σας νύχτα το λοιπόν.

 

ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ - ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ.

Το δωμάτιο της Ιουλιέτας

 

 

Εισέρχονται ο ΡΩΜΑΙΟΣ και η ΙΟΥΛΙΕΤΑ

Εισέρχονται ο ΡΩΜΑΙΟΣ και η ΙΟΥΛΙΕΤΑ

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

Wilt thou be gone? it is not yet near day:

Μα φεύγεις τόσο γρήγορα; δεν χάραξε ακόμα.

 

It was the nightingale, and not the lark,

Δεν ήταν ο κορυδαλλός μα το γλυκό αηδόνι[27]

 

That pierced the fearful hollow of thine ear;

που τρύπησε το φοβισμένο άνοιγμα του αυτιού σου

 

Nightly she sings on yon pomegranate-tree:

Τα βράδια γλυκοκελαηδεί μες τη ροδιά, εκεί πέρα[28].

5

Believe me, love, it was the nightingale.

Ήταν τ’ αηδόνι αγάπη μου, το ξέρω, πίστεψέ με[29].

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

It was the lark, the herald of the morn,

Μα ήταν ο κορυδαλλός, ο κήρυκας της μέρας

 

No nightingale: look, love, what envious streaks

και όχι τ' αηδόνι. Δες, καλή μου, φθονερά χαράκια

 

Do lace the severing clouds in yonder east:

που μουτζουρώνουν διώχνοντας τα σύννεφα εκεί πέρα.

 

Night's candles are burnt out, and jocund day

Σβήσαν της νύχτας τα κεριά κι ευδιάθετη η μέρα

10

Stands tiptoe on the misty mountain tops.

στέκεται στ’ ακροδάχτυλα στους παχνιασμένους λόφους.

 

I must be gone and live, or stay and die.

Πρέπει να φύγω να σωθώ, ή αν μείνω θα πεθάνω.

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

Yon light is not day-light, I know it, I:

Το ξέρω εγώ, ξημέρωμα αυτό το φως δεν είναι.

 

It is some meteor that the sun exhales,

Είναι κάποιο μετέωρο που βγαίνει από τον ήλιο[30]

 

To be to thee this night a torch-bearer,

για να σου γίνει τη νυχτιά αυτή λαμπαδηφόρος,

15

And light thee on thy way to Mantua:

να σου φωτίζει καθαρά το δρόμο για τη Μάντουα.

 

Therefore stay yet; thou need'st not to be gone.

Γι’ αυτό λίγο περίμενε. Δε χρειάζεται να φύγεις.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Let me be ta'en, let me be put to death;

Ασ’ τους να με συλλάβουνε, σε θάνατο ας με ρίξουν.

 

I am content, so thou wilt have it so.

Ειμαι τόσο χαρούμενος που η χάρη ας σου γίνει.

 

I'll say yon grey is not the morning's eye,

Θα πω αυτό το γαλανό, δεν είν’ αυγής το μάτι

20

'Tis but the pale reflex of Cynthia's brow;

αλλά χλωμή αντανάκλαση απ’ της Κύνθιας το φρύδι[31].

 

Nor that is not the lark, whose notes do beat

Κι ούτ’ είναι ο κορυδαλλός, που οι νότες του χτυπούνε

 

The vaulty heaven so high above our heads:

τον θολωτό μας ουρανό, ψηλά στις κεφαλές μας.

 

I have more care to stay than will to go:

Θέλει η ψυχή μου πιο πολύ να μείνει απ' το να πάει.

 

Come, death, and welcome! Juliet wills it so.

Θάνατε, έλα ευπρόσδεκτος! Η Ιουλιέτα το ζητάει.

25

How is't, my soul? let's talk; it is not day.

Ψυχή μου, έλα λέγε μου. Δεν είναι ακόμα μέρα.

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

It is, it is: hie hence, be gone, away!

Αχ είναι, είναι, βιάσου πια. Φύγε, τώρα αμέσως!

 

It is the lark that sings so out of tune,

Και είναι ο κορυδαλλός που τραγουδάει φάλτσα,

 

Straining harsh discords and unpleasing sharps.

φωνάζοντας κακόηχα και σκούζοντας αδέξια.

 

Some say the lark makes sweet division;

Λένε πως ο κορυδαλλός γλυκά γυρίσματα έχει

30

This doth not so, for she divideth us:

όμως δεν είν’ αυτό σωστό: μου φεύγεις - δε γυρίζεις.

 

Some say the lark and loathed toad change eyes,

Λένε πως με τον βάτραχο έχει ανταλλάξει μάτια[32]

 

O, now I would they had changed voices too!

Αχ, να ‘τανε ν' αλλάζανε ακόμα κι οι φωνές τους

 

Since arm from arm that voice doth us affray,

αφού ετούτη η φωνή, χέρι από χέρι αμπώχνει,

 

Hunting thee hence with hunt's-up to the day,

και από εδώ σε κυνηγά, με κυνηγιού τραγούδι[33].

35

O, now be gone; more light and light it grows.

Ω, φύγε τώρα και το φώς όλο και μεγαλώνει.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

More light and light; more dark and dark our woes!

Όσο περ’σότερο το φώς, ο θρήνος μας νυχτώνει!

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

Madam!

Κυρά μου;

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

Nurse?

Παραμάνα μου;

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

Your lady mother is coming to your chamber:

Έρχεται η κυρα-μάνα σου, προς το δωμάτιό σου.

40

The day is broke; be wary, look about.

Το νου σας και προσέχετε, η μέρα ξεκινάει.

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

Then, window, let day in, and let life out.

Παράθυρο, ας μπει το φως, και η ζωή ας πάει.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Farewell, farewell! one kiss, and I'll descend.

Γεια και χαρά, γεια και χαρά, ένα φιλί και πάω.

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

Art thou gone so? love, lord, ay, husband, friend!

Φεύγεις; Αχ, κύρη μου, άνδρα μου, ψυχή μου, σ' αγαπάω!

 

I must hear from thee every day in the hour,

Θέλω να έχω νέα σου κάθε μέρα της ώρας,

45

For in a minute there are many days:

γιατί υπάρχουν στο λεπτό πάρα πολλές ημέρες.

 

O, by this count I shall be much in years

Ω, με το μέτρημα αυτό, χρόνια θα 'χω γεράσει

 

Ere I again behold my Romeo!

προτού κρατήσω αγκαλιά και πάλι τον Ρωμαίο.

 

(Exit ROMEO)

(Εξέρχεται ο ΡΩΜΑΙΟΣ)

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Farewell!

Γεια και χαρά!

 

I will omit no opportunity

Κάθε ευκαιρία δοσμένη

50

That may convey my greetings, love, to thee.

θα στέλνω χαιρετίσματα, σε σένα αγαπημένη.

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

O think'st thou we shall ever meet again?

Νομίζεις ότι κάποτε θα ξανασυναντηθούμε;

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

I doubt it not; and all these woes shall serve

Εγώ είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Τα κλάματα θα γίνουν

 

For sweet discourses in our time to come.

γλυκά αναθυμήματα τα χρόνια που θα ‘ρθούνε.

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

O God, I have an ill-divining soul!

Θεέ μου, ένα προαίσθημα κακό έχει η ψυχή μου!

55

Methinks I see thee, now thou art below,

Νομίζω πως μου φαίνεσαι, τώρα που είσαι κάτω

 

As one dead in the bottom of a tomb:

σαν πεθαμένος άνθρωπος στο βάθος ενός τάφου

 

Either my eyesight fails, or thou look'st pale.

Ή με γελούν τα μάτια μου ή σαν χλωμός μου δείχνεις.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

And trust me, love, in my eye so do you:

Έτσι κι εσύ αγάπη μου, φαίνεσαι στη ματιά μου

 

Dry sorrow drinks our blood. Adieu, adieu!

Πίνει το αίμα η λύπη μας. Αντίο, παρηγοριά μου!

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

60

O fortune, fortune! all men call thee fickle:

Ω, τύχη, τύχη! Άστατη σε λένε οι ανθρώποι

 

If thou art fickle, what dost thou with him.

Αν τύχει κι είσαι άπιστη, τι θέλεις από εκείνον

 

That is renown'd for faith? Be fickle, fortune;

που ξέρουν όλοι για πιστό; Άστατη μείνε τύχη

 

For then, I hope, thou wilt not keep him long,

γιατί, ελπίζω για πολύ να μην μου τον κρατήσεις

 

But send him back.

να μου τον στείλεις γρήγορα.

 

LADY CAPULET:

ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΗ (απ' έξω):

65

Ho, daughter, are you up?

Κόρη μου είσαι ξύπνητή;

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

Who is't that calls? is it my lady mother?

Ποιος με φωνάζει άραγε; Εσείς είσθε μητέρα;

 

Is she not down so late, or up so early?

Δεν πλάγιασε τόσο αργά, ή έχει νωρίς ξυπνήσει;

 

What unaccustom'd cause procures her hither?

Ποιος λόγος ασυνήθιστος τη φέρνει εδώ πέρα;

 

LADY CAPULET:

ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΗ (μπαίνοντας):

 

Why, how now, Juliet!

Πώς είσαι Ιουλιέτα μου;

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

70

Madam, I am not well.

Όχι καλά μητέρα.

 

LADY CAPULET:

ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΗ:

 

Evermore weeping for your cousin's death?

Θρηνείς ακόμη τον χαμό και κλαις, του εξάδερφού σου;

 

What, wilt thou wash him from his grave with tears?

Τι, με τα δάκρυα θαρρείς τον τάφο του θα πλύνεις;

 

An if thou couldst, thou couldst not make him live;

Μα κι αν μπορούσες, δεν μπορείς να τον ξαναναστήσεις.

 

Therefore, have done: some grief shows much of love;

Γι’ αυτό σταμάτα: η σύνεση στη θλίψη δείχνει αγάπη[34].

75

But much of grief shows still some want of wit.

Μα η θλίψη δίχως όρια δείχνει έλλειψη σοφίας.

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

Yet let me weep for such a feeling loss.

Άσε να κλάψω το λοιπόν αυτό που έχω χάσει[35].

 

LADY CAPULET:

ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΗ:

 

So shall you feel the loss, but not the friend

Μόνο εσύ νιώθεις τον χαμό, κι όχι ο αγαπημένος,

 

Which you weep for.

για το οποίο τώρα κλαις[36].

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

Feeling so the loss,

Μα νιώθοντας τι έχασα

80

Cannot choose but ever weep the friend.

άλλο δεν έχω απ’ το να θρηνώ για κείνο που αγαπούσα[37].

 

LADY CAPULET:

ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΗ:

 

Well, girl, thou weep'st not so much for his death,

Κοπέλα μου τόσο δεν κλαις τον θάνατο εκείνου

 

As that the villain lives which slaughter'd him.

όσο που ζει ο άθλιος που πήρε τη ζωή του.

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

What villain madam?

Ποιος άθλιος μητέρα μου;

 

LADY CAPULET:

ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΗ:

 

That same villain, Romeo.

Ο άθλιος Ρωμαίος

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

(aside)

(μόνη της)

85

Villain and he be many miles asunder.

Εκείνος κι η αθλιότητα απέχουν παρασάγγες!

 

(to LADY CAPULET)

(στη Λαίδη Καπουλέτη)

 

God pardon him! I do, with all my heart,

Να τον σχωρέσει ο Θεός. Εγώ με την καρδιά μου

 

And yet no man like he doth grieve my heart.

αν και κανείς δεν πλήγωσε ως 'κείνος την καρδιά μου.

 

LADY CAPULET:

ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΗ:

 

That is, because the traitor murderer lives.

Αυτό συμβαίνει γιατί ζει ο προδότης δολοφόνος.

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

Ay, madam, from the reach of these my hands:

Αχ, ναι μητέρα, και μακριά απ’ αυτά εδώ τα χέρια.

90

Would none but I might venge my cousin's death!

Μακάρι να εκδικιόμουνα μόνη τον ξάδερφό μου!

 

LADY CAPULET:

ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΗ:

 

We will have vengeance for it, fear thou not:

Θα πάρουμε εκδίκηση γι’ αυτό, και μη φοβάσαι.

 

Then weep no more. I'll send to one in Mantua,

Πάψε λοιπόν τα κλάματα. Στην Μάντουα θα στείλω

 

Where that same banish'd runagate doth live,

που αυτός ο άθλιος τώρα ζει, φυγάς εξορισμένος

 

Shall give him such an unaccustom'd dram,

και θα του δώσουν κέρασμα όχι συνηθισμένο

95

That he shall soon keep Tybalt company:

γοργά να πάει συντροφιά να κάνει στον Τυβάλτη.

 

And then, I hope, thou wilt be satisfied.

Έτσι ελπίζω τότε πια να ‘σαι ευχαριστημένη.

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

Indeed, I never shall be satisfied

Αλήθεια! Ευχαρίστηση δεν έχω πιο μεγάλη

 

With Romeo, till I behold him--dead--

απ' του Ρωμαίου τη θωριά να δω, θανατωμένη,

 

Is my poor heart for a kinsman vex'd.

πικρή, είν' η καρδιά μου απ' το χαμό του συγγενή μου[38].

100

Madam, if you could find out but a man

Μητέρα, εάν μου βρίσκατε εσείς αυτόν τον άνδρα

 

To bear a poison, I would temper it;

φαρμάκι που θα του 'δινε, μόνη θα το ΄χα φτιάξει

 

That Romeo should, upon receipt thereof,

ώστε ο Ρωμαίος τη στιγμή που θα το είχε πάρει

 

Soon sleep in quiet. O, how my heart abhors

σε ύπνο να 'πεφτε γλυκό. Ω, πώς μισεί η καρδιά μου

 

To hear him named, and cannot come to him.

ν’ ακούω τ’ όνομά του και κοντά του να μην είμαι

105

To wreak the love I bore my cousin

να ξέσπαγε η αγάπη μου, που 'χα στον ξάδερφό μου

 

Upon his body that slaughter'd him!

πάνω σε κείνου το κορμί, όπου τον έχει σφάξει.

 

LADY CAPULET:

ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΗ:

 

Find thou the means, and I'll find such a man.

Συ βρες τα χρειαζούμενα κι έχω τον άνθρωπό σου.

 

But now I'll tell thee joyful tidings, girl.

Μα, κόρη μου, άσε να σου πω χαρούμενα μαντάτα.

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

And joy comes well in such a needy time:

Καλοδεχούμενη η χαρά σε τέτοιες μαύρες ώρες

110

What are they, I beseech your ladyship?

Και ποια είν' αυτά παρακαλώ, για πείτε μου μητέρα;

 

LADY CAPULET:

ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΗ:

 

Well, well, thou hast a careful father, child;

Λοιπόν, παιδί μου, στοργικόν πολύ, πατέρα έχεις

 

One who, to put thee from thy heaviness,

τέτοιον που για ξαλάφρωμα απ' το μεγάλο βάρος

 

Hath sorted out a sudden day of joy,

σου ετοίμασε στα ξαφνικά, μέρα χαρά γεμάτη

 

That thou expect'st not nor I look'd not for.

που ούτε συ περίμενες, ούτε κι εγώ ζητούσα.

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

115

Madam, in happy time, what day is that?

Μητέρα, πείτε γρήγορα, τι μέρα είν' ετούτη;

 

LADY CAPULET:

ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΗ:

 

Marry, my child, early next Thursday morn,

Γάμος, παιδί μου, και νωρίς το πρωινό της Πέμπτης.

 

The gallant, young and noble gentleman,

Το ανδρείο, το ευγενικό, το νέο παλληκάρι,

 

The County Paris, at Saint Peter's Church,

ο αριστοκράτης Πάρης μας, κάτω στον Άγιο Πέτρο

 

Shall happily make thee there a joyful bride.

μετα χαράς χαρούμενη νύφη του θα σε κάμει.

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

120

Now, by Saint Peter's Church and Peter too,

Α, μα την εκκλησία του και τ' Άγιου Πέτρου η χάρη,

 

He shall not make me there a joyful bride.

δεν πρόκειται χαρούμενη νύφη του να με κάμει.

 

I wonder at this haste; that I must wed

Αναρωτιέμαι η βιάση αυτή του γάμου τι σημαίνει

 

Ere he, that should be husband, comes to woo.

προτού να έρθει ο γαμπρός και καν να με κορτάρει;.

 

I pray you, tell my lord and father, madam,

Παρακαλώ μητέρα, πες, στον κύρη και πατέρα

125

I will not marry yet; and, when I do, I swear,

ακόμη δεν παντρεύομαι. Κι ορκίζομαι αν γίνει

 

It shall be Romeo, whom you know I hate,

θα πάρω τον Ρωμαίο που βαστώ μεγάλο μίσος

 

Rather than Paris. These are news indeed!

παρά τον Πάρη. Αληθινά, χαρούμενα μαντάτα!

 

(Enter CAPULET and NURSE).

(Εισέρχονται ο ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ και η ΠΑΡΑΜΑΝΑ).

 

LADY CAPULET:

ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΗ:

 

Here comes your father; tell him so yourself,

Να έρχεται ο πατέρας σου. Πες του τα μοναχή σου

 

And see how he will take it at your hands.

και δες πώς την αντίδραση, που έχεις, θα την πάρει.

 

CAPULET:

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ:

130

When the sun sets, the air doth drizzle dew;

Στου ήλιου το βασίλεμα, η γη δροσοσταλάζει.

 

But for the sunset of my brother's son

Μα τώρα που βασίλεψε ο γιος του αδερφού μου

 

It rains downright.

ρίχνει βροχή για τα καλά.

 

How now! a conduit, girl? what, still in tears?

Τι έγινες κορίτσι μου, βρύση; Ακόμα δάκρυα;

 

Evermore showering? In one little body

Θα κλαίς για πάντα το λοιπόν; Ένα μικρό κορμάκι

135

Thou counterfeit'st a bark, a sea, a wind;

το έκαμες και θάλασσα και βάρκα και αγέρα.

 

For still thy eyes, which I may call the sea,

Και λέω ότι θάλασσα τα μάτια σου πως είναι

 

Do ebb and flow with tears; the bark thy body is,

που κύμα έχει τα δάκρυα. Βάρκα 'ναι το κορμί σου

 

Sailing in this salt flood; the winds, thy sighs;

που πλέει στ' αλμυρά νερά. Οι στεναγμοί σου αγέρας

 

Who, raging with thy tears, and they with them,

που αυξάνει απ' τα δάκρυα κι εκείνα από εκείνον

140

Without a sudden calm, will overset

και αν δεν γαληνέψουνε θ' αναποδογυρίσει

 

Thy tempest-tossed body. How now, wife!

το ανεμόδαρτο αυτό κορμί. Για πες, γυναίκα,

 

Have you deliver'd to her our decree?

της ανακοίνωσες λοιπόν ποια είν' η απόφασή μας;

 

LADY CAPULET:

ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΗ:

 

Ay, sir; but she will none, she gives you thanks.

Ναι κύρη μου, σ' ευχαριστεί, μα όμως δεν το θέλει.

 

I would the fool were married to her grave!

Μακάρι η ανόητη γάμο να 'χε στον τάφο!

 

CAPULET:

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ:

145

Soft! take me with you, take me with you, wife.

Σιγά! Εξήγησέ το μου, γυναίκα, πες το πάλι.

 

How! will she none? doth she not give us thanks?

Πώς! Δεν το θέλει; Δεν αντιγυρνά ευχαριστίες;

 

Is she not proud? doth she not count her blest,

Δεν είναι υπερήφανη; Δε νιώθει ευγνωμοσύνη

 

Unworthy as she is, that we have wrought

που αν και είν' ανάξια, μπορέσαμε επιτέλους

 

So worthy a gentleman to be her bridegroom?

τόσο σπουδαίο νεαρό να βρούμε για γαμπρό μας;

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

150

Not proud, you have; but thankful, that you have:

Δεν είμαι υπερήφανη, ευγνώμων είμαι μόνο.

 

Proud can I never be of what I hate;

Για κάποιο πράγμα που μισώ περήφανη δεν είμαι.

 

But thankful even for hate, that is meant love.

Μα ευγνωμονώ το μίσος, αν, προέρχεται από αγάπη[39].

 

CAPULET:

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ:

 

How now, how now, chop-logic! What is this?

Παράτα τα σοφίσματα! Τι πράματ' είναι τούτα;

 

'Proud,' and 'I thank you,' and 'I thank you not;'

«Περήφανη» κι «ευχαριστώ», κι «ευχαριστώ δεν θέλω»

155

And yet 'not proud,' mistress minion, you,

και «δεν είμαι περήφανη»! Άκου κυρά-μικρή μου

 

Thank me no thankings, nor, proud me no prouds,

σταμάτα με τα ευχαριστώ και με τις περηφάνιες

 

But fettle your fine joints 'gainst Thursday next,

κι ετοίμασε τα πόδια σου την Πέμπτη που θα έρθει

 

To go with Paris to Saint Peter's Church,

στον Άγιο Πέτρο φρόνιμα να έρθεις με τον Πάρη.

 

Or I will drag thee on a hurdle thither.

Αλλιώς σε πάω ως εκεί συρτή με το καρότσι.

160

Out, you green-sickness carrion! out, you baggage!

Τσακίσου, σταχτοπράσινο όρνιο! Βρώμα τσακίσου!

 

You tallow-face!

Χτικιάρικο!

 

LADY CAPULET:

ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΗ:

 

Fie, fie! what, are you mad?

Ντροπή, ντροπή! Τρελάθηκες τελείως;

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

Good father, I beseech you on my knees,

Καλέ πατέρα, εκλιπαρώ, στα γόνατα σου πέφτω

 

Hear me with patience but to speak a word.

Άκουσε με υπομονή που θα σου πω ένα λόγο.

 

CAPULET:

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ:

165

Hang thee, young baggage! disobedient wretch!

Κρεμάσου παλιοθήλυκο! Και ανυπάκουο πλάσμα!

 

I tell thee what: get thee to church o' Thursday,

Σου λέω μόνο πως θα πας στη εκκλησιά την Πέμπτη!

 

Or never after look me in the face:

Το πρόσωπό μου, αλλιώς, ξανά ποτέ μην αντικρίσεις.

 

Speak not, reply not, do not answer me;

Μη μου μιλάς, μη μου απαντάς, μην μου αντιμιλήσεις.

 

My fingers itch. Wife, we scarce thought us blest

Με τρώει το χέρι μου. Κυρά, καημό είχαμε πάντα

170

That God had lent us but this only child;

που ο θεός μας χάρισε ένα παιδί μονάχα.

 

But now I see this one is one too much,

Μα βλέπω τώρα πως κι αυτό παραπανίσιο είναι

 

And that we have a curse in having her:

Μας έχουνε καταραστεί κι έχουμε κόρη τέτοια.

 

Out on her, hilding!

Όξω από δω, παλιόπραμα!

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

God in heaven bless her!

Ο επουράνιος Θεός, να 'ναι βοήθειά της!

175

You are to blame, my lord, to rate her so.

Αφέντη μου έχεις άδικο, έτσι όπως την κρίνεις.

 

CAPULET:

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ:

 

And why, my lady wisdom? hold your tongue,

Γιατί κυρά σοφία μου; Στη γλώσσα κάμε κράτει

 

Good prudence; smatter with your gossips, go.

με σύνεση. Να φλυαρείς σύρε στις κουτσομπόλες.

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

I speak no treason.

Δεν λέω τίποτα κακό.

 

CAPULET:

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ:

 

O, God ye god-den.

Μα τον Θεό σταμάτα.

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

180

May not one speak?

Τώρα απαγορεύεται και να μιλούμε ακόμα;

 

CAPULET:

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ:

 

Peace, you mumbling fool!

Πάψε τα μουρμουρίσματα ανόητη και χάσου!

 

Utter your gravity o'er a gossip's bowl;

Να πεις τα βαθυστόχαστα στις άλλες κουτσομπόλες.

 

For here we need it not.

Εδώ δεν μας χρειάζονται.

185

LADY CAPULET:

ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΗ:

 

You are too hot.

Έχεις πολύ ανάψει.

 

CAPUL`ET:

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ:

185

God's bread! it makes me mad:

Ε, μα τη θεία Κοινωνιά, αυτή θα με τρελάνει!

 

Day, night, hour, tide, time, work, play,

Μέρα και νύχτα και λεπτό, ή σε δουλειά ή σε σχόλη,

 

Alone, in company, still my care hath been

μονάχος ή με συντροφιά, είχα μια μόνη έγνοια,

 

To have her match'd: and having now provided

το πώς θα την επάντρευα. Και τώρα που της βρήκα

 

A gentleman of noble parentage,

ένα παιδί τόσο καλό, αρχοντογεννημένο

190

Of fair demesnes, youthful, and nobly train'd,

με περιουσία αρκετή, νέο και μορφωμένο,

 

Stuff'd, as they say, with honourable parts,

γεμάτο, ως λεν, με αρετές και τιμημένες χάρες,

 

Proportion'd as one's thought would wish a man;

με αναλογίες που θα ’θελε η κάθε μια για άντρα,

 

And then to have a wretched puling fool,

να έχω ένα ξόανο κλαψιάρικο μπροστά μου,

 

A whining mammet, in her fortune's tender,

μια μαριονέτα θλιβερή, που η τύχη της γελάει

195

To answer 'I'll not wed; I cannot love,

κι αυτή απαντά «δεν αγαπώ», «τον γάμο δεν τον θέλω»

 

I am too young; I pray you, pardon me.'

«είμαι μικρή», «παρακαλώ», «συγχώρεση γυρεύω»

 

But, as you will not wed, I'll pardon you:

Μωρέ, σε συγχωρώ εγώ καλά ο γάμος αν δε γίνει:

 

Graze where you will you shall not house with me:

να πας να βόσκεις όπου αλλού, στο σπίτι μου δε μένεις!

 

Look to't, think on't, I do not use to jest.

Ιδές και σκέψου μόνη σου, εγώ δεν χωρατεύω.

200

Thursday is near; lay hand on heart, advise:

Βάλε το χέρι στην καρδιά και πράξε. Η Πέμπτη ήρθε.

 

An you be mine, I'll give you to my friend;

Αν λες πως είσαι κόρη μου, στον φίλο μου σε δίνω.

 

And you be not, hang, beg, starve, die in

Μα σαν δεν είσαι, να χαθείς, ζητιάνευε και πείνα

 

the streets,

στους δρόμους ψοφολόγησε.

 

For, by my soul, I'll ne'er acknowledge thee,

Γιατί, μα την ψυχή μου, στο εξής σ' αποκληρώνω

205

Nor what is mine shall never do thee good:

κι απ' όσα έχω τίποτα καλό δεν θα σου κάμει.

 

Trust to't, bethink you; I'll not be forsworn.

Σίγουρη να 'σαι. Σκέψου το. Κι ό,τι είπα δεν ξελέω.

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

Is there no pity sitting in the clouds,

Μα λύπηση στα σύννεφα για μένα δεν υπάρχει,

 

That sees into the bottom of my grief?

που να μπορεί του πόνου μου να δει το μέγα βάθος;

 

O, sweet my mother, cast me not away!

Γλυκιά μητέρα, μην με διώξετε μακριά απ' το σπίτι!

210

Delay this marriage for a month, a week;

Τον γάμο καθυστέρησε ένα μήνα, μια εβδομάδα.

 

Or, if you do not, make the bridal bed

Κι αν δεν μπορείς, το νυφικό κρεβάτι μου να βάλεις

 

In that dim monument where Tybalt lies.

στον μαύρο τάφο που από χτες κείτεται ο Τυβάλτης.

 

LADY CAPULET:

ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΗ:

 

Talk not to me, for I'll not speak a word:

Μη μου μιλάς κι από εμέ λέξη πια δεν θ' ακούσεις.

 

Do as thou wilt, for I have done with thee.

Κάμ' όπως θέλεις, γιατί εγώ απηύδησα μαζί σου.

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

215

O God!--O nurse, how shall this be prevented?

Θεέ μου! Παραμάνα μου, πώς θα τα ξεμπερδέψω;

 

My husband is on earth, my faith in heaven;

Ο άντρας μου είναι στη γη, κι η πίστη μου στα ουράνια.

 

How shall that faith return again to earth,

Πώς τάχα η πίστη μου ξανά στη γη θα επιστρέψει

 

Unless that husband send it me from heaven

αν ο άντρας μου απ' τον ουρανό δεν μου τη στείλει πίσω

 

By leaving earth? comfort me, counsel me.

φεύγοντας απ τη γη; Ορμήνεψε και πες μου.

220

Alack, alack, that heaven should practise stratagems

Αλί μου, αλί μου, ο ουρανός κάνει συνωμοσίες

 

Upon so soft a subject as myself!

κόντρα σε μιαν αδύναμη ψυχή σαν τη δική μου!

 

What say'st thou? hast thou not a word of joy?

Τι λες; Δεν βρίσκεται να πεις χαράς μία κουβέντα ;

 

Some comfort, nurse.

Μια παρηγόρια, νένα μου.

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

Faith, here it is.

Στην πίστη, να τι λέω:

225

Romeo is banish'd; and all the world to nothing,

Ο Ρωμαίος εξορίστηκε. Με τίποτα στον κόσμο

 

That he dares ne'er come back to challenge you;

δεν θα τολμά να έρθει εδώ, να σε διεκδικήσει.

 

Or, if he do, it needs must be by stealth.

Μα κι αν γυρίσει, σίγουρα, κρυφά πρέπει να γίνει.

 

Then, since the case so stands as now it doth,

Λοιπόν, αφού η κατάσταση έχει έτσι, όπως έχει,

 

I think it best you married with the county.

νομίζω πως καλύτερα να παντρευτείς τον κόμη.

230

O, he's a lovely gentleman!

Ω, είναι αξιοζήλευτος νέος γεμάτος χάρη!

 

Romeo's a dishclout to him: an eagle, madam,

Σκουπίδι ο Ρωμαίος σου μπροστά του. Και κυρά μου,

 

Hath not so green, so quick, so fair an eye

ο αϊτός δεν έχει πράσινο, γοργό και ωραίο μάτι

 

As Paris hath. Beshrew my very heart,

ωσάν τον Πάρη. Στην καρδιά κατάρα να μου πέσει

 

I think you are happy in this second match,

αν πιο καλά δεν θα σου βγει ο δεύτερός σου γάμος.

235

For it excels your first: or if it did not,

Γιατί πολύ τον ξεπερνά τον πρώτο! Και αν όχι,

 

Your first is dead; or 'twere as good he were,

ο πρώτος πέθανε ή μοιάζει να 'ναι πεθαμένος

 

As living here and you no use of him.

αν ζεις χωρίς να χαίρεσαι τα στέφανα εκείνα.

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

Speakest thou from thy heart?

Τώρα μιλάς από καρδιάς;

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

And from my soul too;

Κι απ' την ψυχή μου μέσα.

240

Or else beshrew them both.

Αλλιώς κατάρα και στα δυο.

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

Amen!

Αμήν.

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

What?

Τι, μόλις, είπες;

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

Well, thou hast comforted me marvellous much.

Τίποτα, λέω, μου έδωσες παρηγοριά μεγάλη.

 

Go in: and tell my lady I am gone,

Πήγαινε μέσα. Στην κυρία να πεις πως έχω πάει,

245

Having displeased my father, to Laurence' cell,

στου Λαυρεντίου το κελί. Λύπησα τον πατέρα

 

To make confession and to be absolved.

και θέλω ξομολόγημα, συγχώρεση να πάρω.

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

Marry, I will; and this is wisely done.

Μετά χαράς να της το πω. Πολύ σοφά θα πράξεις.

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

Ancient damnation! O most wicked fiend!

Παλιόγρια τρισκατάρατη! Διάβολε με κακία!

 

Is it more sin to wish me thus forsworn,

Να 'χει το κρίμα πιο πολύ, που λέει να επιορκήσω

250

Or to dispraise my lord with that same tongue

ή που μου κατηγόρησε τον άντρα με τη γλώσσα

 

Which she hath praised him with above compare

με την οποία τον παίνευε κι ασύγκριτο τον είχε,

 

So many thousand times? Go, counsellor;

τόσες φορές στο παρελθόν; Φύγε συμβουλατόρισσα!

 

Thou and my bosom henceforth shall be twain.

Πλέον εσύ και η καρδιά μου θα ΄στε χωρισμένες.

 

I'll to the friar, to know his remedy:

Θα πάω στον καλόγερο να δω γιατρειά αν εύρη

255

If all else fail, myself have power to die.

κι αν όλα αποτύχουνε, τότε θ' αυτοκτονήσω.

    

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΤΟΥ ΣΑΪΤ


Βιβλιογραφική αναφορά: Παρούτσας, Δ., Κ., (2018), 


Αυτό το σάιτ χρησιμοποιεί cookies - Μάθετε περισσότερα... | Επισκέψεις από 1-1-2005:

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Σημείωση [1]

Δεν θα ζούσα παραπάνω από μια ώρα κι ένα τέταρτο

Σημείωση [2]

Ο Μερκούτιο επισημαίνει ότι ο Μπενβόλιο μόλις έκανε ένα «χαζό» αστείο

Σημείωση [3]

minstrels: περιπλανώμενοι μουσικοί οι οποίοι δεν έχαιραν μεγάλης εκτίμησης. Παράβλεπε και στην Πράξη 4, Σκηνή 5, στην οποία ο Πέτρος προσβάλλει έναν μουσικό αποκαλώντας τον με αυτόν τον τρόπο. Το minstrel αποδόθηκε ως «μουζικάντης», παρ’ όλο που κατά την τρέχουσα χρήση της νεοελληνικής (2018) ο όρος δεν είναι πια τόσο αρνητικά φορτισμένος. Εντούτοις διατηρούσε την αρνητική του χροιά τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα και γι’ αυτό τον λόγο θεωρήθηκε επαρκής.

Σημείωση [4]

Ο Τυβάλτης, βλέποντας τον Ρωμαίο, αναφέρει «ήρθε ο άνθρωπός μου» που σημαίνει, «έρχεται ο άνθρωπος με τον οποίο θα πολεμήσω». Ο Μερκούτιος προσποιείται ότι ερμηνεύει το «άνθρωπός μου» ως «ο υπηρέτης μου» και λέει ότι ο Ρωμαίος δεν είναι «άνθρωπος» του Τυβάλτη και δεν θα φορούσε ποτέ τα διακριτικά της οικογένειάς του.

Το «μεγάλε» χρησιμοποιείται με την σημασία που και σήμερα (2018) του αποδίδεται σε κάποιες περιπτώσεις, ειρωνικά και υποτιμητικά, αντικαθιστώντας το, πιο σωστό γραμματικά, «αξιοσέβαστε» για το «worship», το οποίο φυσικά ο Μερκούτιος χρησιμοποίησε επίσης σκωπτικά.

Σημείωση [5]

Ο όρος «αλά στοκάτα» είναι ιταλικός όρος της ξιφομαχίας και σημαίνει «το πρώτο χτύπημα»

Σημείωση [6]

Το «grave man» έχει δύο σημασίες: (1) ένας σοβαρός άνθρωπος, ο οποίος δεν αστειεύεται. | (2) ένας νεκρός. Ακόμη κι όταν πεθαίνει, ο Μερκούτιος αστειεύεται με τον θάνατο και με το γεγονός ότι δεν θα αστειευτεί ποτέ ξανά. Πρόκειται για ένα από τα πιο έξυπνα λογοπαίγνια του έργου, το οποίο δυστυχώς δεν αποδόθηκε εξολοκλήρου στα ελληνικά. Χρησιμοποιώντας το «χλωμός», εντούτοις διατηρείται η διπλή ανάγνωση αν και μεταβλήθηκε ελαφρώς το αρχικό νόημα. Έτσι το «Θα με βρείς χλωμό» μπορεί να σημαίνει: (1) Θα είμαι νεκρός | (2) δύσκολα θα με βρεις, (χρησιμοποιώντας το με την τρέχουσα έννοια της φράσης «το βλέπω χλωμό να συναντηθούμε») | (3) Σε ένα τρίτο επίπεδο, (τεντώνοντας το αστείο σαν πλαστελίνη) θα μπορούσαμε να πούμε ότι ένας χλωμός άνθρωπος είναι άρρωστος και δεν αστειεύεται, αλλά αυτό είναι μάλλον περισσότερο ευγενής πόθος, καθώς πιθανότατα το κοινό δεν θα το αντιλαμβανόταν έτσι.

Σημείωση [7]

Σχετικά με αυτό το χωρίο υπήρξε ανέκαθεν μεγάλη συζήτηση, και συγκεκριμένα για το ποιος είναι ο «δραπέτης» (runaway). Αυτό που δεν είναι ξεκάθαρο είναι ποια είναι τα «μάτια του δραπέτη» που πρέπει να «κλείσουν». Ίσως να σκέφτεται ακόμα τα άλογα που δραπέτευσαν από το άρμα του ηλίου, όταν ο νεκρός Φαέθων έπεφτε νεκρός από τον κεραυνό του Δία. Ίσως σκέφτεται τον εαυτό της και τον Ρωμαίο ως δραπέτες. Κάποιοι άλλοι υποθέτουν ότι μιλάει για τον «έρωτα φυγά» από έναν παλιότερο μύθο. Την επιλογή αυτή κάνει και ο Βικέλας, ερμηνεύοντάς την ως εξής: «Μεταξὺ διάφορων τοῦ χωρίου τούτου ἐξηγήσεων ἐθεώρησα προτιμητέαν τὴν ἔχουσαν τὸ κύρος τοῦ Γερβίνου … Ὁ μονόλογος τῆς Ἰουλιέτας, ὄτε ἀναμένει τὸν νυμφίον, ἀνακαλεῖ τὸν ἐν χρήσει κατ’ ἐκείνην τὴν ἐποχὴν ἐπιθαλάμιον ὕμνον. Ο Halpin ὑπέδειξεν ἤδη, ὅτι ἐν τῷ ἀλληγορικῶ τοῦ Ὑμεναίου μύθω, ὡς καὶ εἰς τὰ ἐπιθαλάμια ποιήματα, ὁ Ὑμέναιος πρωταγωνιστεῖ, ὁ δ' Ἔρως μένει κεκρυμμένος, μέχρις οὐ πρὸ τῆς θύρας τοῦ νυμφικοῦ θαλάμου παραχωρεῖ ὁ Ὑμέναιος τὴν θέσιν αὐτοῦ εἰς τὸν δευτερότοκον ἀδελφόν του. Ἡ Ἰουλιέτα ὑποτίθεται ὡς οὖσα ἐν γνώσει τῶν τὲ ποιημάτων ἐκείνων καὶ τῶν ἰδεῶν, τὰς ὁποίας συνήθως περιέχουσιν. Ὅθεν προϋποθέτει τὴν παρουσίαν τοῦ Ἔρωτος, τὸν ἀποκαλεῖ δὲ δραπέτην run-away, ὡς δραπετεύσαντα ἀπὸ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, κατὰ τὸ εἰδύλλιον τοῦ Μόσχου (_Δραπετίδας ἐμὸς ἐστίν_). Εὔχεται δὲ νὰ νυκτώση ταχέως, ὅπως ὁ Ρωμαῖος ἔλθη ἀόρατος εἰς τὰς ἀγκάλας αὐτῆς. Εὔχεται νὰ κλείση τοὺς ὀφθαλμοὺς ὁ δραπέτης Ἔρως, ὁ ἐστι νὰ μὴ φωταγωγήση τὸν νυμφικὸν θάλαμον, διότι ἡ ἀνάγκη ἐπιβάλλει μυστικότητα καὶ σκότος.... Ἐν ἐλλείψει ἄλλης φωνῆς ἀδούσης τὸν ἐπιθαλάμιον, ἄδει μόνη αὐτή. Τοῦτο δ' ἐπιπροσθέτει χροιὰν μελαγχολίας εἰς τὸν μονόλογόν της• διότι ἐθεωρεῖτο ὡς κακὸς οἰωνὸς ἡ παράλειψις τῆς γαμηλίου τελετῆς• καὶ οἰκτρῶς ἀπέληξε τῷ ὄντι ὁ ἐπὶ κακοῖς οἰωνοῖς τελεσθεῖς γάμος οὗτος». Παρά την λογικοφανή ερμηνεία του Βικέλα, εδώ θεωρείται ότι ο «δραπέτης» δεν είναι ο Έρωτας, αλλά κάποιοι ξενύχτηδες που βρίσκονται τόσο αργά έξω για διάφορους όχι και τόσο «νόμιμους» λόγους, «δραπέτες» από το κρεβάτι τους, ίσως και κάποιοι άλλοι μυστικοί εραστές. Κι αυτό διότι το wink που ενέχει την έννοια του «πονηρού κλεισίματος του ματιού», είναι κάτι που θα μπορούσε να ζητήσει η Ιουλιέτα μόνο από κάποιον που θα συνέπασχε.

Σημείωση [8]

Ανυπομονώντας για την πρώτη της ερωτική εμπειρία, Ιουλιέτα νιώθει τα μάγουλά της να καίνε κι έτσι εκλιπαρεί τη Νύχτα, να καλύψει το «αδάμαστο» αίμα της το οποίο «φτεροκοπάει» στα μάγουλά της. Η παρομοίωση που χρησιμοποιεί προέρχεται από την εκπαίδευση των γερακιών. Για να σταματήσουν να τρομάζουν τα ανεκπαίδευτα γεράκια, τους καλύπτουν το κεφάλι με μια μικρή κουκούλα κι έτσι ηρεμούν και δεν «φτεροκοπάνε».

Σημείωση [9]

Τα συνεχή λογοπαίγνια που υπάρχουν σε αυτές τις ατάκες της Ιουλιέτας, εντείνουν υπερβολικά το δράμα της σκηνής - καθώς επίσης και του μεταφραστή. Στην εποχή του Σαίξπηρ, η λέξη «άι» σήμαινε τρία πράγματα: eye=μάτι, I=εγώ και «ay»=ναι, ενώ παράλληλα ήταν και επιφώνημα πόνου, το οποίο με την επανάληψή του δείχνει την αγωνία της Ιουλιέτας. Επίσης, προκειμένου να κατανοήσουμε κάποια ακόμα στοιχεία του λογοπαίγνιου θα πρέπει να αναφέρουμε τον αγγλικό μύθο του βασιλίσκου (cockatrice). Επρόκειτο για ένα φίδι που με το βλέμμα του εξαπέλυε θανατηφόρα βέλη (death-darting eye) και σκότωνε απλά και μόνο με το κοίταγμα. Κατά συνέπεια εάν θέλαμε να αποδώσουμε ολόκληρο το νόημα, το ύφος αλλά και την ποιότητα του λογοπαιγνίου, η μετάφραση του συγκεκριμένου χωρίου θα είχε ως εξής, χάνοντας ωστόσο (λόγω της κατάτμησης) την ποιητικότητα του: "Έχει αυτοκτονήσει ο Ρωμαίος; Να μην πεις τίποτε άλλο παρά ένα «άι»(ναι). Κι αυτό το απλό φωνήεν «άι» θα με δηλητηριάσει περισσότερο από το θανατηφόρο «άι» (μάτι) του βασιλίσκου". Δυστυχώς στα ελληνικά, το «ναι» δεν θα μπορούσε υπό οποιαδήποτε συνεκφορά να σημάνει το «μάτι» αλλά ούτε και το «εγώ», με συνέπεια το λογοπαίγνιο να μην μπορεί να αποδοθεί, πόσο μάλλον να ενταχθεί στον δεκαπεντασύλλαβο στίχο και το ιαμβικό μέτρο, πέραν του γεγονότος ότι δύσκολα ομοιοκαταληκτεί με άλλες ελληνικές λέξεις, όντας το ίδιο μονοσύλλαβο. Ο Βικέλας προτίμησε να μην μεταφράσει καθόλου τους στίχους και γράφει χαρακτηριστικά: «Παραλείπω τέσσαρας στίχους λογοπαιγνικούς, βασιζομένους ἐπὶ τῆς προφορᾶς τοῦ φωνήεντος «I». «I» ἐγώ, «Ay» ναί, «eye» ὀφθαλμός. Καὶ τὰ τρία ταῦτα προφέρονται ὁμοιοτρόπως• ἔνθεν τὸ λογοπαίγνιον

Αυτό όμως που ισχύει για το «ναι», δεν ισχύει για το «όχι». Το «όχι» ομοιοκαταληκτεί μια χαρά με το «κόχη», που εύκολα συνδυάζεται με την έννοια του ματιού (κόχη ματιού), επίσης με συγκοπτόμενα άρθρα και αντωνυμίες (πόχει-που έχει, το 'χει) συν το γεγονός ότι είναι ουσιώδες τμήμα της λέξης «οχιά», η οποία ως ερπετό μπορούσε να αποδώσει τη μορφή και τις θανατηφόρες ιδιότητες του βασιλίσκου. Εκτός αυτού η παρήχηση του «οχ» παραπέμπει επίσης σε επιφώνημα πόνου, ενώ επιπλέον, η συνεχής του επανάληψη, δημιουργεί μια «μεγάλη» συνολική άρνηση η οποία θα ήταν και η κατά συνέπεια φυσική αντίδραση της Ιουλιέτας, στα τραγικά νέα. Έτσι, το μόνο που απέμεινε να γίνει ώστε να μεταφερθεί το νόημα και το ύφος του λογοπαιγνίου στα ελληνικά, ήταν να αλλάξει η αρχική ερώτηση της Ιουλιέτας και από «αυτοκτόνησε ο Ρωμαίος;» να γίνει «Ζει ο Ρωμαίος;». Η αναμενόμενη απάντηση θα ήταν «όχι» και άρα χωρίς να μεταβληθεί το νόημα, θα είχαμε ένα παρεμφερές αποτέλεσμα, ασφαλώς πολύ υποδεέστερο του πρωτοτύπου (κυρίως λόγω του «σκληρού» ήχου του «όχι»), αλλά τουλάχιστον –ελπίζω- ανεκτό.

Σημείωση [10]

ακριβώς, ακριβός: Εκμεταλλεύομαι την ομοηχία για να αποδώσω τα just και justly του πρωτοτύπου.

Σημείωση [11]

Εδώ η παραμάνα αποκαλεί τους άντρες ψεύτες 6 ή 7 φορές χρησιμοποιώντας διαφορετικά επίθετα, των οποίων, δυστυχώς, υπάρχουν τα ακριβή τους αντίστοιχα και στην Ελληνική.

Σημείωση [12]

Στην ελισαβετιανή εποχή, πρώτη υποχρέωση των γυναικών ήταν η πίστη προς τον πατέρα τους, τον οποίο έπρεπε να υπακούουν μέχρι να παντρευτούν. Στη συνέχεια η πίστη αυτή μεταβιβαζόταν στον σύζυγο. Η Ιουλιέτα ακόμη παλεύει να βρει αν θα πρέπει να είναι πιστή στον σύζυγο ή τον συγγενή της. Στο τέλος ντρέπεται που μίλησε άσχημα γι 'αυτόν και έρχεται σε σύγκρουση με τα συναισθήματα για το πώς θα επεξεργαστεί τα νέα. Με άλλα λόγια, τα δάκρυα της θλίψης της Ιουλιέτας για το θάνατο του Τυβάλτη, στην πραγματικότητα είναι δάκρυα χαράς που ζει ο Ρωμαίος. Με αυτή τη γραμμή η Ιουλιέτα (ή ο Σαίξπηρ) αποδεικνύει και τις στρατιωτικές της γνώσεις..

Σημείωση [13]

Η παρήχηση του «I a maid, die a maiden» αποδίδεται με την παρήχηση του «παρθένα θε’ να»

Σημείωση [14]

Διατηρείται το λογοπαίγνιο με το fly (=μύγα / πετώ) και το «πετούμενα» και «πετάξει»

Σημείωση [15]

Λογοπαίγνιο σε σχέση με το χάρισμα που έκανε νωρίτερα ο Λαυρέντιος.

Σημείωση [16]

Αυτό που υποστηρίζει ο Ρωμαίος είναι ότι ο καλόγερος δεν βλέπει πως χωρίς την Ιουλιέτα, δεν υπάρχει ζωή γι' αυτόν.

Σημείωση [17]

Οι αναστεναγμοί του Ρωμαίου είχαν γίνει και νωρίτερα θέμα συζήτησης:

Μοντάγης: και νέφη, αναστενάζοντας, στα νέφη να προσθέτει.

Πάτερ Λαυρέντιος: Ο ήλιος δεν εστέγνωσε καν τα στενάγματά σου

Σημείωση [18]

Τριπλή σημασία: όλων των ανθρώπων, όλων των πρωταγωνιστών αυτού του έργου αλλά και όλων των πραγμάτων. Εντούτοις εμπεριέχει και μια αισιόδοξη διάσταση: αν κάποιος δεν έχει πεθάνει ακόμη μπορεί να πολεμήσει για τη ζωή.

Σημείωση [19]

Είσαι μια ανάξια γυναίκα που κατοικεί στο σώμα κάποιου που φαίνεται άνδρας, ή ακόμα χειρότερα είσαι ένα θηρίο κατοικεί σε σώμα που μοιάζει και με άνδρα και με γυναίκα.

Σημείωση [20]

. Εδώ ο «ουρανός» και η «γη» είναι επίσης μεταφορές για την ψυχή και το σώμα. Αυτό που λέει ο καλόγερος είναι ότι δεν έχει νόημα ο Ρωμαίος να διαμαρτύρεται, γιατί αν δεν είχε γεννηθεί, εάν δεν είχε σώμα ή ψυχή, δεν θα ήταν τίποτα και δεν μπορούσε να διαμαρτυρηθεί για τίποτε

Σημείωση [21]

Η φρουρά ξεκινούσε το σούρουπο, αλλά όπως αποδεικνύεται, ο Ρωμαίος δεν αφήνει τη Βερόνα μέχρι την αυγή.

Σημείωση [22]

Μια κατά λέξη μετάφραση θα ήταν: «Είναι πολύ θλιβερό που πρέπει να αποχωριστούμε τόσο σύντομα» Ο Σαίξπηρ δημιουργεί μια όμορφη αντίθεση χρησιμοποιώντας δύο σχεδόν ομόηχες λέξεις (grief-brief, θλιβερά-σύντομα) Προκειμένου να διατηρήσω το λογοπαίγνιο, χρησιμοποίησα τις αντίστοιχες ελληνικές «πικρός» και «μικρός», οι οποίες διαφέρουν επίσης στο πρώτο γράμμα

Σημείωση [23]

Φαίνεται η αποφασιστικότητα του Καπουλέτου και η διάθεσή του να προχωρήσει σύντομα στον γάμο.

Σημείωση [24]

Χρησιμοποιείται η αντιστοιχία χάρος-χαρά, πολυχρησιμοποιημένη στην ελληνική λογοτεχνία για να μιμηθώ το λογοπαίγνιο μεταξύ woe=θρήνος, και woo=φλερτ στο βαθμό φυσικά που αυτό μπορεί να γίνει.

Σημείωση [25]

Το ha ha δεν είναι επιφώνημα γέλιου, είναι δηλωτικό έντονης σκέψης και υπολογισμών. Γι’αυτό αποδίδεται ως «α, χα» ή κάτι σαν «χμ, χμ» τα οποία λόγω έλλειψης φωνήεντος δεν θα μπορουσαν να «ταιριάξουν» στο μέτρο.

Σημείωση [26]

Η αλήθεια είναι ότι λίγο αργότερα η Ιουλιέτα θα αναρωτηθεί ακριβώς αυτό για τη μητέρα της: «Δεν πλάγιασε τόσο αργά, ή έχει νωρίς ξυπνήσει;»

Σημείωση [27]

Το αηδόνι κελαηδάει τις βραδινές ώρες και ο κορυδαλλός νωρίς το πρωί

Σημείωση [28]

Το λάλημα του αηδονιού στη ροδιά ήταν αγαπημένο θέμα των ερωτικών ποιημάτων της εποχής, καθώς η ροδιά μόλις είχε εισαχθεί στην Αγγλία και αποτελούσε σύμβολο γονιμότητας και ενότητας.

Σημείωση [29]

Η Ιουλιέτα δεν θέλει να φύγει ο Ρωμαίος από το κρεβάτι της και έτσι ξεκινά μια προσπάθεια να τον πείσει ότι είναι ακόμα νύχτα. Ξέρει ότι δεν μπορεί απλώς να τον ζητήσει να παραμείνει επειδή ο κίνδυνος θα ήταν πολύ μεγάλος. Αντ 'αυτού, χρησιμοποιεί τα λόγια της για να ζωγραφίσει μια εναλλακτική πραγματικότητα.

Σημείωση [30]

Τα μετέωρα θεωρούνταν φωτεινοί ατμοί που η θερμότητα του ήλιου έλκυε από τη γη.

Σημείωση [31]

Ο Σαίξπηρ συχνά ονομάζει «Cynthia» το φεγγάρι, καθώς αυτό ήταν ένα από τα ονόματα της θεάς του φεγγαριού που προστάτευε την αγνότητα, τον τοκετό και το κυνήγι. Συχνά απεικονιζόταν με τόξο, λυγισμένο σαν ημισέληνο, έτσι ίσως η λέξη «brow» να ήταν αρχικά «bow».

Σημείωση [32]

Η Ιουλιέτα παραπέμπει στην λαογραφική παράδοση που ανέφερε ότι επειδή ο άσχημος φρύνος έχει όμορφα μάτια και ο όμορφος κορυδαλλός άσχημα, θα πρέπει να τα έχουν ανταλλάξει. Υποστηρίζει λοιπόν ότι θα έπρεπε να είχαν ανταλλάξει και τις φωνές τους, καθώς το τραγούδι του κορυδαλλού τους λέει την άσχημη αλήθεια ότι ο Ρωμαίος πρέπει να φύγει.

Σημείωση [33]

Στη σκηνή του αποχωρισμού ο Σαίξπηρ χρησιμοποιεί ως πρότυπο το "εωθινό άσμα". Επρόκειτο για ένα ποίημα εν είδει διαλόγου, το οποίο είχαν εισαγάγει οι Γερμανοί αοιδοί, και ο Βικέλας το παρομοιάζει με τη δική μας "μαντινάδα". Το συνηθισμένο θέμα αυτών των ποιημάτων ήταν η νυχτερινή συνάντηση δύο εραστών που είχαν απ' έξω κάποιον φύλακα, για να τους ξυπνήσει το πρωί, και μη θέλοντας να αποχωριστούν ακόμη, μάλωναν μεταξύ τους ή με τον φύλακα, εάν το φως προέρχεται από τον ήλιο ή τη σελήνη κι αν κελαηδάει κορυδαλλός ή αηδόνια. Το «εωθινό άσμα» της Ιουλιέτας τελειώνει με μια ειρωνική αναφορά σε μια άλλη μορφή πρωινού τραγουδιού, που ονομαζόταν «κυνηγετικόν». Το τραγουδούσαν προκειμένου να ξυπνήσουν οι κυνηγοί αλλά και σε περιπτώσεις όπως το πρώτο ξύπνημα της νύφης, την επομένη του γάμου.

Σημείωση [34]

Τα λόγια της Λαίδης Καπουλέτη επισημαίνουν την ανάγκη να επιδειχθεί ακριβώς η μετρημένη θλίψη που ταιριάζει σε μια οικογένεια ευγενών και γενναίων. Προτείνει ότι η μετριοπάθεια είναι η μόνη σωστή αντίδραση και όχι το ακατέργαστο, αυθεντικό συναίσθημα.

Σημείωση [35]

Ουσιαστικά η Ιουλιέτα θρηνεί για τρία πράγματα:

(1) Την απώλεια του Τυβάλτη

(2) Την απώλεια του Ρωμαίου

(3) Την απώλεια της αγνότητάς της.

Σημείωση [36]

Η μητέρα λέει στην ουσία: «Μην κλαις, γιατί εσύ στενοχωριέσαι και όχι ο Τυβάλτης που είναι νεκρός». Επίσης λαμβάνοντας υπόψη ότι το feel σημαίνει νιώθω μέσα μου αλλά και νιώθω με τα χέρια μου (αγγίζω), η φράση της μπορεί να ερμηνευτεί ως εξής: «νιώθεις το αίσθημα της απώλειας αλλά δεν μπορείς να νιώσεις (να αγγίξεις) τον Τυβάλτη». Επιπλέον θα μπορούσε να την επιτιμά: «Κλαίγοντας τόσο, παρασύρεσαι και κλαις μόνο την απώλεια, ξεχνώντας (μη νιώθοντας) αυτόν για τον οποίο πενθείς».Η Ιουλιέτα φυσικά κατανοεί όλες αυτές τις αποχρώσεις της μητρικής παραίνεσης, εντούτοις στο μυαλό της μπορεί να τις συνδέσει και με τη φυγή του Ρωμαίου, οπότε ισχύουν τα ίδια και για εκείνον. Τέλος, αν όχι η Ιουλιέτα, οπωσδήποτε το κοινό, θα μπορούσε να κάνει και την εξής σύνδεση «Εσύ στενοχωριέσαι που έχασες την αγνότητά σου μα όχι αυτός που χάθηκε, δηλαδή ο Ρωμαίος». Το «νιώθω» καλύπτει όλες αυτές τις διαστάσεις.

Σημείωση [37]

Η απάντηση της Ιουλιέτας καλύπτει όλες τις λεπτές αποχρώσεις που επισημάνθηκαν παραπάνω.

Σημείωση [38]

Το λογοπαίγνιο εδώ θυμίζει πυθικό χρησμό, η ερμηνεία του οποίου εξαρτάται από το πού θα μπει η τελεία. Για την μητέρα της ακούγεται σαν να λέει: «Ευχαρίστηση δεν έχω πιο μεγάλη απ' του Ρωμαίου τη θωριά να δω θανατωμένη. Πικρή, είν' η καρδιά μου απ' την απώλεια του συγγενή μου.» Στην πραγματικότητα όμως αυτό που λέει είναι «Ευχαρίστηση δεν έχω πιο μεγάλη απ' του Ρωμαίου τη θωριά να δω. Θανατωμένη, πικρή, είν' η καρδιά μου απ' το χαμό του συγγενή μου.» Το «συγγενή μου» επίσης μπορεί να αναφέρεται τόσο στον Τυβάλτη όσο και στον Ρωμαίο. Ακόμα και στο πρωτότυπο kinsman είναι ο συγγενής και ο Ρωμαίος είναι πλέον συγγενής της.

Σημείωση [39]

Η Ιουλιέτα αρχίζει να αμφισβητεί την απόφαση του πατέρα της με ρητορικούς όρους (διάφορες μορφές επανάληψης, αντιθέσεις κλπ), όπως έκανε και με τη μητέρα της νωρίτερα, αλλά ο Καπουλέτος σταματάει αμέσως αυτήν την τακτική.