ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ - ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Enter CHORUS | Εισέρχεται ο ΧΟΡΟΣ | |
Now old desire doth in his death-bed lie, | Τώρα ο πόθος ο παλιός, γοργά ψυχομαχάει, | |
And young affection gapes to be his heir; | και νέα αγάπη έρχεται τη θέση του να πάρει. | |
That fair for which love groan'd for and would die, | Η όμορφη που αγάπαγε κι έλεγε πως πονάει, | |
With tender Juliet match'd, is now not fair. | στην Ιουλιέτα απέναντι, τώρα δεν έχει χάρη. | |
| ||
5 | Now Romeo is beloved and loves again, | Τώρα ο Ρωμαίος αγαπά ξανά και αγαπιέται. |
Alike betwitched by the charm of looks, | Έτσι μαγεύτηκαν κι οι δυο, ο ένας απ' τον άλλο. | |
But to his foe supposed he must complain, | Μα στον εχθρό του πρέπει αυτός τώρα ν’ απολογιέται | |
And she steal love's sweet bait from fearful hooks: | κι αυτή κλέβει το δόλωμα φόβο έχοντας μεγάλο. | |
| ||
Being held a foe, he may not have access | Όντας εχθρός είν’ δύσκολο, πάντα να βρίσκει τρόπο | |
10 | To breathe such vows as lovers use to swear; | τους όρκους που οι εραστές ορκίζονται να δώσει |
And she as much in love, her means much less | Κι όσο αυτή τον αγαπά, τόσο και θέλει κόπο | |
To meet her new-beloved any where: | τον νέο αγαπημένο της κάπου να ανταμώσει. | |
| ||
But passion lends them power, time means, to meet | Το πάθος όμως δύναμη κι ο χρόνος τρόπους δίνει | |
Tempering extremities with extreme sweet. | κάθε αντιξοότητα πολύ γλυκιά να γίνει. |
ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ - ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
Πλατεία παρά τον κήπον του Καπουλέτου
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
Can I go forward when my heart is here? | Πως φεύγω εγώ κι όμως εδώ αφήνω την καρδιά μου; | |
Turn back, dull earth, and find thy centre out. | Γύρνα λοιπόν, σώμα αδειανό και ψάξε την ψυχή σου. | |
BENVOLIO: | ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ: | |
Romeo! my cousin Romeo! | Ρωμαίε; Ρωμαίε; Ξάδερφε; | |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
He is wise; | Ασ’ τον εκείνος ξέρει. | |
5 | And, on my lie, hath stol'n him home to bed. | Και, μα το ψέμα, σπίτι του θα είναι πλαγιασμένος. |
BENVOLIO: | ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ: | |
He ran this way, and leap'd this orchard wall: | Τρεχάτος έφυγε από δω και σάλταρε τον τοίχο | |
Call, good Mercutio. | Μερκούτιέ μου φώναξ’ τον. | |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
Nay, I'll conjure too. | Μπα, θα τον ενσαρκώσω[1]… | |
Romeo! humours! madman! passion! lover! | Ρωμαίε, παλαβέ, τρελέ, ερωτοπληγωμένε! | |
10 | Appear thou in the likeness of a sigh: | Πάρε μορφή αναστεναγμού κι εμπρός μας εμφανίσου |
Speak but one rhyme, and I am satisfied; | Ένα στιχάκι ερωτικό πες μου κι αυτό μου φτάνει | |
Cry but 'Ay me!' pronounce but 'love' and 'dove;' | Φώναξε «είμαι δω» ή απλά «γοργόνα» και «τρυγόνα» | |
Speak to my gossip Venus one fair word, | Η πες μια λέξη όμορφη της θείας Αφροδίτης | |
One nick-name for her purblind son and heir, | ή δώσε ένα παράνομα στον τυφλωμένο γιο της | |
15 | Young Adam Cupid, he that shot so trim, | ας πούμε «Αβράμ» τον Έρωτα που βρήκε στόχο διάνα[2] |
When King Cophetua loved the beggar-maid! | κι ο βασιλιάς Κοπέτουας επήρε μια ζητιάνα![3] | |
He heareth not, he stirreth not, he moveth not; | Μα δεν ακούει, δε σείεται, καθόλου δεν κουνιέται. | |
The ape is dead, and I must conjure him. | Θα ψόφησε ο πίθηκος – Κι εγώ θα τον ξορκίσω! | |
I conjure thee by Rosaline's bright eyes, | Ξορκίζω σε, στα όμορφα της Ροζαλίνας μάτια | |
20 | By her high forehead and her scarlet lip, | και το μεγάλο μέτωπο, τα κόκκινά της χείλη, |
By her fine foot, straight leg and quivering thigh | στο πόδι της, την γάμπα της την ίσια και τα μπούτια | |
And the demesnes that there adjacent lie, | κι όλα τα συνακόλουθα που είν’ εκεί τριγύρω | |
That in thy likeness thou appear to us! | στη φυσική σου τη μορφή, μπροστά μας εμφανίσου! | |
BENVOLIO: | ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ: | |
And if he hear thee, thou wilt anger him. | Εάν σ’ ακούσει ασφαλώς έξω φρενών θα γίνει. | |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
25 | This cannot anger him: 'twould anger him | Δεν θα θυμώσει με αυτό. Θα θύμωνε αν ίσως |
To raise a spirit in his mistress' circle | πνεύμα εμφάνιζα μπροστά στα πόδια της εκείνης | |
Of some strange nature, letting it there stand | που να ‘χει άγρια μορφή, και τ’ άφηνα ολόρθο | |
Till she had laid it and conjured it down; | μέχρι που θα το ξάπλωνε ξορκίζοντάς το χάμω. | |
That were some spite: my invocation | Εκείνο θα τον πείραζε. Όμως αυτά που είπα | |
30 | Is fair and honest, and in his mistress' name | είναι καλά και τίμια, διότι στ’ όνομά της |
I conjure only but to raise up him. | τον ίδιο ξόρκισα εδώ μπροστά να ξεφυτρώσει.[4] | |
BENVOLIO: | ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ: | |
Come, he hath hid himself among these trees, | Ας φύγουμε κι έχει κρυφτεί τώρα μες τα δέντρα. | |
To be consorted with the humorous night: | Θέλει να έχει συντροφιά, τη νοτισμένη νύχτα. | |
Blind is his love and best befits the dark. | Τυφλή είν’ η αγάπη του, της πάει το σκοτάδι. | |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
35 | If love be blind, love cannot hit the mark. | Αν η αγάπη είναι τυφλή, το χάνει το σημάδι! |
Now will he sit under a medlar tree, | Τώρα αυτός θα κάθεται σε μια συκιά από κάτω | |
And wish his mistress were that kind of fruit | και την αγαπημένη του θα βλέπει ως τέτοιο φρούτο[5] | |
As maids call medlars, when they laugh alone. | σαν τις κοπέλες που γελούν όταν τα σύκα βλέπουν. | |
Romeo, that she were, O, that she were | Ρωμαίε, αχ και να 'τανε, σαν σύκο η καλή σου, | |
40 | An open et caetera, thou a poperin pear! | έτσι ανοιχτή και τα λοιπά, κι εσύ σκληρό αχλάδι[6]. |
Romeo, good night: I'll to my truckle-bed; | Ρωμαίε, καληνύχτα. Στο κρεβάτι μου εγώ πάω | |
This field-bed is too cold for me to sleep: | γιατί ετούτο των αγρών κρύο είναι για ύπνο. | |
Come, shall we go? | Τι λες, δεν πα' να φύγουμε; | |
BENVOLIO: | ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ: | |
Go, then; for 'tis in vain | Ε, πάμε γιατί μάταια, | |
45 | To seek him here that means not to be found. | τον ψάχνουμε εδώ, αν αυτός δεν θέλει να τον βρούμε. |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
He jests at scars that never felt a wound. | Αστειεύεται με την πληγή, ο που πλήγωμα δεν είχε[7]. | |
But, soft! what light through yonder window breaks? | Σιγά! Τι να 'ναι αυτό το φως εκεί στο παραθύρι; | |
It is the east, and Juliet is the sun. | Μα είναι η Ανατολή, κι είν' η Ιουλιέτα ο ήλιος. | |
Arise, fair sun, and kill the envious moon, | Ήλιε μου βγες και σκότωσε τη φθονερή Σελήνη[8] | |
50 | Who is already sick and pale with grief, | που από τη ζήλεια χλόμιασε ήδη και αρρωσταίνει |
That thou her maid art far more fair than she: | γιατί εσύ η δούλα της, την ξεπερνάς σε χάρη. | |
Be not her maid, since she is envious; | Πάψε να την υπηρετείς, λοιπόν σαν σε ζηλεύει | |
Her vestal livery is but sick and green | κι αυτή τη σταχτοπράσινη παρθενική λιβρέα | |
And none but fools do wear it; cast it off. | που μόνο οι ανόητες φορούν, πια πέταξέ την. | |
55 | It is my lady, O, it is my love! | Είναι η κυρά μου εμέ αυτή, Ω, είν' η αγαπημένη! |
O, that she knew she were! | Ώ μόνο να το ήξερε αυτό! [9] | |
She speaks yet she says nothing: what of that? | Μιλάει. Όμως τίποτα δε λέει. Και τι πειράζει; | |
Her eye discourses; I will answer it. | Μιλάει με τα μάτια της, κι απόκριση θα δώσω. | |
I am too bold, 'tis not to me she speaks: | Μα πως περηφανεύτηκα! Δεν μίλησε σε μένα. | |
60 | Two of the fairest stars in all the heaven, | Αν δυο απ' τ' αστέρια του ουρανού, τα ομορφότερά του, |
Having some business, do entreat her eyes | είχαν δουλειά, θα ζήταγαν από τα δυο της μάτια | |
To twinkle in their spheres till they return. | να τρεμοπαίξουν στην τροχιά μέχρι να επιστρέψουν! | |
What if her eyes were there, they in her head? | Κι αν έμεναν τα μάτια εκεί, τ' άστρα στην κεφαλή της; | |
The brightness of her cheek would shame those stars, | Η λάμψη του προσώπου της θα ντρόπιαζε τ' αστέρια | |
65 | As daylight doth a lamp; her eyes in heaven | όπως η μέρα σβιει το φως του λυχναριού! Τα μάτια |
Would through the airy region stream so bright | ποτάμι φως θα χύνανε μες τον λεπτό αιθέρα | |
That birds would sing and think it were not night. | και θα λαλούσαν τα πουλιά, περνώντας το για μέρα. | |
See, how she leans her cheek upon her hand! | Για δες, πώς γέρνει απαλά το μάγουλο στο χέρι! | |
O, that I were a glove upon that hand, | Αχ, να ‘μουν γάντι που φορά πάνω σ’ αυτό το χέρι, | |
70 | That I might touch that cheek! | το μάγουλό της ν' άγγιζα! |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
Ay me! | Αλίμονο! | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
She speaks: | Μιλάει! | |
O, speak again, bright angel! for thou art | Μίλα, ξανά, ώ μίλα μου, άγγελε φωτεινέ μου! | |
As glorious to this night, being o'er my head | Έτσι φωτίζεις την νυχτιά, πάνω απ' την κεφαλή μου | |
75 | As is a winged messenger of heaven | όπως του ουρανού αυτός ο φτερωτός σταλμένος |
Unto the white-upturned wondering eyes | όταν στυλώνουν έκθαμβοι τ' ασπράδι των ματιών τους | |
Of mortals that fall back to gaze on him | οι άνθρωποι και γέρνουνε πίσω και τον κοιτούνε | |
When he bestrides the lazy-pacing clouds | να κάθεται στα σύννεφα που αργοπερνοδιαβαίνουν | |
And sails upon the bosom of the air. | και αρμενίζει εκεί ψηλά, στο στήθος του αέρα. | |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
80 | O Romeo, Romeo! wherefore art thou Romeo? | Ρωμαίε μου, Ρωμαίε μου, γιατί 'σαι ο Ρωμαίος; |
Deny thy father and refuse thy name; | Αρνήσου τον πατέρα σου και ξέχνα τ' όνομά σου | |
Or, if thou wilt not, be but sworn my love, | κι αν δεν το θέλεις, μοναχά πως μ' αγαπάς ορκίσου | |
And I'll no longer be a Capulet. | και εγώ θα πάψω να 'μαι πια, κόρη του Καπουλέτου. | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
(aside) Shall I hear more, or shall I speak at this? | Ν’ ακούσω κι άλλα ή αρκούν αυτά για να μιλήσω; | |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
85 | 'Tis but thy name that is my enemy; | Αυτό που έχεις τ’ όνομα ο μόνος είν’ εχθρός μου. |
Thou art thyself, though not a Montague. | Ο εαυτός σου θα ’σουνα Μοντέγης κι αν δεν ήσουν. | |
What's Montague? it is nor hand, nor foot, | Μοντέγης, άρα, τι θα πει; Πόδι, χέρι δεν είναι | |
Nor arm, nor face, nor any other part | βραχίονας ή πρόσωπο, ή κάποιο άλλο κομμάτι | |
Belonging to a man. O, be some other name! | που ανήκουνε σε άνθρωπο. Ω τ’ όνομα ν’ αλλάξεις! | |
90 | What's in a name? that which we call a rose | Και τι σημαίνει τ’ όνομα; Αυτό που λέμε ρόδο. |
By any other name would smell as sweet; | ίδια γλυκά μοσχοβολά, όπως και να το πούμε. | |
So Romeo would, were he not Romeo call'd, | Έτσι και ο Ρωμαίος μου, Ρωμαίο αν δεν τον 'λέγαν, | |
Retain that dear perfection which he owes | τη χάρη δεν θα έχανε που ‘χει από φυσικού του | |
Without that title. Romeo, doff thy name, | χωρίς τον τίτλο. Άφησε Ρωμαίε τ’ όνομά σου | |
95 | And for that name which is no part of thee | κι αντί γι’ αυτό που μέρος σου πραγματικά δεν είναι, |
Take all myself. | εμένα όλη πάρε με. | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
I take thee at thy word: | Σε παίρνω μ' ένα λόγο σου! | |
Call me but love, and I'll be new baptized; | Αγάπη πες με μοναχά, και ξαναβάφτισέ με. | |
Henceforth I never will be Romeo. | Από εδώ και στο εξής, Ρωμαίος δεν υπάρχει.[10] | |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
100 | What man art thou that thus bescreen'd in night | Ποιος είσαι εσύ, που άξαφνα, κρυμμένος απ’ τη νύχτα |
So stumblest on my counsel? | μπλέκεσαι μέσα στις σκέψεις μου; | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
By a name | Μ' έν' όνομα μονάχα | |
I know not how to tell thee who I am: | δεν ξέρω πώς ν’ αποκριθώ και να σου πω ποιος είμαι. | |
My name, dear saint, is hateful to myself, | Γλυκιά μου Αγία, τ’ όνομά μου το ‘χω μισημένο[11] | |
105 | Because it is an enemy to thee; | διότι συ το εχθρεύεσαι τόσο. Κι αν κάπου το ‘χα, |
Had I it written, I would tear the word. | γραμμένο, παρευθύς εγώ θα έσκιζα τη λέξη. | |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
My ears have not yet drunk a hundred words | Ουτ’ εκατό δεν ήπιανε λέξεις τα δυο αυτιά μου | |
Of that tongue's utterance, yet I know the sound: | σ’ αυτής της γλώσσας τη μιλιά, κι όμως τον ήχο ξέρω. | |
Art thou not Romeo and a Montague? | Δεν είσαι απ’ τους Μοντέγηδες, δεν είσαι ο Ρωμαίος; | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
110 | Neither, fair saint, if either thee dislike. | Αν δεν σ’ αρέσουν και τα δυο, γλυκιά μου Αγία, δεν είμαι. |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
How camest thou hither, tell me, and wherefore? | Πες μου πώς ήλθες από εδώ, και ποιος είναι ο λόγος; | |
The orchard walls are high and hard to climb, | Ο κήπος του περιβολιού ψηλός και δεν πηδιέται, | |
And the place death, considering who thou art, | κι ο τόπος είναι θάνατος, αν μάθουνε ποιος είσαι, | |
If any of my kinsmen find thee here. | ή αν τύχει και σε βρει εδώ κανένας συγγενής μου. | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
115 | With love's light wings did I o'er-perch these walls; | Με τα φτερά του Έρωτα, πήδησα αυτόν τον τοίχο. |
For stony limits cannot hold love out, | Με πέτρινα εμπόδια η αγάπη δεν κρατιέται | |
And what love can do that dares love attempt; | κι αυτό που η αγάπη το μπορεί, πάντα το δοκιμάζει. | |
Therefore thy kinsmen are no let to me. | Γι’ αυτό το λόγο οι συγγενείς σου, εμπόδιο δεν μου ήταν. | |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
If they do see thee, they will murder thee. | Όμως εάν σε δουν εδώ, με μιας θα σε σκοτώσουν. | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
120 | Alack, there lies more peril in thine eye | Αλίμονο και πιο πολύς κίνδυνος στη ματιά σου[12] |
Than twenty of their swords: look thou but sweet, | παρά σε είκοσι σπαθιά. Γλυκά σαν με κοιτάζεις | |
And I am proof against their enmity. | γίνομαι όλος άτρωτος, κόντρα στην έχθρητά τους. | |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
I would not for the world they saw thee here. | Ας ήταν να μη σ’ έβλεπαν, και τι στον κόσμο όλο! | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
I have night's cloak to hide me from their sight; | Έχω το πέπλο της νυχτιάς, με κρύβει απ’ τη ματιά τους. | |
125 | And but thou love me, let them find me here: | Μ’ αν ίσως και δε μ’ αγαπάς, ασ’ τους και να με βρούνε. |
My life were better ended by their hate, | Κάλλιο τέλειωνε η ζωή απ' το δικό τους μίσος | |
Than death prorogued, wanting of thy love. | παρά ν’ αργεί ο θάνατος, γυρεύοντάς σου αγάπη. | |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
By whose direction found'st thou out this place? | Με τίνος τάχα ορμηνιά, βρήκες αυτό το μέρος; | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
By love, who first did prompt me to inquire; | Του έρωτα, που πρώτ’ αυτός μ’ έκαμε να το ψάξω | |
130 | He lent me counsel and I lent him eyes. | Μου ‘δωσε αυτός τη συμβουλή, κι εγώ του ‘δωσα μάτια. |
I am no pilot; yet, wert thou as far | Δεν είμαι καπετάνιος, μα, στα πέρατα κι αν ήσουν | |
As that vast shore wash'd with the farthest sea, | της πιο μεγάλης θάλασσας που βρέχει ακρογιάλια | |
I would adventure for such merchandise. | θα τόλμαγα ν’ αρμένιζα να βρω τέτοια πραμάτεια. | |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
Thou know'st the mask of night is on my face, | Καλά που η μάσκα της νυχτιάς είναι στο πρόσωπό μου, | |
135 | Else would a maiden blush bepaint my cheek | αλλιώς παρθενική ντροπή, θα το ‘χε κοκκινίσει |
For that which thou hast heard me speak to-night | γι’ αυτά που άκουσες εδώ απόψε να μιλάω. | |
Fain would I dwell on form, fain, fain deny | Ολόχαρη θα κράταγα τους τύπους και θ’ αρνιόμουν | |
What I have spoke: but farewell compliment! | αυτά που είπα. Στο καλό όμως καλοί μου τρόποι! | |
Dost thou love me? I know thou wilt say 'Ay,' | Με αγαπάς; Το ξέρω, «ναι» σίγουρα θα προφέρεις. | |
140 | And I will take thy word: yet if thou swear'st, | Κι εγώ στο λόγο θα πειστώ. Μα κι αν μου ορκιζόσουν |
Thou mayst prove false; at lovers' perjuries | ψεύτης μπορεί να έβγαινες. Στων εραστών τους όρκους | |
Then say, Jove laughs. O gentle Romeo, | λένε ο Δίας πως γελά. Ω, ευγενικέ Ρωμαίε, | |
If thou dost love, pronounce it faithfully: | αν μ’ αγαπάς, να μου το πεις με κάθε ειλικρίνεια | |
Or if thou think'st I am too quickly won, | Ή αν θαρρείς πως εύκολη ήμουν για σένα νίκη, | |
145 | I'll frown and be perverse an say thee nay, | σουφρώνω ξεροκέφαλα και «όχι» θα σου λέω |
So thou wilt woo; but else, not for the world. | ωσότου να με κέρδιζες. Αλλιώς, ποτέ στον κόσμο. | |
In truth, fair Montague, I am too fond, | Ωραίε Μοντέγη, αληθινά, τρελά σε αγαπάω, | |
And therefore thou mayst think my 'havior light: | γι’ αυτό και ίσως να θαρρείς ‘λαφρύ το φέρσιμό μου. | |
But trust me, gentleman, I'll prove more true | Καλέ μου, εμπιστέψου με, πιο γνήσια θα μ’ εύρης | |
150 | Than those that have more cunning to be strange. | απ’ οσες έχουν πονηριά τις ντροπαλές να κάνουν. |
I should have been more strange, I must confess, | Μπορεί να ‘πρεπε να ‘μουνα, πιο ντροπαλή, το λέω. | |
But that thou overheard'st, ere I was ware, | Μα όσα κρυφάκουσες εδώ, προτού σε καταλάβω | |
My true love's passion: therefore pardon me, | ήταν αγάπη αληθινή. Γι’ αυτό συγχώρεσέ με | |
And not impute this yielding to light love, | κι αυτό το δόσιμο μην πεις, ‘λαφριά πως είν’ αγάπη | |
155 | Which the dark night hath so discovered. | που έτσι αποκάλυψε της νύχτας το σκοτάδι |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
Lady, by yonder blessed moon I swear | Κυρά, ορκίζομαι σ’ αυτή την ιερή Σελήνη | |
That tips with silver all these fruit-tree tops-- | μ’ ασήμι που φιλοδωρεί, των δέντρων τις κορφάδες… | |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
O, swear not by the moon, the inconstant moon, | Μη στη Σελήνη ορκιστείς, την άστατη Σελήνη, | |
That monthly changes in her circled orb, | που διαρκώς την κυκλική τροχιά τον μήνα αλλάζει. | |
160 | Lest that thy love prove likewise variable. | Εκτός κι αν η αγάπη σου, άστατη είν' εξίσου. |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
What shall I swear by? | Σε τι λοιπόν να ορκιστώ; | |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
Do not swear at all; | Μην ορκιστείς καθόλου, | |
Or, if thou wilt, swear by thy gracious self, | Η αν θέλεις, να μου ορκιστείς, ορκίσου στον εαυτό σου | |
Which is the god of my idolatry, | που ‘ναι ο θεός της πίστης μου και της τυφλής λατρείας | |
165 | And I'll believe thee. | και σε πιστεύω μοναχά. |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
If my heart's dear love-- | Αν ποτέ η καρδιακή μου αγάπη… | |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
Well, do not swear: although I joy in thee, | Μην ορκιστείς καλύτερα. Αν κι είσαι η χαρά μου, | |
I have no joy of this contract to-night: | χαρά δεν παίρνω απ’ αυτή τη συμφωνία απόψε. | |
It is too rash, too unadvised, too sudden; | Είναι για μένα βιαστική, άξαφνη, δίχως σκέψη. | |
170 | Too like the lightning, which doth cease to be | Μοιάζει σαν να ’ταν αστραπή, που παύει να υπάρχει |
Ere one can say 'It lightens.' Sweet, good night! | πριν πει κανένας «άστραψε». Γλυκέ μου καληνύχτα! | |
This bud of love, by summer's ripening breath, | Αυτό το άνθος του έρωτα, στου θέρους την ανάσα | |
May prove a beauteous flower when next we meet. | ίσως να γίνει υπέροχο λουλούδι, ως να ξανάρθεις. | |
Good night, good night! as sweet repose and rest | Νύχτα καλή, νύχτα καλή. Χαρά κι ειρήνη πλήθος | |
175 | Come to thy heart as that within my breast! | να έχεις στην καρδούλα σου, όση έχω εγώ στο στήθος |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
O, wilt thou leave me so unsatisfied? | Φεύγεις με δίχως στη χαρά, το χέρι μου ν' απλώσω; | |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
What satisfaction canst thou have to-night? | Και ποια χαρά θα ήθελες απόψε να σου δώσω; | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
The exchange of thy love's faithful vow for mine. | Ανταλλαγή υπόσχεσης για την πιστή σου αγάπη | |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
I gave thee mine before thou didst request it: | Στην έδωσα εγώ προτού εσύ μου τη ζητήσεις. | |
180 | And yet I would it were to give again. | Μα πάλι θα μου άρεσε να ήταν να στη δώσω. |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
Wouldst thou withdraw it? for what purpose, love? | Θες να μου την ξανάπαιρνες; Γιατί γλυκιά μου αγάπη; | |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
But to be frank, and give it thee again. | Μα για να είμαι απλόχερη και να στη δώσω πάλι. | |
And yet I wish but for the thing I have: | Μα φαίνεται πως εύχομαι για κάτι που ήδη έχω | |
My bounty is as boundless as the sea, | Χωρίς όριο το δώρο μου, σαν θάλασσα μεγάλη | |
185 | My love as deep; the more I give to thee, | κι η αγάπη μου τόσο βαθιά, που όση κι αν σου δίνω |
The more I have, for both are infinite. | τόσο έχω περισσότερη, τα δυο τους δεν τελειώνουν. | |
I hear some noise within; dear love, adieu! | Ακούω μέσα θόρυβο. Η νύχτα ήδη φεύγει. | |
Anon, good nurse! Sweet Montague, be true. | Αμέσως νένα μου! Πιστός, να 'σαι γλυκέ Μοντέγη. | |
Stay but a little, I will come again. | Μείνε ακόμη μια στιγμή, αμέσως επιστρέφω. | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
190 | O blessed, blessed night! I am afeard. | Ευλογημένη κι άγια νυχτιά! Μα πώς φοβάμαι |
Being in night, all this is but a dream, | ως νύχτα που είναι, να μη βγει όνειρο όλο τούτο. | |
Too flattering-sweet to be substantial. | Πολύ μου φαίνεται γλυκό, αληθινό για να 'ναι. | |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
Three words, dear Romeo, and good night indeed. | Γλυκέ Ρωμαίε, λόγια δυο, κι αλήθεια καληνύχτα. | |
If that thy bent of love be honourable, | Αν τούτη η παράκληση αγάπης είναι τίμια | |
195 | Thy purpose marriage, send me word to-morrow, | και σκέφτεσαι τον γάμο μας, στείλ’ αύριο μια λέξη |
By one that I'll procure to come to thee, | με αυτόν που θα σου πέμψω εγώ να έρθει για να σ’ εύρη, | |
Where and what time thou wilt perform the rite; | πού και τι ώρα θα ‘θελες, η τελετή να γίνει. | |
And all my fortunes at thy foot I'll lay | Κι όλη την ευτυχία μου, στα πόδια σου θ’ απλώσω | |
And follow thee my lord throughout the world. | κι ακολουθώ σε, κύρη μου, στα πέρατα του κόσμου. | |
NURSE: | ΠΑΡΑΜΑΝΑ: | |
200 | (from within) Madam! | (από μέσα) Κυρά μου! |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
I come, anon.--But if thou mean'st not well, | Έρχομαι ευθύς. – Καλό σκοπό αν δεν έχεις, | |
I do beseech thee-- | ειλικρινά παρακαλώ .... | |
NURSE: | ΠΑΡΑΜΑΝΑ: | |
(from within) Madam! | Κυρά! | |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
By and by, I come:-- | Τώρα και τώρα! | |
205 | To cease thy suit, and leave me to my grief: | Να πάψεις να με κυνηγάς, στη θλίψη μου άφησέ με. |
To-morrow will I send. | Αύριο θα στείλω… | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
So thrive my soul-- | Με αυτό θρέφεται η ψυχή μου… | |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
A thousand times good night! | Χίλιες φορές η σκέψη μου θα σε καληνυχτίζει! | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
A thousand times the worse, to want thy light. | Χίλιες φορές νύχτα κακή, το φως σου αν δε φωτίζει. | |
210 | Love goes toward love, as schoolboys from their books, | Σαν μαθητούδια που σχολάν κινούμε οπού αγαπάμε |
But love from love, toward school with heavy looks. | μα φεύγουμε κατσούφηδες, σχολειό λες και θα πάμε. | |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
Hist! Romeo, hist! O, for a falconer's voice, | Ρωμαίε! Ψίτ! Ω την φωνή του γερακάρη να ‘χα | |
To lure this tassel-gentle back again! | το ευγενικό γεράκι μου να κράξω πίσω πάλι! | |
Bondage is hoarse, and may not speak aloud; | Είναι βραχνή αυτή η σκλαβιά, δεν κάνει να φωνάζει[13]. | |
215 | Else would I tear the cave where Echo lies, | Αλλιώς το σπήλαιο θα ‘σκιζα, όπου η Ηχώ κοιμάται |
And make her airy tongue more hoarse than mine, | κάνοντας πιο βραχνή από εμέ, την αερική φωνή της, | |
With repetition of my Romeo's name. | φωνάζοντας συνέχεια Ρωμαίε τ' όνομά σου. | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
It is my soul that calls upon my name: | Είν’ η ψυχή μου που καλεί και λέει τ’ όνομά μου. | |
How silver-sweet sound lovers' tongues by night, | Πόσο τα λόγια εραστών, γλυκο-ασημώνει η νύχτα, | |
220 | Like softest music to attending ears! | και είναι μουσική απαλή στ’ αυτιά που την ακούνε! |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
Romeo! | Ρωμαίε! | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
My niesse? | Γερακίνα μου; | |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
At what o'clock to-morrow | Αύριο σαν τι ώρα | |
Shall I send to thee? | να στείλω για να σ’ εύρουνε; | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
225 | At the hour of nine. | Πες ακριβώς εννέα. |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
I will not fail: 'tis twenty years till then. | Δεν θα λαθέψω. Είκοσι χρόνια ως τότε είναι. | |
I have forgot why I did call thee back. | Ξέχασα όμως το γιατί φώναξα να γυρίσεις. | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
Let me stand here till thou remember it. | Ως να το θυμηθείς, εδώ, θα στέκομαι συνέχεια. | |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
I shall forget, to have thee still stand there, | Θα το ξεχνώ, να σε κρατώ να στέκεσαι εκεί πέρα | |
230 | Remembering how I love thy company. | και θα θυμάμαι μοναχά τη συντροφιά σου να ‘χω. |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
And I'll still stay, to have thee still forget, | Κι εγώ θα στέκομαι εδώ, και να ξεχνάς θα θέλω | |
Forgetting any other home but this. | ξεχνώντας κάθε σπιτικό, πέρα απ’ το μέρος τούτο. | |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
'Tis almost morning; I would have thee gone: | Ήρθε σχεδόν ξημέρωμα. Πως θέλω να σε διώξω | |
And yet no further than a wanton's bird; | μα όχι πιο πέρα απ’ το πουλί μιας κακομαθημένης | |
235 | Who lets it hop a little from her hand, | που το αφήνει να πηδά απ’ το χέρι της λιγάκι |
Like a poor prisoner in his twisted gyves, | σαν τον φτωχό αιχμάλωτο με τις στριφτές περδούκλες | |
And with a silk thread plucks it back again, | και με κλωστή μεταξωτή το σέρνει πάλι πίσω. | |
So loving-jealous of his liberty. | Τόσο πολύ που τ’ αγαπά, φθονεί τη λευτεριά του. | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
I would I were thy bird. | Πώς το πουλί σου ήθελα νά ‘μουν! | |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
240 | Sweet, so would I: | Κι εγώ γλυκέ μου! |
Yet I should kill thee with much cherishing. | Κι όμως θα σε θανάτωνα απ’ το πολύ το χάδι. | |
Good night, good night! parting is such sweet sorrow, | Νύχτα καλή! Ο χωρισμός γλυκιά πίκρα μου δίνει | |
That I shall say good night till it be morrow. | που καληνύχτα θα’ λεγα μέχρι πρωί να γίνει | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
Sleep dwell upon thine eyes, peace in thy breast! | Ύπνος να ‘ρθει στα μάτια σου, στο στήθος σου γαλήνη! | |
245 | Would I were sleep and peace, so sweet to rest! | Γαλήνη κι ύπνος να ‘μουνα γλυκά να ‘ρθω στην κλίνη! |
Hence will I to my ghostly father's cell, | Ας πάω τώρα στο κελί του εξομολογητή μου | |
His help to crave, and my dear hap to tell. | να με συνδράμει και να πω την τύχη την καλή μου. |
ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ -ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
Το κελί του πάτερ Λαυρεντίου
Enter FRIAR LAWRENCE, with a basket | Εισέρχεται ο ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ κρατώντας ένα καλάθι. | |
FRIAR LAURENCE: | ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ: | |
The grey-eyed morn smiles on the frowning night, | Η γκριζομάτα αυγή γελά στο θυμωμένο βράδυ | |
Chequering the eastern clouds with streaks of light, | τα νέφη αυλακώνοντας με φωτερό σημάδι. | |
And flecked darkness like a drunkard reels | Και το σκοτάδι το λερό, σαν μεθυσμένο τρέχει | |
From forth day's path and Titan's fiery wheels: | τ' άρμα του Ήλιου φεύγοντας, φλόγες για ρόδες που έχει. | |
5 | Now, ere the sun advance his burning eye, | Τώρα προτού ο Ήλιος μας καυτό το μάτι ορθώσει, |
The day to cheer and night's dank dew to dry, | να έρθει η μέρα χαίροντας κι η πάχνη να στεγνώσει, | |
I must up-fill this osier cage of ours | πρέπει να βάλω σε αυτό της λυγαριάς καλάθι | |
With baleful weeds and precious-juiced flowers. | αγριόχορτα φαρμακερά κι άλλα γλυκόχυμ' άνθη. | |
The earth that's nature's mother is her tomb; | Η γη είναι της φύσεως και τάφος και γεννήτρα | |
10 | What is her burying grave that is her womb, | Αυτή που είναι νεκρικό μνήμα, είναι και μήτρα. |
And from her womb children of divers kind | Από τη μήτρα της αυτή, πολλά παιδιά σε πλήθος | |
We sucking on her natural bosom find, | εμείς πάντα βυζαίνουμε στο φυσικό της στήθος | |
Many for many virtues excellent, | Εξαίρετες είν’ οι αρετές καθένα που μοιράζει | |
None but for some and yet all different. | κάποια δεν έχουνε καμιά, κανένα όμως δε μοιάζει. | |
15 | O, mickle is the powerful grace that lies | Είναι η δύναμη πολλή, και περισσή ‘ναι η χάρη |
In herbs, plants, stones, and their true qualities: | που κρύβει κάθε βότανο και πέτρα και χορτάρι | |
For nought so vile that on the earth doth live | Και τίποτε τόσο κακό δεν ζει μέσα στη φύση | |
But to the earth some special good doth give, | που να μην έχει κάτι αγνό να της αντιγυρίσει. | |
Nor aught so good but strain'd from that fair use | Ούτε υπάρχει και καλό που αν παραζορίσεις | |
20 | Revolts from true birth, stumbling on abuse: | να μην αλλάζει η φύση του, λόγω κακής του χρήσης. |
Virtue itself turns vice, being misapplied; | Κι η Αρετή αν εφαρμοστεί λάθος, βγάζει Κακία | |
And vice sometimes by action dignified. | και η Κακία κάποτε απ’ τη δράση παίρνει αξία. | |
Enter ROMEO | Εισέρχεται ο ΡΩΜΑΙΟΣ | |
Within the infant rind of this small flower | Στη φλούδα αυτή την τρυφερή, σ’ αυτό το λουλουδάκι | |
Poison hath residence and medicine power: | υπάρχει κάποιο γιατρικό μα κρύβει και φαρμάκι. | |
25 | For this, being smelt, with that part cheers each part; | Αν το μυρίσεις, κάθε τι στο σώμα ξανανιώνει |
Being tasted, slays all senses with the heart. | Μ’ αν το γευτείς την αίσθηση και την καρδιά νεκρώνει. | |
Two such opposed kings encamp them still | Δυο βασιλείς αντίπαλοι, στρατοπεδεύουν ίσως | |
In man as well as herbs, grace and rude will; | στον άνθρωπο, σαν τα φυτά, η Χάρη και το Μίσος. | |
And where the worser is predominant, | Κι όταν το πιο κακό απ’ τα δυο, τη μάχη αυτή κερδίζει, | |
30 | Full soon the canker death eats up that plant. | γοργά ο καρκίνος το φυτό το τρώει και το θερίζει. |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
Good morrow, father. | Καλή σου μέρα πάτερ μου. | |
FRIAR LAURENCE: | ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ: | |
Benedicite! | Ο κύριος να ελεήσει! | |
What early tongue so sweet saluteth me? | Ποια τόσο πρωινή φωνή, γλυκά με χαιρετάει; | |
Young son, it argues a distemper'd head | Γιέ μου νομίζω το μυαλό πικραίνεται από κάτι | |
35 | So soon to bid good morrow to thy bed: | τόσο νωρίς να σηκωθείς απ’ το γλυκό κρεβάτι. |
Care keeps his watch in every old man's eye, | Η έγνοια στου γέροντα το νου, σκοπιά πάντα φυλάει | |
And where care lodges, sleep will never lie; | και όπου η έγνοια κατοικεί ο ύπνος δεν κολλάει. | |
But where unbruised youth with unstuff'd brain | Μα όπου νιάτα ξέγνοιαστα και νους που δε δουλεύει | |
Doth couch his limbs, there golden sleep doth reign: | ξαπλώνουνε, τότε χρυσός ο ύπνος βασιλεύει. | |
40 | Therefore thy earliness doth me assure | Ο πρωινός σου ερχομός, λοιπόν, με βεβαιώνει |
Thou art up-roused by some distemperature; | κάποια του νου αναταραχή νωρίς πως σε σηκώνει. | |
Or if not so, then here I hit it right, | Κι αν όχι αυτό, τότε εδώ θε να προβλέψω κάτι | |
Our Romeo hath not been in bed to-night. | απόψε ο Ρωμαίος μας δεν μπήκε σε κρεβάτι. | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
That last is true; the sweeter rest was mine. | Σωστό αυτό, μα πιο γλυκιά είν’ η ξεκούρασή μου. | |
FRIAR LAURENCE: | ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ: | |
45 | God pardon sin! wast thou with Rosaline? | Σ’χώρα τον Θε’ μου! Ήσουνα στη Ροζαλία παιδί μου; |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
With Rosaline, my ghostly father? no; | Στη Ροζαλίνα με ρωτάς, άγιε πατέρα; Όχι! | |
I have forgot that name, and that name's woe. | Έχω ξεχάσει τ’ όνομα και τον καημό της, πόχει. | |
FRIAR LAURENCE: | ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ: | |
That's my good son: but where hast thou been, then? | Μπράβο παιδί μου. Όμως πού, την νύχτα έχεις βγάλει; | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
I'll tell thee, ere thou ask it me again. | Θα σου τα πω με τη σειρά προτού ρωτήσεις πάλι. | |
50 | I have been feasting with mine enemy, | Όλη τη νύχτα γλένταγα με τους εχθρούς μου αντάμα |
Where on a sudden one hath wounded me, | μέχρι που ξάφνου ένας τους, κακό μου δίνει τραύμα | |
That's by me wounded: both our remedies | αλλά τον πλήγωσα κι εγώ. Των δυο η γιατρειά | |
Within thy help and holy physic lies: | βρίσκεται στη βοήθεια σου, στην άγια σου θωριά. | |
I bear no hatred, blessed man, for, lo, | Δεν έχω μίσος, γέροντα άγιε, διότι, ιδού, | |
55 | My intercession likewise steads my foe. | μεσολαβώ το ίδιο εγώ κι εκ μέρους του εχθρού. |
FRIAR LAURENCE: | ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ: | |
Be plain, good son, and homely in thy drift; | Μίλα παιδί μου ήρεμα λόγια, καθάριου ύφους. | |
Riddling confession finds but riddling shrift. | Ξομολογείσαι αινίγματα κι άφεση θα ‘χεις γρίφους! | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
Then plainly know my heart's dear love is set | Μάθε λοιπόν πως της καρδιάς μου η αγάπη πέρα ως πέρα | |
On the fair daughter of rich Capulet: | στου Καπουλέτου ανήκει την όμορφη θυγατέρα. | |
60 | As mine on hers, so hers is set on mine; | Κι ως η δική μου είναι εκεινής, δική μου είν’ εκείνης |
And all combined, save what thou must combine | δεμένες σ’ όλα, παρεκτός, στο δέσιμο που δίνεις | |
By holy marriage: when and where and how | συ με το γάμο. Όμως, πώς και πού και πότε αντάμα | |
We met, we woo'd and made exchange of vow, | βρεθήκαμε, δεθήκαμε και κάμαμε το τάμα | |
I'll tell thee as we pass; but this I pray, | θα σου τα πω αργότερα. Μα τώρα, άκουσέ μας, | |
65 | That thou consent to marry us to-day. | δώσε τη συγκατάθεση, σήμερα πάντρεψέ μας |
FRIAR LAURENCE: | ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ: | |
Holy Saint Francis, what a change is here! | Άγιε Φραγκίσκο, τι αλλαγή μεγάλη εδώ πέρα! | |
Is Rosaline, whom thou didst love so dear, | Κι η Ροζαλίνα που εσύ λάτρευες κάθε μέρα, | |
So soon forsaken? young men's love then lies | τόσο νωρίς ξεχάστηκε; Ο έρωτας των νέων | |
Not truly in their hearts, but in their eyes. | δεν είναι αλήθεια στην καρδιά, στα μάτια είναι πλέον. | |
70 | Jesu Maria, what a deal of brine | Χριστέ και Παναγία μου, τι δάκρυα ήταν εκείνα |
Hath wash'd thy sallow cheeks for Rosaline! | που ακόμα δεν στεγνώσανε γι’ αυτή τη Ροζαλίνα! | |
How much salt water thrown away in waste, | Αχ πόσο αλατόνερο άφησες να πετάξεις | |
To season love, that of it doth not taste! | να νοστιμέψει ο έρωτας που δεν θα δοκιμάσεις! | |
The sun not yet thy sighs from heaven clears, | Ο ήλιος δεν εστέγνωσε καν τα στενάγματά σου | |
75 | Thy old groans ring yet in my ancient ears; | στα γέρικα αυτιά μου ηχούν, ακόμα βογγητά σου. |
Lo, here upon thy cheek the stain doth sit | Να, εκεί πάνω στο μάγουλο σημάδι έχει γίνει | |
Of an old tear that is not wash'd off yet: | από ‘να δάκρυ σου παλιό, που ασκούπιστο είχε μείνει. | |
If e'er thou wast thyself and these woes thine, | Αν ήσουν συ τότε αυτός , τα κλάμματά σου εκείνα | |
Thou and these woes were all for Rosaline: | εσύ κι οι θρήνοι ανήκατε όλοι στη Ροζαλίνα. | |
80 | And art thou changed? pronounce this sentence then, | Άλλαξες τόσο; Δέξου το, τότε, πως δικαιούνται |
Women may fall, when there's no strength in men. | γυναίκες ν’αμαρτήσουνε, σαν οι άντρες δεν κρατιούνται | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
Thou chid'st me oft for loving Rosaline. | Συχνά με επιτίμησες για την αγάπη αυτή. | |
FRIAR LAURENCE: | ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ: | |
For doting, not for loving, pupil mine. | Την τρέλα, όχι τον έρωτα, καλέ μου μαθητή. | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
And bad'st me bury love. | Και φώναζες να θάψω την αγάπη. | |
FRIAR LAURENCE: | ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ: | |
85 | Not in a grave, | Να μη θάψεις |
To lay one in, another out to have. | τη μια για να μπορείς μετά μιαν άλλη να ξεθάψεις! | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
I pray thee, chide not; she whom I love now | Μη με μαλώνεις, να χαρείς. Αυτή που έχω τώρα | |
Doth grace for grace and love for love allow; | δίνει στη χάρη αντίχαρη κι αντίδωρο στα δώρα | |
The other did not so. | Η άλλη δεν το έκανε. | |
FRIAR LAURENCE: | ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ: | |
90 | O, she knew well | Το ήξερε η καημένη: |
Thy love did read by rote and could not spell. | Αγάπη με αποστήθιση και όχι ορθογραφημένη[14]! | |
But come, young waverer, come, go with me, | Μα έλα τώρα, νεαρέ άστατε, πάμε έξω. | |
In one respect I'll thy assistant be; | Σκέφτομαι σ’ ότι ζήτησες, αλήθεια, να προστρέξω. | |
For this alliance may so happy prove, | Ίσως αυτός ο έρωτας να ‘ναι καλή αιτία | |
95 | To turn your households' rancour to pure love. | των σπιτικών σας η έχθρητα, να γίνει ευτυχία. |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
O, let us hence; I stand on sudden haste. | Ω, ας πάμε τώρα από εδώ. Η βιάση μου ανάφτει | |
FRIAR LAURENCE: | ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ: | |
Wisely and slow; they stumble that run fast. | Σιγά και γνωστικά γιατί, ο που βιάζεται σκοντάφτει. |
ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ - ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
Οδός
Enter BENVOLIO and MERCUTIO | Εισέρχεται ο ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ και ο ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ | |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
Where the devil should this Romeo be? | Πού διάβολο να βρίσκεται εκείνος ο Ρωμαίος; | |
Came he not home to-night? | Δεν πήγε σπίτι άραγε να κοιμηθεί απόψε; | |
BENVOLIO: | ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ: | |
Not to his father's; I spoke with his man. | Δεν πήγε στου πατέρα του. Μίλησα μ’ άνθρωπό του. | |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
Ah, that same pale hard-hearted wench, that Rosaline. | Α, αιτία είναι πάλι η ίδια η χλωμή και άκαρδη σουσουράδα, εκείνη η Ροζαλίνα. | |
5 | Torments him so, that he will sure run mad. | Του φέρνεται τόσο σκληρά που πάει να τον τρελάνει. |
BENVOLIO: | ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ: | |
Tybalt, the kinsman of old Capulet, | Πριν, ο Τυβάλτης, συγγενής του γέρο Καπουλέτου | |
Hath sent a letter to his father's house. | έστειλε γράμμα επίσημο στο πατρικό του σπίτι. | |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
A challenge, on my life. | Μα τη ζωή μου, πρόκληση; | |
BENVOLIO: | ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ: | |
Romeo will answer it. | Κι εκείνος θ’ απαντήσει. | |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
10 | Any man that can write may answer a letter. | Όποιος ξέρει να γράφει, μπορεί και ν’ απαντήσει σε μια επιστολή |
BENVOLIO: | ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ: | |
Nay, he will answer the letter's master, how he dares, being dared. | Όχι, θα απαντήσει σ’ αυτόν που την έστειλε για το πώς αντιδρά στην πρόκληση. | |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
Alas poor Romeo! he is already dead; stabbed with a white wench's black eye; shot through the ear with a love-song; the very pin of his heart cleft with the blind bow-boy's butt-shaft: and is he a man to encounter Tybalt? | Ω, τον φτωχό Ρωμαίο, είν’ ήδη πεθαμένος! Τον έχει μαχαιρώσει το μαύρο μάτι μιας κακομαθημένης ασπρουλιάρας, Του έχει τρυπήσει το αυτί, το τραγούδι της αγάπης. Το κέντρο του στόχου της καρδιάς του, το έχει σκίσει το στομωμένο βέλος εκείνου του τυφλού παλιόπαιδου που μαθαίνει τοξοβολία. Είναι αυτός τώρα άνθρωπος να τα βάλει με τον Τυβάλτη;; | |
BENVOLIO: | ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ: | |
Why, what is Tybalt? | Γιατί, τι είναι ο Τυβάλτης; | |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
More than prince of cats, I can tell you. O, he is the courageous captain of compliments. He fights as you sing prick-song, keeps time, distance, and proportion; rests me his minim rest, one, two, and the third in your bosom: the very butcher of a silk button, a duellist, a duellist; a gentleman of the very first house, of the first and second cause: ah, the immortal passado! the punto reverso! the hai! | Είναι καλύτερος από τον πρίγκηπα των γάτων[15], εκείνου του παραμυθιού, σου λέω. Ω, είναι ο γενναίος καπετάνιος των κόλπων της ξιφομαχίας. Μάχεται όπως τραγουδάς εσύ απ’ την παρτιτούρα[16], κρατάει χρόνους, αποστάσεις και αναλογίες. Πάντα κάνει τις ελάχιστες παύσεις, μια δυο και η τρίτη στο στήθος σου! Είναι τέλειος χασάπης ειδικός ν’ ανοίγει κουμπότρυπες. Μονομάχος, μονομάχος, κύριος από πρώτο οίκο, γνώστης της πρώτης και της δεύτερης αιτίας πρόκλησης σε μονομαχία[17] Α, τι «πασάντο» αθάνατο! Τι «πούντο ριβέσο»! Τι «χάι»; | |
BENVOLIO: | ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ: | |
15 | The what? | Τι ποιο; |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
The pox of such antic, lisping, affecting fantasticoes; these new tuners of accents! 'By Jesu, a very good blade! a very tall man! a very good whore!' Why, is not this a lamentable thing, grandsire, that we should be thus afflicted with these strange flies, these fashion-mongers, these perdona-mi's, who stand so much on the new form, that they cannot at ease on the old bench? O, their bones, their bones! | Λέω για αυτή τη μάστιγα, το γελοίο τους ψεύδισμα την εκνευριστική τους[18] επιτήδευση, αυτές τις ξενόφερτες προφορές τους! «Ιησού μου, τρομερό σπαθί αυτός! Δικέ μου είσαι τεράστιος! Είναι μεγάλη πουτάνα!» Ε, δεν είναι θλιβερό καημένε μου, να πρέπει να υπομένουμε όλες τούτες τις παράξενες μύγες, τους μοδάτους, αυτούς τους «περντονάτε με», που κάθονται πάνω στους στους νέους τρόπους και δεν μπορούν να κάτσουν σε κανονικό σκαμνί; Ανάθεμα τα κόκκαλα κι όλα τα κόκκαλά τους![19] | |
BENVOLIO: | ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ: | |
Here comes Romeo, here comes Romeo. | Α, έρχεται ο Ρωμαίος, έρχεται ο Ρωμαίος! | |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
Without his roe, like a dried herring: flesh, flesh, how art thou fishified! Now is he for the numbers that Petrarch flowed in: Laura to his lady was but a kitchen-wench; marry, she had a better love to be-rhyme her; Dido a dowdy; Cleopatra a gipsy; Helen and Hero hildings and harlots; Thisbe a grey eye or so, but not to the purpose. Signior Romeo, bon jour! there's a French salutation to your French slop. You gave us the counterfeit fairly last night. | Στεγνός σαν τη ρέγγα δίχως τα αυγά της[20], Ω σάρκα μου, σάρκα μου πως στέγνωσες κι έγινες σαν το ψάρι; Τώρα ήρθε η ώρα να ξεχειλίσουμε από τους στίχους του Πετράρχη: Μπρος την κυρά του η Λάουρα λατζέρισα θα ήταν -μόνο που ‘χε καλύτερον για να της γράφει στίχους! Ήτανε άχαρη η Διδώ, γυφτάκι η Κλεοπάτρα, η Ελένη κι η Ήρα ήτανε πόρνες και πατσαβούρες κι η Θίσβη είχε γαλανά άτια –μα δεν μετράει! Σινιόρ Ρομέο μας «μπον ζουρ». Κι αυτή η γαλλικούρα ταιριάζει με το γαλλικό, ξεχείλωτο βρακί σου. Μας πούλησες ολότελα και μια χαρά ψες βράδυ.[21] | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
Good morrow to you both. What counterfeit did I give you? | Καλή σας μέρα και στους δυο. Και τι σας έχω πουλήσει; | |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
20 | The slip, sir, the slip; can you not conceive? | Φούμαρα, κύριε, φούμαρα! Τι δεν καταλαβαίνεις;[22] |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
Pardon, good Mercutio, my business was great; and in such a case as mine a man may strain courtesy. | Συγνώμη καλέ μου Μεκρούτιε, όμως είχα μια σπουδαία δουλειά και πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, οι αβρότητες ξεχνιούνται. | |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
That's as much as to say, such a case as yours constrains a man to bow in the hams. | Για να το πούμε και αλλιώς, το πράμα που ασχολιόσουν χθες[23], κουράζει τον άνθρωπο και δεν μπορεί να σκύψει. | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
Meaning, to court'sy. | Εννοείς ότι δεν μπορώ να υποκλιθώ, επειδή είπα ότι δεν ήμουν αβρός μαζί σας;[24]. | |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
Thou hast most kindly hit it. | Νομίζω πως το έβαλες το πράμα στη θέση του μια χαρά[25]. | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
25 | A most courteous exposition. | Α, η παρατήρησή σου είναι εξαίρετης αβρότητος[26]. |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
Nay, I am the very pink of courtesy. | Φυσικά, εγώ έχω το χάραγμα της αβρότητας στο μέτωπο.[27] | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
Pink for flower. | Σα να λέμε δηλαδή είσαι, "θησαβρός", το άνθος της αβρότητας![28] | |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
Right. | Σωστά. | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
Why, then is my pump well flowered. | Με λίγα λόγια, σαν το παπουτσάκι μου με την μονή σόλα, που έχει χαραγμένα άνθη πάνω του! [29] | |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
30 | Sure wit: follow me this jest now till thou hast worn out thy pump, that when the single sole of it is worn, the jest may remain after the wearing sole singular. | Σιγά την εξυπνάδα που είπες! Ακολούθησέ με κι εσύ τώρα σ’ αυτό το αστείο, μέχρι να ξεσολιαστεί το παπούτσι σου. Διότι, μόλις σωθεί η σόλα του, τότε τ’ αστείο σου θα μένει σόλο και σ' όλα γυμνωμένο[30]. |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
O single-soled jest, solely singular for the singleness. | Ω, τι μονόσολο αστείο, σόλο απλοϊκό, για τη μοναδικότητά του. | |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
Come between us, good Benvolio; my wits faint. | Μπενβόλιο μεσολάβησε, μένω από εξυπνάδες. | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
Switch and spurs, switch and spurs; or I'll cry a match. | Εμπρός, εμπρός σπιρούνισε, αλλιώς δηλώνω νικητής. | |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
Nay, if thy wits run the wild-goose chase, I have done, for thou hast more of the wild-goose in one of thy wits than, I am sure, I have in my whole five: was I with you there for the goose? | Μπα, αν μου ζητάς να παραβγούμε με τ’ άλογα, κυνηγώντας ο ένας τον άλλο από κοντά, όπως πετούν οι αγριόχηνες[31], τότε είμαι τελειωμένος, γιατί εσύ θα έχεις περισσότερες χήνες σ' ένα χαζό σου αστείο παρά, σίγουρα, εγώ σε πέντε. Λοιπόν; Σε πλησίασα καθόλου σ’ αυτό το κυνήγι της χήνας; | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
35 | Thou wast never with me for any thing when thou wast not there for the goose. | Δεν με πλησίασες ποτέ και για τίποτα αφού δε με υποστήριξες τότε που κηνυγούσα τη χήνα.[32] |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
I will bite thee by the ear for that jest. | Θα σου δαγκώσω το αυτί γι' αυτή την εξυπνάδα[33]. | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
Nay, good goose, bite not. | Όχι, μη με φας καλή μου χήνα[34]. | |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
Thy wit is a very bitter sweeting; it is a most sharp sauce. | Αυτή η εξυπνάδα ήταν γλυκόπικρη, σαν ξινή σάλτσα[35]. | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
And is it not well served in to a sweet goose? | Μα τέτοια δεν ταιριάζει να χύνουν μέσα στις γλυκιές χήνες όταν τις σερβίρουν; [36] | |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
40 | O here's a wit of cheveril, that stretches from an inch narrow to an ell broad! | Τώρα τ' αστείο τέντωσε λες κι είναι πλαστελίνη[37] από έναν πόντο χόντρυνε σαράντα πέντε πήχες! |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
I stretch it out for that word 'broad;' which added to the goose, proves thee far and wide a broad goose. | Το τέντωσα εξ αιτίας αυτής της λέξης «χόντρυνε», την οποία αν την προσθέσουμε στη χήνα, θα σε κάνει δίχως αμφιβολία μια χοντρή χήνα[38]. | |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
Why, is not this better now than groaning for love? now art thou sociable, now art thou Romeo; now art thou what thou art, by art as well as by nature: for this drivelling love is like a great natural, that runs lolling up and down to hide his bauble in a hole. | Ε, λοιπόν δεν είναι καλύτερα τώρα απ' το να κλαις για τον έρωτα; Τώρα έγινες κοινωνικός, τώρα είσαι εσύ ο Ρωμαίος, τώρα είσαι αυτό που είσαι, επανήλθες πάλι στο φυσικό σου. Κι αυτό διότι εκείνη η ανόητη αγάπη σου σε έκανε σαν το κορόιδο που τρέχει πάνω κάτω στο γήπεδο ψάχνοντας να βάλει τη μπάλα του σε κάποια τρύπα. | |
BENVOLIO: | ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ: | |
Stop there, stop there. | Έλα, κόφ' το εδώ, σταμάτα. | |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
Thou desirest me to stop in my tale against the hair. | Ε, μου κόβεις τώρα την ιστορία στο καλύτερο. | |
BENVOLIO: | ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ: | |
45 | Thou wouldst else have made thy tale large. | Ναι, γιατί θα την τραβούσες μακριά. |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
O, thou art deceived; I would have made it short: for I was come to the whole depth of my tale; and meant, indeed, to occupy the argument no longer. | Κάνεις λάθος, θα μίκραινε από μόνη της μου μόλις τέλειωνα βαθιά μέσα της, σε όλο της το νόημα[39]. Αλλά, κι εγώ αλήθεια σκόπευα να μην το τραβήξω παραπέρα. | |
Enter NURSE and her man PETER | Εισέρχονται η ΠΑΡΑΜΑΝΑ και ο υπηρέτης της ΠΕΤΡΟΣ | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
Here's goodly gear! | Να μια ωραία επίσκεψη! | |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
A sail, a sail! | Ναύτες πανί! Ένα πανί![40] | |
BENVOLIO: | ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ: | |
Two, two; a shirt and a smock. | Μα είναι δυο: Ένα βρακί και μία βράκα![41] | |
NURSE: | ΠΑΡΑΜΑΝΑ: | |
50 | Peter! | Πέτρο! |
PETER: | ΠΕΤΡΟΣ: | |
Anon! | Αμέσως! | |
NURSE: | ΠΑΡΑΜΑΝΑ: | |
My fan, Peter. | Δώσε μου εκείνη τη βεντάλια. | |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
Good Peter, to hide her face; for her fan's the fairer face. | Δώσ' της βρε Πέτρο να κρύψει το πρόσωπό της, γιατί η βεντάλια της έχει ωραιότερη όψη. | |
NURSE: | ΠΑΡΑΜΑΝΑ: | |
God ye good morrow, gentlemen. | Καλό πρωί σας κύριοι. | |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
55 | God ye good den, fair gentlewoman. | Καλό σας μεσημέρι, ωραία μου κυρία. |
NURSE: | ΠΑΡΑΜΑΝΑ: | |
Is it good den? | Καλά, μεσημέριασε κιόλας; | |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
'Tis no less, I tell you, for the bawdy hand of the dial is now upon the prick of noon. | Σίγουρα, και το λέω, γιατί ο χοντρός δείκτης καβάλησε τον άλλον και τον πήδηξε δείχνοντας μεσημέρι[42]. | |
NURSE: | ΠΑΡΑΜΑΝΑ: | |
Out upon you! what a man are you! | Όξω από δω! Τι άνθρωπος είσαι εσύ! | |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
One, gentlewoman, that God hath made for himself to mar. | Ένας, καλή μου κυρία που τον έφτιαξε ο Θεός για να κασταστραφεί[43]. | |
NURSE: | ΠΑΡΑΜΑΝΑ: | |
60 | By my troth, it is well said; 'for himself to mar,' quoth a'? Gentlemen, can any of you tell me where I may find the young Romeo? | Μα την αλήθεια μου, καλά το είπες! «για να καταστραφεί»! Κύριοι, μπορεί κάποιος από σας να μου πει που θα μπορούσα να βρω τον νεαρό Ρωμαίο; |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
I can tell you; but young Romeo will be older when you have found him than he was when you sought him: I am the youngest of that name, for fault of a worse. | Εγώ μπορώ να σου πω, αλλά ο νεαρός Ρωμαίος θα είναι μεγαλύτερος όταν θα τον έχεις βρει, από ό,τι ήταν όταν άρχισες να τον ψάχνεις. Εγώ είμαι ο νεώτερος με αυτό το όνομα, ελλείψει χειροτέρου[44]. | |
NURSE: | ΠΑΡΑΜΑΝΑ: | |
You say well. | Καλά τα λες.[45] | |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
Yea, is the worst well? very well took, i' faith; wisely, wisely. | Μα είναι το χειρότερο καλό; Πολύ καλά το έπιασε βλέπω[46] Σοφά, σοφά τελείως! | |
NURSE: | ΠΑΡΑΜΑΝΑ: | |
if you be he, sir, I desire some confidence with you. | Αν είσθε, εσείς αυτός, κύριε, επιθυμώ να έχωμεν μίαν συνέζευξιν αντάμα.[47] | |
BENVOLIO: | ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ: | |
65 | She will indite him to some supper. | Όπως και δήποτε θα τον προσκεκαλέσει εις δείπνον![48] |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
A bawd, a bawd, a bawd! so ho! | Είναι μια πόρνη! μια πόρνη! Βγάλαμε λαγό! | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
What hast thou found? | Τι λες ότι έβγαλες;[49] | |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
No hare, sir; unless a hare, sir, in a lenten pie, that is something stale and hoar ere it be spent. | Όχι λαγό κύριε. Εκτός αν τον λαγό κύριε, τον έχωσες σε καμιά νηστήσιμη πίτα[50], πράμα πού ‘ταν άνοστο και ξινισμένο, ήδη πριν τη φας | |
(sings) | (Τραγουδάει) | |
An old hare hoar, And an old hare hoar, Is very good meat in lent But a hare that is hoar Is too much for a score, When it hoars ere it be spent. | Πού ‘ταν άρα παλιά, αυτός ο λαγός ο γέρικος και μουχλιασμένος ξινός! Καλό μεζεδάκι για τη σαρακοστή! Λαγός που γερνάει το λένε κοινώς πολύ πάει να πηδάει από δω κι από κει μιας κι έχει χαλάσει προτού φαγωθεί. | |
(speaks) | (Μιλάει) | |
70 | Romeo, will you come to your father's? we'll to dinner, thither. | Ρωμαίε, θα έρθεις στο σπίτι του πατέρα σου; Θα φάμε, εκεί, για μεσημέρι. |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
I will follow you. | Θα σας ακολουθήσω. | |
MERCUTIO: | ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ: | |
Farewell, ancient lady; farewell, 'lady, lady, lady.' | Αντίο γριούλα μου, έχε γεια, «κυρία, κυρία, κυρία»! | |
Exeunt MERCUTIO and BENVOLIO | Εξέρχονται ο ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ και ο ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ | |
NURSE: | ΠΑΡΑΜΑΝΑ: | |
Marry, farewell! I pray you, sir, what saucy merchant was this, that was so full of his ropery? | Μωρέ αμέτε στο καλό! Κύριε, σας παρακαλώ, ποιο παλιόπαιδο ήταν αυτό που έλεγε τόσες αηδίες; | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
A gentleman, nurse, that loves to hear himself talk, and will speak more in a minute than he will stand to in a month. | Ήταν, παραμάνα, κάποιος νεαρός, που χαίρεται ν’ ακούει τον εαυτό του να μιλά και λέει ο ίδιος πιο πολλά σ’ ένα λεπτό, από όσα θα άντεχε να ακούσει από άλλον σ’ ένα μήνα! | |
NURSE: | ΠΑΡΑΜΑΝΑ: | |
75 | An a' speak any thing against me, I'll take him down, an a' were lustier than he is, and twenty such Jacks; and if I cannot, I'll find those that shall. Scurvy knave! I am none of his flirt-gills; I am none of his skains-mates. And thou must stand by too, and suffer every knave to use me at his pleasure? | Αν έλεγε κάτι για μένα, θα τον χτυπούσα χάμω! [51] Εγώ βάζω κάτω αυτόν κι είκοσι ακόμα τέτοιους. Κι αν δεν μπορούσα θα ‘βρισκα κάποιον που θα μπορούσε. Α, το σκορβουτο-κούναβο[52]! Δεν είμαι καμιά από τις φιλενάδες του! Δεν είμαι σαν τους μαχαιροβγάλτες φίλους του. Κι εσύ, τι στέκεις έτσι να βλέπεις να μου κάνουνε ό,τι τους ευχαριστεί; |
PETER: | ΠΕΤΡΟΣ: | |
I saw no man use you a pleasure; if I had, my weapon should quickly have been out, I warrant you: I dare draw as soon as another man, if I see occasion in a good quarrel, and the law on my side. | Δεν είδα κανέναν να σου κάνει ό,τι τον ευχαριστεί.[53]. Αν έβλεπα, το όπλο μου θα έβγαινε γρήγορα έξω, σε διαβεβαιώνω. Τολμώ κι εγώ να ξεσπαθώσω το ίδιο γρήγορα όπως όλοι, αν η περίσταση χρειάζεται καυγά και αν έχω και τον νόμο με το μέρος μου. | |
NURSE: | ΠΑΡΑΜΑΝΑ: | |
Now, afore God, I am so vexed, that every part about me quivers. Scurvy knave! Pray you, sir, a word: and as I told you, my young lady bade me inquire you out; what she bade me say, I will keep to myself: but first let me tell ye, if ye should lead her into a fool's paradise, as they say, it were a very gross kind of behavior, as they say: for the gentlewoman is young; and, therefore, if you should deal double with her, truly it were an ill thing to be offered to any gentlewoman, and very weak dealing. | Τώρα, μα τον Θεό εκνευρίστηκα τόσο που κάθε μέλος μου τρέμει. Το σκορβουτο-κούναβο! Σας παρακαλώ, κύριε, μια λέξη μόνο: και όπως σου έχω ήδη πει, η νεαρή μου κυρία με πρόσταξε να σε ρωτήξω κάτι. Μα ό,τι με πρόσταξε να σε ρωτήξω θα το κρατήσω για μένα. Πρώτα θα πρέπει να μου πεις αν έχεις στο μυαλό σου να τη γελάσεις, καθώς λεν'. Θα ήταν σιχαμερή μια τέτοια συμπεριφορά, ως λέν'. Γιατί η κοπελίτσα είναι μικρή. Και για τ’ αυτό, αν είσαι διπρόσωπος μαζί της, ε, αληθινά, άσχημο πράγμα κάνεις σ’ όποια κοπέλα, και δεν κάνει να ξηγιέσαι έτσι.. | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
Nurse, commend me to thy lady and mistress. I protest unto thee-- | Παραμάνα πες ένα καλό λόγο για μένα στην κυρά και αφέντρα σου. Μάλιστα σε αυτά που είπες αντιπροτείνω… | |
NURSE: | ΠΑΡΑΜΑΝΑ: | |
Good heart, and, i' faith, I will tell her as much: Lord, Lord, she will be a joyful woman. | Καλή καρδιά, στην πίστη μου, τρέχω να της τα προφτάσω: Ω, Θεέ, Θεέ πόσο χαρούμενη θα μου γίνει. | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
80 | What wilt thou tell her, nurse? thou dost not mark me. | Μα, τι θα της πεις παραμάνα; Δεν πρόσεξες καν τι είπα. |
NURSE: | ΠΑΡΑΜΑΝΑ: | |
I will tell her, sir, that you do protest; which, as I take it, is a gentleman like offer. | Μα θα της πω, κύριε, ότι είπατε «προτείνω», κάτι που απ’ όσο ξέρω μοναχά ένας κύριος θα ταίριαζε να προσφέρει | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
Bid her devise Some means to come to shrift this afternoon; And there she shall at Friar Laurence' cell Be shrived and married. Here is for thy pains. | Πες ένα κόλπο να σκεφτεί να έρθει αυτό το απόγεμα για εξομολόγησή της. Και στου Λαυρέντιου το κελί θε να γενεί ο γάμος μα και το ξομολόγημα. Να για τον κόπο κάτι. | |
NURSE: | ΠΑΡΑΜΑΝΑ: | |
No truly sir; not a penny. | Όχι, ειλικρινά κύριε, ούτε δεκάρα. | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
Go to; I say you shall. | Έλα, επιμένω. | |
NURSE: | ΠΑΡΑΜΑΝΑ: | |
85 | This afternoon, sir? well, she shall be there. | Κύριε αυτό το απόγευμα; Ωραία, εκεί θα είναι. |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
And stay, good nurse, behind the abbey wall: | Και, παραμάνα, πήγαινε στου αβαείου τον τοίχο. | |
Within this hour my man shall be with thee | Σε καμιά ώρα άνθρωπο δικό μου θα σου στείλω | |
And bring thee cords made like a tackled stair; | που θα σου φέρει τρεις τριχιές, πλεγμένες σαν μια σκάλα | |
Which to the high top-gallant of my joy | που επάνω στο πανύψηλο άρμπουρο της χαράς μου | |
Must be my convoy in the secret night. | πρέπει να έχω συνοδιά τη μυστική αυτή νύχτα. | |
90 | Farewell; be trusty, and I'll quit thy pains: | Ώρα καλή! Φέρσου πιστά και θα στο ξεπληρώσω. |
Farewell; commend me to thy mistress. | Ώρα καλή. Χαιρέτα την για μένα την κυρά σου. | |
NURSE: | ΠΑΡΑΜΑΝΑ: | |
Now God in heaven bless thee! Hark you, sir. | Να σ’ ευλογήσει ο θεός! Μα κύριε, άκουσέ με. | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
What say'st thou, my dear nurse? | Τι είναι παραμάνα μου καλή, που θες ν’ ακούσω; | |
NURSE: | ΠΑΡΑΜΑΝΑ: | |
Is your man secret? Did you ne'er hear say, | Σου είναι ο άνθρωπος πιστός; Δεν ξέρεις το χαμπέρι | |
95 | Two may keep counsel, putting one away? | "οι δυο κρατούνε μυστικό, αν ο ένας δεν το ξέρει"; |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
I warrant thee, my man's as true as steel. | Στο εγγυώμαι, ο άνθρωπος είναι πιστός, ατσάλι. | |
NURSE: | ΠΑΡΑΜΑΝΑ: | |
Well, sir; my mistress is the sweetest lady--Lord, Lord! when 'twas a little prating thing:--O, there is a nobleman in town, one Paris, that would fain lay knife aboard; but she, good soul, had as lief see a toad, a very toad, as see him. I anger her sometimes and tell her that Paris is the properer man; but, I'll warrant you, when I say so, she looks as pale as any clout in the versal world. Doth not rosemary and Romeo begin both with a letter? | Πολύ καλά αφέντη μου. Η κυρά μου είναι η γλυκότερη κυρά. Θεέ μου, πότε ήταν μικρουλα και γλωσσοκοπάναγε. Α, να σου πω! Είναι ένας ευγενής, στην πόλη, ένας Πάρης που λιγουρεύεται να την κουρσέψει. Μα όμως, η καλή μου η ψυχούλα, βατράχι θα προτίμαγε, βατράχι κι όχι εκείνον. Την κεντάω καμιά φορά, και της λέω πως της αξίζει ο Πάρης, όμως στο εγγυάμαι, μόλις το πω, ευθύς μου χλομιάζει και γίνεται σαν πιο λευκό πανί της οικουμενικότης.[54]Μα για πες μου, ο Ρωμαίος και το Ρόδο αρχίζουν με το ίδιο γράμμα; | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
Ay, nurse; what of that? both with an R. | Ναι, παραμάνα, τι ρωτάς; Με «ρου» είναι και τα δύο! | |
NURSE: | ΠΑΡΑΜΑΝΑ: | |
Ah. mocker! that's the dog's name; R is for the--No; I know it begins with some other letter:--and she hath the prettiest sententious of it, of you and rosemary, that it would do you good to hear it. | Αχ, πειραχτήρι! Με το «ρου» ξεκινάει το ρούμι[55]. Όχι, το ξέρω ότι ξεκινά με κάποιο άλλο γράμμα. Ε, το λοιπόν, σου κάνει αυτή, κάτι φαρσεολογίες με σένα και τα ρόδα της που πολύ θα σου άρεσε να τις ακούσεις | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
100 | Commend me to thy lady. | Δώσε χαιρετίσματα εκ μέρους μου στην κυρά σου.. |
NURSE: | ΠΑΡΑΜΑΝΑ: | |
Ay, a thousand times. | Χίλιες φορές. | |
Peter! | Ε, Πέτρο! | |
PETER: | ΠΕΤΡΟΣ: | |
Anon! | Αμέσως! | |
NURSE: | ΠΑΡΑΜΑΝΑ: | |
Peter, take my fan, and go before and apace. | Πέτρο, πάρ’ τη βεντάλια μου, σύρε μπροστά και δρόμο. | |
Exeunt | Εξέρχονται |
ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ - ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Ο κήπος του Καπουλέτου
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
The clock struck nine when I did send the nurse; | Είχε σημάνει ήδη εννιά, σαν έστειλα την Νένα. | |
In half an hour she promised to return. | Μισή ώρα μου έταξε να κάμει ως να γυρίσει. | |
Perchance she cannot meet him: that's not so. | Λες να μην τον συνάντησε; Μπα, κάτι άλλο θα ‘ναι. | |
O, she is lame! love's heralds should be thoughts, | Είναι κουτσή! Αχ να ‘τανε η σκέψη ταχυδρόμος | |
5 | Which ten times faster glide than the sun's beams, | να τρέχει δεκαπλάσια από τις ηλιαχτίδες |
Driving back shadows over louring hills: | που διώχνουν πάντα τις σκιές απ’ τους κλαμένους λόφους! | |
Therefore do nimble-pinion'd doves draw love, | Γι’ αυτό η αγάπη καβαλά, γοργόφτερα τρυγόνια | |
And therefore hath the wind-swift Cupid wings. | κι ο Έρωτας έχει φτερά, να φεύγει σαν αγέρας. | |
Now is the sun upon the highmost hill | Τώρα ο ήλιος έφτασε στ’ ανώτερο σημείο | |
10 | Of this day's journey, and from nine till twelve | του ημερήσιου ταξιδιού, κι απ’ τις εννιά ως τώρα |
Is three long hours, yet she is not come. | τρεις ώρες αργοδιάβηκαν κι αυτή δεν έχει έρθει. | |
Had she affections and warm youthful blood, | Αν είχε όμως αισθήματα κι αίμα ζεστό της νιότης | |
She would be as swift in motion as a ball; | θε να κινούσε γρήγορα όπως κυλάει η μπάλα. | |
My words would bandy her to my sweet love, | Τα λόγια θ αντιγύρναγαν ‘πα στη γλυκιά μου αγάπη | |
15 | And his to me: | και αυτουνού σε μένανε. |
But old folks, many feign as they were dead; | Μα οι γέροι παριστάνουνε πως είναι πεθαμένοι. | |
Unwieldy, slow, heavy and pale as lead. | Δυσκίνητοι, αργοί, βαριοί, χλωμοί, μολυβωμένοι. | |
O God, she comes! | Ω Θέ μου έρχεται! | |
Enter NURSE and PETER | Εισέρχονται η ΠΑΡΑΜΑΝΑ και ο ΠΕΤΡΟΣ | |
O honey nurse, what news? | Γλυκιά παραμανούλα μου τι νέα; | |
20 | Hast thou met with him? Send thy man away. | Τον βρήκες, τον αντάμωσες; Διώξε τον άνθρωπό σου. |
NURSE: | ΠΑΡΑΜΑΝΑ: | |
Peter, stay at the gate. | Πέτρο, στην πύλη πήγαινε. | |
Exit PETER | Εξέρχεται ο ΠΕΤΡΟΣ | |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
Now, good sweet nurse,--O Lord, why look'st thou sad? | Έλα παραμανούλα μου, --Θεέ μου, λύπη έχεις; | |
Though news be sad, yet tell them merrily; | Αν είν’ τα νέα θλιβερά, να μου τα πεις με χάρη. | |
If good, thou shamest the music of sweet news | Αν είν’ καλά, μου χάλασες τη γλυκιά μουσική τους | |
25 | By playing it to me with so sour a face. | παίζοντας την σε μένανε με πρόσωπο θλιμένο. |
NURSE: | ΠΑΡΑΜΑΝΑ: | |
I am a-weary, give me leave awhile: | Ωχ, πώς κατακουράστηκα, άσε με μια στιγμούλα. | |
Fie, how my bones ache! what a jaunt have I had! | Ουφ! Με πονούν τα κόκκαλα, τι δρόμο έχω κάνει! | |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
I would thou hadst my bones, and I thy news: | Ας είχα εγώ τα νέα σου και συ τα κόκαλά μου. | |
Nay, come, I pray thee, speak; good, good nurse, speak. | Έλα,σου λέω, μίλα μου, καλή μου Νένα, μίλα. | |
NURSE: | ΠΑΡΑΜΑΝΑ: | |
30 | Jesu, what haste? can you not stay awhile? | Ιησού! τι βιάζεσαι και δεν μπορείς να περιμένεις; |
Do you not see that I am out of breath? | Δε βλέπεις πως μου κόπηκε, σχεδόν, η αναπνοή μου; | |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
How art thou out of breath, when thou hast breath | Πώς κόπηκε η αναπνοή αφού εδώ αναπνέεις | |
To say to me that thou art out of breath? | για να που πεις πως κόπηκε, τάχα η αναπνοή σου; | |
The excuse that thou dost make in this delay | Η απολογία σου αυτή στην καθυστέρησή σου | |
35 | Is longer than the tale thou dost excuse. | τραβάει σε μάκρος πιο πολύ, απ’ αυτό που απολογιέσαι. |
Is thy news good, or bad? answer to that; | Μου έχεις νέα ευχάριστα ή άσχημα; Αυτό πές μου. | |
Say either, and I'll stay the circumstance: | Πες μου το ένα από αυτά κι ύστερα όλα τα άλλα.. | |
Let me be satisfied, is't good or bad? | Πες μου να ησυχάσω πια, είναι καλά ή μαύρα; | |
NURSE: | ΠΑΡΑΜΑΝΑ: | |
Well, you have made a simple choice; you know not how to choose a man: Romeo! no, not he; though his face be better than any man's, yet his leg excels all men's; and for a hand, and a foot, and a body, though they be not to be talked on, yet they are past compare: he is not the flower of courtesy, but, I'll warrant him, as gentle as a lamb. Go thy ways, wench; serve God. What, have you dined at home? | Λοιπόν, μαντάρα τα ‘καμες με την επιλογή σου. Δεν ξέρεις πώς διαλέγουνε, άντρα. Μα τον Ρωμαίο; Κακώς! Πολύ κακώς αυτόν. Αν και για να πούμε την αλήθεια, στη φάτσα είναι καλύτερος από κάθε άλλον. Μα και το πόδι του να πεις, καλύτερο δεν έχει. Όσο για χέρι, σώμα πατησιά, δεν είναι και σπουδαία, αν και πέρ’ από σύγκριση. Δεν είναι και το απάνθισμα ξέρεις της ευγενείας, όμως, κυρά μου, ορκίζομαι ήσυχος σαν αρνάκι. Πήγαινε παλιοκόριτσο και Θεός μαζί σου. Τι έγινε, δειπνήσατε στο σπίτι; | |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
40 | No, no: but all this did I know before. | Αχ, όχι, όχι. Όλ’ αυτά, τα ήξερα από πρώτα. |
What says he of our marriage? what of that? | Τι λέει για το γάμο μας, αυτό πες μου μονάχα. | |
NURSE: | ΠΑΡΑΜΑΝΑ: | |
Lord, how my head aches! what a head have I! | Θέ, μου τι πονοκέφαλος! Βαρύ κεφάλι που ‘χω! | |
It beats as it would fall in twenty pieces. | Χτυπάει λες και θα κοπεί σε είκοσι κομμάτια. | |
My back o' t' other side,--O, my back, my back! | Κι η πλάτη μου, απ’ την άλλη! Ωχ, πλάτη μου, πλατούλα! | |
45 | Beshrew your heart for sending me about, | Ανάθεμα που μ’ έστειλες εδώ κι εκεί να τρέχω |
To catch my death with jaunting up and down! | επάνω κάτω να γυρνώ, του θανατά να γίνω. | |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
I' faith, I am sorry that thou art not well. | Στην πίστη μου, λυπάμαι που πονάς. Όμως γλυκιά μου | |
Sweet, sweet, sweet nurse, tell me, what says my love? | γλυκιά παραμανούλα μου, η αγάπη μου τι σου ‘πε; | |
NURSE: | ΠΑΡΑΜΑΝΑ: | |
Your love says, like an honest gentleman, and a courteous, and a kind, and a handsome, and, I warrant, a virtuous,--Where is your mother? | Μου είπε η αγάπη σου, σαν κύριος τιμημένος κι ευγενικός, και αγαθός και καλοκαμωμένος κι αληθινά ενάρετος --Η μάνα σου πού είναι; | |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
50 | Where is my mother! why, she is within; | Πού είναι η μάνα μου!!! Ε, μα πια, μέσα στο σπίτι είναι! |
Where should she be? How oddly thou repliest! | Που θέλεις να ‘ναι; Μα πολύ ωραία μου αποκρίθης: | |
'Your love says, like an honest gentleman, | «Μου είπε η αγάπη σου σαν κύριος τιμημένος, | |
Where is your mother?' | που είναι η μάνα σου;» | |
NURSE: | ΠΑΡΑΜΑΝΑ: | |
O God's lady dear! | Καλή, γλυκιά μου Παναγία! | |
55 | Are you so hot? marry, come up, I trow; | Γιατί ανάβεις τόσο πια; Μαρή, θαρρώ μαζέψου! |
Is this the poultice for my aching bones? | Ετούτο το κατάπλασμα, είν’ για τα κόκκαλά μου; | |
Henceforward do your messages yourself. | Και στο εξής, μηνύματα να δίνεις μοναχή σου! | |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
Here's such a coil! come, what says Romeo? | Τι παίδεμα είναι αυτό! Έλα, τι λέει ο Ρωμαίος; | |
NURSE: | ΠΑΡΑΜΑΝΑ: | |
Have you got leave to go to shrift to-day? | Πήρες την άδεια σήμερα να πάς σ’ εξομολόγο; | |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
60 | I have. | Την πήρα. |
NURSE: | ΠΑΡΑΜΑΝΑ: | |
Then hie you hence to Friar Laurence' cell; | Τσακίσου τότε στο κελί, του πάτερ Λαυρεντίου. | |
There stays a husband to make you a wife: | Σύζυγος καρτερεί εκεί γυναίκα να σε κάμει. | |
Now comes the wanton blood up in your cheeks, | Α, βλέπω ήρθε ζωηρό το αίμα στο πρόσωπό σου | |
They'll be in scarlet straight at any news. | κι έγινε κατακόκκινο, αμέσως, με τα νέα. | |
65 | Hie you to church; I must another way, | Τρέχα στην εκκλησιά εσύ, κι εγώ από άλλο δρόμο |
To fetch a ladder, by the which your love | θα φέρω σκάλα που μ’ αυτήν η αγάπη σου θ’ ανέβει | |
Must climb a bird's nest soon when it is dark: | ως τη φωλιά ενός πουλιού, καθώς θα πέφτει η νύχτα. | |
I am the drudge and toil in your delight, | Εγώ είμαι η δούλα και μοχθώ, για να καλοπεράσεις. | |
But you shall bear the burden soon at night. | Μα σύντομα απόψε, συ, το βάρος θε να πιάσεις | |
70 | Go; I'll to dinner: hie you to the cell. | Πάω να δειπνήσω τώρα εγώ. Στο μοναστήρι βιάσου. |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
Hie to high fortune! Honest nurse, farewell. | Τρέχω να βρω την τύχη μου! Πιστή Νένα μου, γειά σου. |
ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ - ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ
Το κελί του Λαυρεντίου
FRIAR LAURENCE: | ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ: | |
So smile the heavens upon this holy act, | Όσο γελούν οι ουρανοί, με τ' άγιο μυστήριο | |
That after hours with sorrow chide us not! | τόσο οι ώρες που έρχονται με λύπες μην μας εύρουν! | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
Amen, amen! but come what sorrow can, | Αμήν, αμήν! Μ’ ας έλθουνε και όσες πίκρες θέλουν! | |
It cannot countervail the exchange of joy | Ούτε που ισοφαρίζουνε το αντάλλαγμα ευτυχίας | |
5 | That one short minute gives me in her sight: | που ένα τόσο δα λεπτό, μου δίνει η ματιά της. |
Do thou but close our hands with holy words, | Εσύ ένωσε τα χέρια μας με τ’ άγιά σου λόγια | |
Then love-devouring death do what he dare; | κι ας έρθει τότε ο αφανιστής του έρωτα, ο Χάρος. | |
It is enough I may but call her mine. | Φτάνει μονάχα να αξιωθώ, δική μου να την κάνω. | |
FRIAR LAURENCE: | ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ: | |
These violent delights have violent ends | Τέτοιες χαρές ορμητικές, ολέθρια τελειώνουν | |
10 | And in their triumph die, like fire and powder, | σβήνουν με δόξα, σαν φωτιά μαζί με το μπαρούτι |
Which as they kiss consume: the sweetest honey | που όταν φιλιούνται χάνονται. Το πιο γλυκό το μέλι | |
Is loathsome in his own deliciousness | μπορεί και να το σιχαθείς, απ’ την πολλή του γλύκα. | |
And in the taste confounds the appetite: | Στη γεύση μας μπερδεύεται η όρεξη συνήθως. | |
Therefore love moderately; long love doth so; | Γι’ αυτό αγάπα μέτρια – μόνο έτσι θα διαρκέσει. | |
15 | Too swift arrives as tardy as too slow. | Πάρωρα φτάνει κι ο αργός αλλά κι αυτός που τρέχει. |
Here comes the lady: O, so light a foot | Να η κυρά σου έρχεται. Τόσο ελαφρά πατάει | |
Will ne'er wear out the everlasting flint: | που δεν θα ξόδευε ποτέ το αιώνιο πυρολίθι. | |
A lover may bestride the gossamer | Οι ερωτευμένοι καβαλούν έναν ιστό αράχνης | |
That idles in the wanton summer air, | που αχνοπετάει στη θερμή αύρα το καλοκαίρι | |
20 | And yet not fall; so light is vanity. | χωρίς να πέφτουν. Ελαφριά που είναι η ματαιότης! |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
Good even to my ghostly confessor. | Καλησπερίζω ταπεινά τον εξομολογητή μου. | |
FRIAR LAURENCE: | ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ: | |
Romeo shall thank thee, daughter, for us both. | Κόρη, θα πει ευχαριστώ ο Ρωμαίος και για τους δυο μας. | |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
As much to him, else is his thanks too much. | Κι εγώ το ίδιο, γιατί αλλιώς, θα μ’ έχει χρεωμένη[56]. | |
ROMEO: | ΡΩΜΑΙΟΣ: | |
Ah, Juliet, if the measure of thy joy | Ιουλιέτα, αν στο μέτρημα θαρρείς πως η χαρά σου | |
25 | Be heap'd like mine and that thy skill be more | ζυγίζει όσο εμένανε κι έχεις και το ταλέντο |
To blazon it, then sweeten with thy breath | να την εκφράσεις, γλύκανε τότε με τη φωνή σου | |
This neighbour air, and let rich music's tongue | το γύρω εδώ. Της μουσικής άσε την πλούσια γλώσσα | |
Unfold the imagined happiness that both | να πει όση φαντάζεσαι ευτυχία που οι δυο μας | |
Receive in either by this dear encounter. | θα πάρουμε απ’ τον άλλονε, γλυκά στο σμίξιμό μας. | |
JULIET: | ΙΟΥΛΙΕΤΑ: | |
30 | Conceit, more rich in matter than in words, | Η αγάπη μου είναι πλούσια σε ουσία κι όχι λέξεις, |
Brags of his substance, not of ornament: | καυχάται για το μέσα της και όχι για τα στολίδια | |
They are but beggars that can count their worth; | Είναι ζητιάνοι όσοι μετρούν τους θησαυρούς που έχουν. | |
But my true love is grown to such excess | Εμένα η αγάπη μου μεγάλωσε πια τόσο | |
I cannot sum up sum of half my wealth. | ώστε δεν έχει μέτρημα, ούτε ο μισός της πλούτος. | |
FRIAR LAURENCE: | ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ: | |
35 | Come, come with me, and we will make short work; | Εμπρός ελάτε εδώ μαζί, γοργά θα ξεμπερδέψω |
For, by your leaves, you shall not stay alone | γιατί, αν θέλετε κι εσείς, δεν σας αφήνω μόνους | |
Till holy church incorporate two in one. | πριν η Άγια Εκκλησία μας, για πάντα σας ενώσει. |
ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΤΟΥ ΣΑΪΤ
Βιβλιογραφική αναφορά: Παρούτσας, Δ., Κ., (2018),
Αυτό το σάιτ χρησιμοποιεί cookies - Μάθετε περισσότερα... | Επισκέψεις από 1-1-2005: