Ρωμαίος και Ιουλιέτα - Πράξη 1η

ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ - ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

Enter CHORUS

Εισέρχεται ο ΧΟΡΟΣ

 

Two households, both alike in dignity

Δυο σπιτικά, που, και τα δυο, είχαν την ίδια αξία

 

(In fair Verona, where we lay our scene),

(μες τη Βερόνα τη λαμπρή που έχουμε σκηνικό)

 

From ancient grudge break to new mutiny,

από παλιά διχογνωμιά, κινούν νέα ανταρσία

 

Where civil blood makes civil hands unclean.

λερώνοντας τα χέρια τους μ’ αίμα αδερφικό.

  

 

5

From forth the fatal loins of these two foes

Από αυτών των δυο εχθρών τα σπλάχνα τα μοιραία

 

A pair of star-crossed lovers take their life,

δυο αστροκαμένοι εραστές θα χάσουν τη ζωή τους.

 

Whose misadventured piteous overthrows

Οι ανατροπές οι φοβερές κι η τύχη τους η ακραία

 

Doth with their death bury their parents' strife.

θάψαν, με χάρο, το θυμό που είχαν οι γονιοί τους.

  

 

 

The fearful passage of their death-marked love

Το τρομερό το πέρασμα του μαύρου έρωτά τους

10

And the continuance of their parents' rage,

και την ασίγαστη οργή που είχαν οι γονείς

 

Which, but their children’s end, naught could remove,

-που μοναχά θα πέρναγε σαν ‘χάναν τα παιδιά τους-

 

Is now the two hours' traffic of our stage—

θα δείτε για ένα δίωρο, τώρα, επί σκηνής.

  

 

 

The which, if you with patient ears attend,

Εάν τ' αυτιά μ' υπομονή, για μας έχετ' ανοίξει

 

What here shall miss, our toil shall strive to mend.

όσα δεν είπαμε ως εδώ, ο κόπος μας θα δείξει.

ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ - ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

Πλατεία

 

Enter SAMPSON and GREGORY of the house of Capulet, with swords and bucklers

Εισέρχονται ο ΣΑΜΨΩΝ και ο ΓΡΗΓΟΡΗΣ κρατώντας ξίφη και ασπίδες.

 

SAMPSON:

ΣΑΜΨΩΝ:

 

Gregory, o' my word, we'll not carry coals.

Γρηγόρη, στον λόγο μου, κανείς δεν μας κολλάει! [1]

 

GREGORY:

ΓΡΗΓΟΡΗΣ:

 

No, for then we should be colliers.

Όχι, βεβαια, αλλιώς θα είχαμε κώλυμα!

 

SAMPSON:

ΣΑΜΨΩΝ:

 

I mean, an we be in choler, we'll draw.

Λέω αν παν να μας κολώσουνε, πρέπει να βγάλουμε όπλο αμέσως!

 

GREGORY:

ΓΡΗΓΟΡΗΣ:

 

Ay, while you live, draw your neck out o' the collar.

Βρε, βγάλε το σβέρκο σου καλύτερα απ' το κολάρο του δήμιου, αν θες να ζήσεις.

 

SAMPSON:

ΣΑΜΨΩΝ:

5

I strike quickly, being moved.

Δεν ξέρω, εγώ το πετάω αμέσως έξω αν κάτι μ' ερεθίσει.[2]

 

GREGORY:

ΓΡΗΓΟΡΗΣ:

 

But thou art not quickly moved to strike.

Μόνο που δεν ερεθίζεσαι αρκετά γρήγορα για να το βγάλεις έξω.

 

SAMPSON:

ΣΑΜΨΩΝ:

 

A dog of the house of Montague moves me.

Ας δω ένα σκυλί απ' τους Μοντέγηδες και θα δεις πως το κουνάω μπροστά του.

 

GREGORY:

ΓΡΗΓΟΡΗΣ:

 

To move is to stir; and to be valiant is to stand:

therefore, if thou art moved, thou runn'st away.

Βρε, άσε τα κουνήματα, άντρας πρέπει να είσαι! Αν αρχίσεις και κουνιέσαι σε βλέπω να την κοπανάς.

 

SAMPSON:

ΣΑΜΨΩΝ:

 

A dog of that house shall move me to stand: I will

take the wall of any man or maid of Montague's.

Όλοι σ' αυτό το σκυλόσογο με ξεσηκώνουν. Πάντα πιάνω πρώτος τον τοίχο, σαν συντύχω ένα Μοντέγη, μα είναι άντρας, μα γυναίκα.[3]

 

GREGORY:

ΓΡΗΓΟΡΗΣ:

10

That shows thee a weak slave; for the weakest goes

to the wall.

Κι έτσι δείχνεις να 'σαι χέστης, μιας κι ο δειλός στριμώχνεται πάντα στον τοίχο.[4]

 

SAMPSON:

ΣΑΜΨΩΝ:

 

True; and therefore women, being the weaker vessels, are ever thrust to the wall: therefore I will push Montague's men from the wall, and thrust his maids to the wall.

Σα να 'χεις δίκιο. Γι’ αυτό και τις γυναίκες, που 'ναι αγγειά αδύναμα τις κολλάμε στον τοίχο. Ε, από τώρα θα στριμώχνω αυτές και θ' απωθώ τους άντρες τους.

 

GREGORY:

ΓΡΗΓΟΡΗΣ:

 

The quarrel is between our masters and us their men.

Στους αφεντάδες και σε μας, τους άντρες, πρέπει  η αμάχη.[5]

 

SAMPSON:

ΣΑΜΨΩΝ:

 

'Tis all one, I will show myself a tyrant: when I

have fought with the men, I will be civil with the

maids, and cut off their heads.

Το ίδιο μου κάνει· Μα θα δεις τι τύραννος θα γίνω.

Σαν παλέψω με τους άνδρες, παίρνουνε σειρά οι κυράδες .

Θα τους πάρω το κεφάλι.

 

GREGORY:

ΓΡΗΓΟΡΗΣ:

 

The heads of the maids?;

Των κυράδων το κεφάλι;

 

SAMPSON:

ΣΑΜΨΩΝ:

15

Ay, the heads of the maids, or their maidenheads;

take it in what sense thou wilt.

Των κυράδων το κεφάλι, ή το κάτω απ' το αφάλι!,[6]!

Παρ' το όπως σου γουστάρει.

 

GREGORY:

ΓΡΗΓΟΡΗΣ:

 

They must take it in sense that feel it.

Κείνες πρέπει να γουστάρουν, αμα τύχει και το πάρουν!.

 

SAMPSON:

ΣΑΜΨΩΝ:

 

Me they shall feel while I am able to stand: and 'tis known I am a pretty piece of flesh.

Μια χαρά θα με γουστάρουν, με το όπλο  σηκωμένο. Είναι γνωστό πως δεν ψαρώνω εύκολα.[7]

 

GREGORY:

ΓΡΗΓΟΡΗΣ:

 

'Tis well thou art not fish; if thou hadst, thou

hadst been poor John.

Καλά το ξεκαθάρισες, ψάρι δεν είσαι. Έλα,

γιατί αν ήσουν, θα 'σουνα σαν μια  στεγνή σαρδέλα!

 

Enter ABRAM and another SERVINGMAN

Εισέρχονται ο ΑΒΡΑΑΜ κι ένας άλλος ΥΠΗΡΕΤΗΣ

 

Draw thy tool! here comes

two of the house of the Montagues.

Τράβα το εργαλείο σου κι έρχονται δυο Μοντέγοι!

 

SAMPSON:

ΣΑΜΨΩΝ:

20

My naked weapon is out: quarrel, I will back thee.

Το γύμνωσα και το 'βγαλα.  Χτύπα, σου βάζω πλάτη.

 

GREGORY:

ΓΡΗΓΟΡΗΣ:

 

How! turn thy back and run?

Μα πώς; Την πλάτη στρέφοντας και όπου φύγει-φύγει;

 

SAMPSON:

ΣΑΜΨΩΝ:

 

Fear me not.

Μη με φοβάσαι.

 

GREGORY:

ΓΡΗΓΟΡΗΣ:

 

No, marry; I fear thee!

Ναι μωρέ! Αλήθεια σε φοβάμαι![8]

 

SAMPSON:

ΣΑΜΨΩΝ:

 

Let us take the law of our sides; let them begin.

Ας μην παρανομήσουμε. Ασ’ τους ν’ αρχίσουν πρώτοι.

 

GREGORY:

ΓΡΗΓΟΡΗΣ:

25

I will frown as I pass by, and let them take it

as they list.

Λοιπόν, θα σουφρώσω τα φρύδια μόλις περάσουν κι

ας κάνουν ό,τι θέλουν.

 

SAMPSON:

ΣΑΜΨΩΝ:

 

Nay, as they dare. I will bite my thumb at them;

which is a disgrace to them, if they bear it.

Αν τους βαστάει δηλαδή. Κι εγώ θα  τους δαγκώσω το δάχτυλο

ντροπιαστικά να δω αν θα το βαστάξουν[9].

 

ABRAHAM:

ΑΒΡΑΑΜ:

 

Do you bite your thumb at us, sir?

Δαγκώνετε το δάχτυλο σε μας, κύριε;

 

SAMPSON:

ΣΑΜΨΩΝ:

 

I do bite my thumb, sir.

Πάντως, δαγκώνω το δαχτυλό μου κύριε.

 

ABRAHAM:

ΑΒΡΑΑΜ:

 

Do you bite your thumb at us, sir?

Δαγκώνετε το δάχτυλο σε μας, κύριε;

 

SAMPSON:

ΣΑΜΨΩΝ:

 

(aside to GREGORY)

(κρυφά στον Γρηγόρη)

30

Is the law of our side if I say «ay»?

Αν του πω «ναι», τι γίνεται, είμαστε με τον νόμο;

 

GREGORY:

ΓΡΗΓΟΡΗΣ:

 

No.

Όχι

 

SAMPSON:

ΣΑΜΨΩΝ:

 

No, sir, I do not bite my thumb at you, sir, but I

bite my thumb, sir.

Όχι κύριε, δεν δαγκώνω το δάχτυλό μου για σας, κύριε, όμως δαγκώνω το δάχτυλό μου, κύριε!

 

GREGORY:

ΓΡΗΓΟΡΗΣ:

 

Do you quarrel, sir?

Ζητάτε μήπως αιτία για καυγά, κύριε;

 

ABRAHAM:

ΑΒΡΑΑΜ:

 

Quarrel sir! no, sir.

Αιτία για καυγά, κύριε; Όχι, κύριε.

 

SAMPSON:

ΣΑΜΨΩΝ:

35

If you do, sir, I am for you:

Γιατί αν ζητάτε κύριε, είμαι ο άνθρωπός σας.

 

I serve as good a man as you.

Ο αφέντης μου είν’ άξιος όσο και ο δικός σας.

 

ABRAHAM:

ΑΒΡΑΑΜ:

 

No better.

Μα όχι και καλύτερος…

 

SAMPSON:

ΣΑΜΨΩΝ:

 

Well, sir.

Καλώς κύριε.

 

Enter BENVOLIO

Εισέρχεται ο ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ

 

GREGORY:

ΓΡΗΓΟΡΗΣ:

 

Say 'better:' here comes one of my master's kinsmen.

Πες «πιο καλός». Μας έρχεται κάποιος, του αφέντη σόι.

 

SAMPSON:

ΣΑΜΨΩΝ:

40

Yes, better, sir.

Μάλιστα, κύριε, πιο καλός.

 

ABRAHAM:

ΑΒΡΑΑΜ:

 

You lie.

Είσαι μεγάλος ψεύτης!

 

SAMPSON:

ΓΡΗΓΟΡΗΣ:

 

Draw, if you be men.

Αν είσαι άντρας τράβηξε!

 

Gregory, remember thy swashing blow.

Γρηγόρη, θυμήσου το σαρωτικό σου χτύπημα[10].

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

Part, fools!

Χωρίστε βρε ζωντόβολα!

45

Put up your swords; you know not what you do.

Δεν ξέρετε τι κάνετε. Μαζέψτε τα σπαθιά σας!

 

Enter TYBALT

Εισέρχεται ο ΤΥΒΑΛΤΗΣ

 

TYBALT:

ΤΥΒΑΛΤΗΣ:

 

What, art thou drawn among these heartless hinds?

Στα σοβαρά τραβάς σπαθί κόντρα σε δυο ζωντόβολα;

 

Turn thee, Benvolio, look upon thy death.

Γύρνα σε με, Μπενβόλιο, και δες τον θάνατό σου.

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

I do but keep the peace: put up thy sword,

Προσπαθώ να τους ηρεμήσω. Μάζεψε το σπαθί σου,

 

Or manage it to part these men with me.

ή κουμαντάρισέ το για να ξεχωρίσουμε αυτούς τους άντρες[11].

 

TYBALT:

ΤΥΒΑΛΤΗΣ:

50

What, drawn, and talk of peace! I hate the word,

Τι, κρατάς σπαθί και μου μιλάς για ειρήνη; Μισώ αυτή τη λέξη

 

As I hate hell, all Montagues, and thee:

όσο μισώ όλους τους Μοντέγηδες κι εσένα!

 

Have at thee, coward!

Άρπαξέ την, δειλέ!

 

They fight. Enter three or four CITIZENS, with clubs or partisans

Μάχονται. Τρεις ή τέσσερις ΠΟΛΙΤΕΣ μπαίνουν με ρόπαλα και ακόντια

 

FIRST CITIZEN:

ΠΡΩΤΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ:

 

Clubs, bills, and partisans! strike! beat them down!

Down with the Capulets! down with the Montagues!

Κοντάρια, ξύλα, ρόπαλα! Χτυπάτε τους! Βαράτε τους!

Κάτω οι Καπουλέτοι! Κάτω οι Μοντέγηδες!

 

Enter old CAPULET in his gown, and his wife, LADY CAPULET

Μπαίνει ο γέρος ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ, ντυμένος με νυχτικό με τη σύζυγό του, ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΗ

 

CAPULET:

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ:

 

What noise is this? Give me my long sword, ho!

Τι είν’ αυτός ο θόρυβος; Φερ’ το μακρύ σπαθί μου!

 

LADY CAPULET:

ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΗ:

55

A crutch, a crutch! why call you for a sword?

Μα τι το θέλεις το σπαθί; Μια πατερίτσα φέρτε![12]

 

Enter old MONTAGUE and his wife, LADY MONTAGUE

Μπαίνει ο γέρος ΜΟΝΤΕΓΗΣ μαζί με τη σύζυγό του, ΛΑΙΔΗ ΜΟΝΤΕΓΗ

 

CAPULET:

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ:

 

My sword, I say! Old Montague is come,

Το ξίφος μου, διέταξα! Να τος ο κυρ Μοντέγης,

 

And flourishes his blade in spite of me.

που σείει τη σπάθα αδιάντροπα μπροστά και μ’ αψηφάει.

 

MONTAGUE:

ΜΟΝΤΕΓΗΣ:

 

Thou villain Capulet,--Hold me not, let me go.

Βρε Καπουλέτε άχρηστε! Μη με κρατάς, αφήστε!

 

LADY MONTAGUE:

ΛΑΙΔΗ ΜΟΝΤΕΓΗ:

 

Thou shalt not stir a foot to seek a foe.

Μηδέ ποδάρι δεν κουνάς, να πας προς τον εχθρό σου.

 

Enter PRINCE ESCALUS, with his train

Μπαίνει ο ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ ΕΣΚΑΛΟΣ με τη συνοδεία του

 

PRINCE:

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ:

60

Rebellious subjects, enemies to peace,

Ρέμπελα υποκείμενα, εχθροί της ησυχίας,

 

Profaners of this neighbour-stained steel,--

βεβηλωτές του ατσαλιού με αίμα συμπολιτών σας!

 

Will they not hear? What, ho! you men, you beasts,

Ακούστε με! Άντρες! Εσείς! Θηρία μανιασμένα

 

That quench the fire of your pernicious rage

που σβήνετε την πυρκαγιά του ολέθριου θυμού σας

 

With purple fountains issuing from your veins,

σε σιντριβάνι πορφυρό, 'πό αίμα των φλεβών σας.

65

On pain of torture, from those bloody hands

Αν θέτε να γλιτώσετε από τα δυο μου χέρια,

 

Throw your mistemper'd weapons to the ground,

πετάξτε αυτά τ’ ανόσια τα όπλα σας στο χώμα.

 

And hear the sentence of your moved prince.

Κι ακούστε την απόφαση του αφέντη σας που οργίσθη:

 

Three civil brawls, bred of an airy word,

Τρεις πόλεμοι ξεκίνησαν με λόγια του αέρα[13].

 

By thee, old Capulet, and Montague,

που βάλατε Μοντέγη εσύ κι ο γέρο Καπουλέτος.

70

Have thrice disturb'd the quiet of our streets,

Την ησυχία τρεις φορές ταράξατε των δρόμων

 

And made Verona's ancient citizens

και κάματε τους γέροντες κατοίκους της Βερόνας

 

Cast by their grave beseeming ornaments,

να βγάλουν τα στολίδια τους που για τον τάφο είχαν

 

To wield old partisans, in hands as old,

να πιάσουν όπλα γέρικα, σε γερασμένα χέρια

 

Canker'd with peace, to part your canker'd hate:

που ειρηνικά σκουριάζανε, μίσος σκουριάς να σβήσουν.

75

If ever you disturb our streets again,

Αν τύχει και ταράξετε τους δρόμους μας και πάλι

 

Your lives shall pay the forfeit of the peace.

θα’ ναι οι ζωές σας πληρωμή, τίμημα της ειρήνης.

 

For this time, all the rest depart away:

Για τώρα τελειώσαμε, όλοι σας σκορπιστείτε

 

You Capulet; shall go along with me:

Και Καπουλέτε, θέλω εσύ ευθύς να ‘ρθεις μαζί μου.

 

And, Montague, come you this afternoon,

Και συ, Μοντέγη, έρχεσαι, λίγο μετά το γιόμα

80

To know our further pleasure in this case,

να μάθεις τι μ’ ευχαριστεί στο ζήτημα ετούτο,

 

To old Free-town, our common judgment-place.

ψηλά στη Λευτερούπολη[14], που κάνουμε τις κρίσεις.

 

Once more, on pain of death, all men depart.

Όλοι χωρίστε, τώρα, ευθύς, επί ποινή θανάτου!

 

Exeunt all but MONTAGUE, LADY MONTAGUE, and BENVOLIO

Εξέρχονται όλοι πλην του Μοντέγη, της Λαίδης Μοντέγη και του Μπενβόλιο.

 

MONTAGUE:

ΜΟΝΤΕΓΗΣ:

 

Who set this ancient quarrel new abroach?

Στην έχθρα μας ποιος άναψε νέα φωτιά και πάλι;

 

Speak, nephew, were you by when it began?

Πες μου ανιψιέ. Ήσουν εδώ σαν άρχισε το πράμα;

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

85

Here were the servants of your adversary,

Οι υπηρέτες, αρχικά, ήταν εδώ, του εχθρού σου,

 

And yours, close fighting ere I did approach:

προτού να 'ρθω, κι από κοντά είχαν αρχίσει πάλη.

 

I drew to part them: in the instant came

Να τους χωρίσω πάσχισα, μα έφτασε στην ώρα

 

The fiery Tybalt, with his sword prepared,

με το σπαθί του έτοιμο, ο φλογερός Τυβάλτης.

 

Which, as he breathed defiance to my ears,

Στ’ αυτιά μου βαριανάσαινε περίσσια καταφρόνια,

90

He swung about his head and cut the winds,

σπάθιζε και ξεσπάθιζε, κόβοντας τον αέρα

 

Who nothing hurt withal hiss'd him in scorn:

που απλήγωτος εσφύριζε και τον περιγελούσε.

 

While we were interchanging thrusts and blows,

Και όπως ανταλλάσσαμε ωθήσεις κι απωθήσεις

 

Came more and more and fought on part and part,

όλο και πιότεροι έρχονταν και πιάναν το μαχαίρι.

 

Till the prince came, who parted either part.

Μέχρι που ήρθ’ ο Πρίγκιπας και χώρισε τα μέρη.

 

LADY MONTAGUE:

ΛΑΙΔΗ ΜΟΝΤΕΓΗ:

95

O, where is Romeo? saw you him to-day?

Μα πού ‘ναι ο Ρωμαίος μου; Τον είδες όλη μέρα;

 

Right glad I am he was not at this fray.

Πώς χαίρομαι που απέφυγε τη συμπλοκή, εδώ πέρα.

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

Madam, an hour before the worshipped sun

Κυρία μου, μια ώρα πριν ο λατρεμένος ήλιος

 

Peered forth the golden window of the east,

προβάλλει στης Ανατολής το χρυσοπαραθύρι

 

A troubled mind drove me to walk abroad,

σκέψεις βαριές με οδήγησαν λίγο να ξεμακρύνω.

100

Where, underneath the grove of sycamore

Κει κάτω από το πυκνό ψευτοπλατάνων άλσος[15]

 

That westward rooteth from this city side,

που πάει όλο δυτικά, απ’ το πλευρό της πόλης,

 

So early walking did I see your son.

εκεί, νωρίς να περπάταγα κι αντίκρισα το γιο σου.

 

Towards him I made, but he was 'ware of me

Βάδισα προς το μέρος του, μα είδηση με πήρε

 

And stole into the covert of the wood.

και τρύπωσε και χάθηκε στο πύκνωμα του δάσους.

105

I, measuring his affections by my own,

Ξέροντας πώς αισθάνεται, απ’ τις δικές μου έννοιες

 

Which then most sought where most might not be found,

που όσο τις ψάχνω πιο πολύ, τόσο και δεν τις βρίσκω,

 

Being one too many by my weary self,

κι αισθάνομαι περίσσεμα ως και τον εαυτό μου

 

Pursued my humor not pursuing his,

έκανα το χατήρι του, κάνοντας το δικό μου

 

And gladly shunned who gladly fled from me.

κι απέφυγα χαρούμενος, 'κείνον που μ' αποφεύγει.

 

MONTAGUE:

ΜΟΝΤΕΓΗΣ:

110

Many a morning hath he there been seen,

Πολλά πρωινά τον έχουνε κει πέρα ιδωμένο,

 

With tears augmenting the fresh morning dew.

με δάκρυα την πρωινή δροσούλα ν' αυγαταίνει

 

Adding to clouds more clouds with his deep sighs;

και να προσθέτει σύννεφα στα σύννεφα βογγώντας.

 

But all so soon as the all-cheering sun

Μ’ αμέσως σαν ο χαρωπός και φωτεινός μας ήλιος

 

Should in the furthest east begin to draw

στη μακρινή Ανατολή αρχίζει να τραβάει

115

The shady curtains from Aurora's bed,

το σκούρο παραπέτασμα, απ' της Αυγής την κλίνη,

 

Away from the light steals home my heavy son,

ο γιος μου ο βαρύκαρδος κρύβεται απ’ το φως του

 

And private in his chamber pens himself,

και κλειδομανταλώνεται μέσα στην κάμαρά του.

 

Shuts up his windows, locks far daylight out

Κλείνει τα παραθύρια του, το φως κλειδώνει έξω

 

And makes himself an artificial night:

και μία νύχτα τεχνητή ολόγυρά του φτιάχνει.

120

Black and portentous must this humour prove,

Μαύρη θα του 'βγει και πικρή αυτή του η ανοησία

 

Unless good counsel may the cause remove.

αν κάποιος σύμβουλος καλός, δεν πάψει την αιτία.

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

My noble uncle, do you know the cause?

Μα θείε μου δεν ξέρετε ποια είναι η αιτία;

 

MONTAGUE:

ΜΟΝΤΑΓΗΣ:

 

I neither know it nor can learn of him.

Ούτε την ξέρω ούτε μπορώ να μάθω από εκείνον.

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

Have you importuned him by any means?

Μα τον πιέσατε άραγε με κάθε άλλο μέσον;

 

MONTAGUE:

ΜΟΝΤΑΓΗΣ:

125

Both by myself and many other friends:

Κι εγώ ο ίδιος και πολλοί ακόμη άλλοι φίλοι.

 

But he, his own affections' counsellor,

Όμως αυτός για φίλο του, σε κάθε του έγνοια, έχει

 

Is to himself--I will not say how true--

τον εαυτό του μοναχά, - τι φίλος  είν' δεν ξέρω.

 

But to himself so secret and so close,

Στον εαυτό του κλείστηκε κι έχει το μυστικό του

 

So far from sounding and discovery,

που δεν το λέει πουθενά, ούτε τ’ αποκαλύπτει,.

130

As is the bud bit with an envious worm,

σαν τον ανθό που τον τρυπά ζηλόφθονο σκουλήκι

 

Ere he can spread his sweet leaves to the air,

προτού μπορέσει τα γλυκά τα φύλλα του ν’ απλώσει

 

Or dedicate his beauty to the sun.

ή τη μεγάλη του ομορφιά στον ήλιο ν’ αφιερώσει[16].

 

Could we but learn from whence his sorrows grow.

Αν ξέραμε τη θλίψη αυτή γιατί έχει στην καρδιά του

 

We would as willingly give cure as know.

θα κάναμε ό,τι έπρεπε να βρει τη γιατρειά του..

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

135

See, where he comes: so please you, step aside;

Κοιτάξτε. Να ‘τος πού ‘ρχεται. Τώρ’ απομακρυνθείτε.

 

I'll know his grievance, or be much denied.

Θα μάθω ποια ‘ναι η θλίψη του, όσο και να τ’ αρνείται.

 

MONTAGUE:

ΜΟΝΤΑΓΗΣ:

 

I would thou wert so happy by thy stay,

Εύχομαι να ‘χεις τη χαρά, με την επιμονή σου

 

To hear true shrift. Come, madam, let's away.

να μάθεις κάτι αληθινό. Πάμε, κυρά, κουνήσου!

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

Good-morrow, cousin.

 - Ξάδερφε καλημέρα σου.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

140

Is the day so young?

- Τόσο πρωί ‘ναι ακόμη;

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

But new struck nine.

- Εννέα μόλις χτύπησε.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Ay me! sad hours seem long.

Αλίμονο! Πόσο μακριές είναι της θλίψης οι ώρες! [17]

 

Was that my father that went hence so fast?

Μην  ήταν ο πατέρας μου που έφυγε άρον-άρον;

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

It was. What sadness lengthens Romeo's hours?

Ναι ήταν. Και τι μάκρυνε τις ώρες του Ρωμαίου;

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

145

Not having that, which, having, makes them short.

Δεν έχω εκείνο που έχοντας, τις κάνει να μικραίνουν.

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

In love?

Είσαι σ’ αγάπη;

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Out--

Είμαι εκτός!

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

Of love?

Έξω απ’ την αγάπη;

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Out of her favour, where I am in love.

Έξω απ’ ανταπόκριση, μα μέσα στην αγάπη.

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

150

Alas, that love, so gentle in his view,

Αλίμονο, ο έρωτας τόσο γλυκός στην όψη

 

Should be so tyrannous and rough in proof!

να είναι τέτοιος τύραννος, τόσο σκληρός στην πράξη!

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Alas, that love, whose view is muffled still,

Αλίμονο, ο έρωτας, κι αν είναι δίχως μάτια

 

Should, without eyes, see pathways to his will!

σ’ αυτά που θέλει οδηγεί, εμάς, τα μονοπάτια!

 

Where shall we dine? O me! What fray was here?

Λοιπόν, που λες να φάμε; Τι!; Αίματα είναι τούτα;

155

Yet tell me not, for I have heard it all.

Λέξη μην πεις. Τι έγινε πολύ καλά γνωρίζω.

 

Here's much to do with hate, but more with love.

Εδώ το μίσος είν’ πολύ, μια πιο πολλή η αγάπη[18].

 

Why, then, O brawling love! O loving hate!

Αγάπη με μαλώματα! Μίσος αγαπημένο!

 

O any thing, of nothing first create!

Ω, κάθε τι που απ' το μηδέν είναι δημιουργημένο!

 

O heavy lightness! serious vanity!

Τόσο βαριά ελαφρότητα, σπουδαία ματαιότης!

160

Mis-shapen chaos of well-seeming forms!

Τι χάος ασχημόπλαστο από μορφές ωραίες!

 

Feather of lead, bright smoke, cold fire, sick health!

Βαρύ φτερό, λαμπρός καπνός, ψυχρή φωτιά, υγειά αρρωστημένη!

 

Still-waking sleep, that is not what it is!

Ύπνος που είν’ ακοίμητος, που είναι ό,τι δεν είναι!

 

This love feel I, that feel no love in this.

Τέτοιαν αγάπη έχω εγώ, που αγάπη δε λογιέται.

 

Dost thou not laugh?

Για γέλια δεν κατάντησα;

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

165

No, coz, I rather weep.

Αχ, ξάδερφε για κλάματα νομίζω ότι είσαι.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Good heart, at what?

Γιατί μου λες για κλάματα πως είμαι αδερφέ μου;

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

At thy good heart's oppression.

Για όσα έχεις στην καρδιά και τόσο σε πικραίνουν

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Why, such is love's transgression.

Αχ, της αγάπης βάσανα είναι που με μαραίνουν.

 

Griefs of mine own lie heavy in my breast,

Οι λύπες που με τυραννούν βαραίνουν μες το στήθος

170

Which thou wilt propagate, to have it prest

κι εσύ αυξάνεις πιο πολύ σε μέγεθος το πλήθος

 

With more of thine: this love that thou hast shown

με τις δικές σου. Και αυτή η αγάπη που μου δείχνεις

 

Doth add more grief to too much of mine own.

προσθέτει πιότερους καημούς, κι άλλο βάρος μου ρίχνεις.

 

Love is a smoke raised with the fume of sighs;

Καπνός είναι ο έρωτας των αναστεναγμών.

 

Being purged, a fire sparkling in lovers' eyes;

Σαν σηκωθεί είναι φωτιά σε μάτια εραστών

175

Being vex'd a sea nourish'd with lovers' tears:

Σαν κατακάτσει γίνεται πέλαγος από δάκρυα.

 

What is it else? a madness most discreet,

Τι άλλο; Τρέλα γίνεται γεμάτη φρονιμάδα

 

A choking gall and a preserving sweet.

κόμπος που πνίγει το λαιμό και της ζωής γλυκάδα.

 

Farewell, my coz.

Ξαδέρφι μου σε χαιρετώ.

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

Soft! I will go along;

Σιγά, θα ‘ρθω παρέα.

180

An if you leave me so, you do me wrong.

Αν με αφήσεις μόνο μου, δεν φέρνεσαι ωραία.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Tut, I have lost myself; I am not here;

This is not Romeo, he's some other where.

Πάει, έχασα τον εαυτό μου, δεν είμαι εδώ.

Δεν είναι καν ο Ρωμαίος τούτος δω, έχει πάει κάπου αλλού.

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

Tell me in sadness, who is that you love.

Για πες μου τώρα, σοβαρά, ποιαν αγαπάς να μάθω.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

What, shall I groan and tell thee?

Τι, θες βογγώντας να σου πω;

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

Groan! why, no.

Με βογγητά! Για όνομα!

185

But sadly tell me who.

Στα σοβαρά, ποια είναι;

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Bid a sick man in sadness make his will:

Λες διαθήκη «σοβαρά» κάμε σ' αρρωστημένο:

 

Ah, word ill urged to one that is so ill!

Αχ, λόγο βαρύ ξεστόμησες σε βαρυπληγωμένο!

 

In sadness, cousin, I do love a woman.

Ξάδερφε τώρα σοβαρά, λατρεύω μια γυναίκα.

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

I aim'd so near, when I supposed you loved.

Μα έτσι νόμισα κι εγώ, σαν σ’ είδα ερωτευμένο[19].

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

190

A right good mark-man! And she's fair I love.

Το στόχο πέτυχες καλά. Κι απ’ όλες ξεχωρίζει

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

A right fair mark, fair coz, is soonest hit.

Σαν ξεχωρίζει, ξάδερφε, εύκολος στόχος είναι.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Well, in that hit you miss: she'll not be hit

Εδώ μάλλον αστόχησες[20]: γιατί δεν το γυρεύει

 

With Cupid's arrow; she hath Dian's wit;

του Έρωτα το τόξο αυτή. Στην Άρτεμη πιστεύει.

 

And, in strong proof of chastity well arm'd,

Με ανίκητη αγνότητα, καλά θωρακισμένη

195

From love's weak childish bow she lives unharm'd.

απείραχτη, απ' το παιδικό τόξο του, πάντα μένει.

 

She will not stay the siege of loving terms,

Δείχνει απολιόρκητη στα λόγια της αγάπης

 

Nor bide the encounter of assailing eyes,

κι αλώβητη στο κοίταγμα ματιών ερωτευμένων.

 

Nor ope her lap to saint-seducing gold:

Δεν δέχεται δώρα χρυσά που κι άγιο πλανεύουν:

 

O, she is rich in beauty, only poor,

Ω, τόσο πλούσια σ’ ομορφιά, τόσο φτωχή συνάμα

200

That when she dies with beauty dies her store.

γιατί αν πεθάνει χάνεται κι η ομορφιά αντάμα.

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

Then she hath sworn that she will still live chaste?

Έχει ορκιστεί τότε λοιπόν, να μείνει αγνή παρθένα;

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

She hath, and in that sparing makes huge waste,

Ναι, και κάνει αυτό, φριχτά τα νιάτα ξοδεμένα

 

For beauty starved with her severity

Η ομορφιά που χάνεται με τόση αυστηρότητα

 

Cuts beauty off from all posterity.

είν’ ομορφιά που χάνεται για την αιωνιότητα[21].

205

She is too fair, too wise, wisely too fair,

Τόσο καλή, τόσο σοφή, τόσα καλά γνωρίζει

 

To merit bliss by making me despair:

κερδίζει τον παράδεισο με το να μ' απελπίζει.

 

She hath forsworn to love, and in that vow

Τάχτηκε να μην αγαπά κι αυτό το τάμα κλαίω!

 

Do I live dead that live to tell it now.

Σαν πεθαμένος ζω εγώ, που ζω και σου τα λέω.

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

Be ruled by me, forget to think of her.

Άκου τι έχω να σου πω: Ξέχνα τη σκέψη εκείνης.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

210

O, teach me how I should forget to think.

Ω, μάθε με πώς να ξεχνώ να σκέφτομαι τελείως.

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

By giving liberty unto thine eyes;

Δίνοντας πλέρια λευτεριά τώρα στα δυο σου μάτια.

 

Examine other beauties.

Ψάξε και γι’ άλλες ομορφιές.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

'Tis the way

Αυτό θε να με κάμει

 

To call hers exquisite, in question more:

να λέω πως είναι πιο πολύ εκείνη πιο ωραία:

215

These happy masks that kiss fair ladies' brows

Όπως  οι μάσκες που φιλούν των γυναικών τα φρύδια[22]

 

Being black put us in mind they hide the fair;

μας κάνουν να νομίζουμε πως κάτι ωραίο κρύβουν.

 

He that is strucken blind cannot forget

Αυτός που έχει τυφλωθεί δε λησμονεί ποτέ του

 

The precious treasure of his eyesight lost:

τι θησαυρός πολύτιμος ήταν η όρασή του.

 

Show me a mistress that is passing fair,

Δείξε μου αν θέλεις μια κυρά, που τη θαρρούν ωραία

220

What doth her beauty serve, but as a note

και θα ‘ναι αυτή η ομορφιά ένα χαρτί γραμμένο

 

Where I may read who pass'd that passing fair?

να μου θυμίζει  συνεχώς ότι την ξεπερνάει.

 

Farewell: thou canst not teach me to forget.

Γειά. Να με μάθεις δε μπορείς πως να ξεχάσω εκείνη.

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

I'll pay that doctrine, or else die in debt.

Το μάθημα πληρώνω εγώ, ή αλλιώς χρέος θα μείνει[23].

 

exeunt

Εξέρχονται

ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ - ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

Οδός έμπροσθεν της οικίας του Καπουλέτου

 

Enter CAPULET, County PARIS, and PETER, a servant

Εισέρχονται ο ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ, ο ΠΑΡΗΣ και ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ ΠΕΤΡΟΣ

 

CAPULET:

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ:

 

But Montague is bound as well as I,

Και ο Μοντέγης δέθηκε με όρκο σαν εμένα

 

In penalty alike; and 'tis not hard, I think,

να 'χουμε ίδια την ποινή. Δύσκολο, λέω, δεν είναι

 

For men so old as we to keep the peace.

σ’ ανθρώπους γέρους σαν εμάς, να κάμουμε ειρήνη.

 

PARIS:

ΠΑΡΗΣ:

 

Of honourable reckoning are you both;

Μεγάλη φήμη έχετε, τιμητική κι οι δύο

5

And pity 'tis you lived at odds so long.

και κρίμα είναι που καιρό βρίσκεστε στα μαχαίρια.

 

But now, my lord, what say you to my suit?

Μα τώρα, κύρη μου, τι λες για την παράκλησή μου;

 

CAPULET:

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ:

 

But saying o'er what I have said before:

Σου λέω ξανά, μόνο αυτό που έχω πει και πρώτα:

 

My child is yet a stranger in the world;

Ακόμα είν’ η κόρη μου μια ξένη μες στον κόσμο.

 

She hath not seen the change of fourteen years,

Δεν έχει δει την αλλαγή χρόνων δεκατεσσάρων

10

Let two more summers wither in their pride,

Δυο καλοκαίρια άφησε να μαραθούν ακόμη

 

Ere we may think her ripe to be a bride.

κι ύστερα βλέπουμε ώριμη για γάμο αν έχει γνώμη

 

PARIS:

ΠΑΡΗΣ:

 

Younger than she are happy mothers made.

Νεώτερές της έγιναν μάνες ευτυχισμένες.

 

CAPULET:

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ:

 

And too soon marr'd are those so early made.

Γοργά χαλάνε όσες νωρίς βρίσκονται παντρεμένες[24].

 

The earth hath swallow'd all my hopes but she,

Τη γη να παίρνει τις χαρές, όλες τις άλλες, είδα

15

She is the hopeful lady of my earth:

κι αυτή μου έμεινε στη γη μόνη χαρά κι ελπίδα.

 

But woo her, gentle Paris, get her heart,

Πλησίασέ την, άξιε Πάρη, βρες την καρδιά της,

 

My will to her consent is but a part;

Η άδειά μου, είναι απλά μέρος της ‘πεθυμιάς της.

 

An she agree, within her scope of choice

Αν το θελήσει, τότε εγώ με την επιλογή

 

Lies my consent and fair according voice.

θα δώσω τη συναίνεση κι αποδοχής φωνή.

20

This night I hold an old accustom'd feast,

Απόψε κατά μια παλιά συνήθεια, γλέντι κάνω

 

Whereto I have invited many a guest,

για το οποίο εκάλεσα πολύν κόσμο επάνω

 

Such as I love; and you, among the store,

αγαπημένο• και σ’ αυτούς και σένα έχω μετρήσει

 

One more, most welcome, makes my number more.

Ένας ακόμα, ευπρόσδεκτος, τον αριθμό θ’ αυξήσει.

 

At my poor house look to behold this night

Κοίταξε απόψε και θα δεις μέσα στο φτωχικό μας

25

Earth-treading stars that make dark heaven light:

άστρα της γης να ρίχνουν φως στον μαύρο ουρανό μας.

 

Such comfort as do lusty young men feel

Τέτοια χαρά που αισθάνονται τα ωραία παλικάρια

 

When well-apparell'd April on the heel

όταν ο μορφοστόλιστος Απρίλης μες τ' αχνάρια

 

Of limping winter treads, even such delight

πατάει του Κουτσοφλέβαρου, τέτοιας χαράς λιβάδι

 

Among fresh female buds shall you this night

με θηλυκά ολόφρεσκα λουλούδια αυτό το βράδυ

30

Inherit at my house; hear all, all see,

θα βρεις στο σπίτι μου. Άκουσε και δες ποια ξεχωρίζει

 

And like her most whose merit most shall be:

Δείξε προτίμηση σ’ αυτήν  απ’ όλες, που το αξίζει

 

Which on more view, of many mine being one

Ανάμεσα σ’ όλες αυτές κι η κόρη μου, αν το ‘χει,

 

May stand in number, though in reckoning none,

ίσως μπορεί να μετρηθεί, μπορεί όμως και όχι.

 

Come, go with me.

Έλα μαζί μου.

35

Go, sirrah, trudge about

Και, παιδί, σιγά-σιγά ξεκίνα

 

Through fair Verona; find those persons out

τριγύρνα τη Βερόνα μας και βρες μου όλα εκείνα

 

Whose names are written there, and to them say,

τα ονόματα που 'ναι εδώ γραμμένα, και αν θέλουν

 

My house and welcome on their pleasure stay.

στο σπίτι μου τους προσκαλώ, ευπρόσδεκτοι να έλθουν.

 

SERVANT:

ΥΠΗΡΕΤΗΣ[25] :

 

Find them out whose names are written here! It is written, that the shoemaker should meddle with his yard, and the tailor with his last, the fisher with his pencil, and the painter with his nets; but I am sent to find those persons whose names are here writ, and can never find what names the writing person hath here writ. I must to

the learned. --In good time.

Να βρεις αυτούς που γράφει εδώ μέσα! Εδώ μου γράφει ότι o παπουτσής δουλεύει με τον πήχη, ο ράφτης με το καλαπόδι του, ο ψαράς με το μολύβι του και ο μπογιατζής με τα δίχτυα του. Και έστειλε εμένα να βρω αυτά τα άτομα που τα ονόματά τους είναι εδώ γραμμένα, που δεν μπορώ ποτέ να βρω ποια ονόματα έγραψε αυτός που τα ‘γραψε εδώ.. Πρέπει κι εγώ να βρω έναν που ξέρει… Στην ώρα βρέθηκαν αυτοί.

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

40

Tut, man, one fire burns out another's burning,

Βρε άνθρωπε, τη μια φωτιά τη σβήνεις με μιαν άλλη.

 

One pain is lessen'd by another's anguish;

Τον έναν πόνο τον ξεχνάς, με κάποιον άλλο πόνο.

 

Turn giddy, and be holp by backward turning;

Κι αν ζαλιστείς, ανάποδα γυρνάς και φεύγει η ζάλη.

 

One desperate grief cures with another's languish:

Μια θλίψη σου γιατρεύεται αν άλλη νιώσεις μόνο.

 

Take thou some new infection to thy eye,

Ε, βρες κι εσύ μια μόλυνση νέα για το ματάκι

45

And the rank poison of the old will die.

κι έτσι θα φύγει της παλιάς τ’ ολόπικρο φαρμάκι.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Your plaintain-leaf is excellent for that.

Του πλάνταγου το φύλλωμα, γω ξέρω τι γιατρεύει[26].

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

For what, I pray thee?

Και τι ειν’ αυτό, παρακαλώ;

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

For your broken shin.

Τον πόνο απ' την κλωτσιά μου!

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

Why, Romeo, art thou mad?

Ρωμαίο, ετρελάθηκες;

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

50

Not mad, but bound more than a mad-man is;

Τρελός δεν είμαι. Σαν τρελός δεμένος όμως νιώθω

 

Shut up in prison, kept without my food,

Κλεισμένος μες τη φυλακή, δίχως φαΐ αφημένος

 

Whipp'd and tormented and--God-den, good fellow.

δαρμένος, μες τα βάσανα και – Καλημέρα φίλε.

 

SERVANT:

ΥΠΗΡΕΤΗΣ:

 

God gi' god-den. I pray, sir, can you read?

Είθε ο Θεός! Παρακαλώ, μην ξέρεις να διαβάζεις;

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Ay, mine own fortune in my misery.

Α, ναι, της μαύρης τύχης μου διαβάζω τη μιζέρια.

 

SERVANT:

ΥΠΗΡΕΤΗΣ:

55

Perhaps you have learned it without book: but, I

Ίσως αυτό να το ‘μαθες απ’ έξω απ’ τα βιβλία[27].

 

pray, can you read any thing you see?

Μα όμως, σε παρακαλώ, διαβάζεις ό,τι βλέπεις;

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Ay, if I know the letters and the language.

Ε, ναι, εάν τα γράμματα γνωρίζω και τη γλώσσα.

 

SERVANT:

ΥΠΗΡΕΤΗΣ:

 

Ye say honestly: rest you merry!

Τίμια μου απάντησες. Αντέστε στο καλό σας![28]

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Stay, fellow; I can read. 'Signior Martino and his wife and daughters;  County Anselme and his beauteous sisters; the lady widow of Vitravio; Signior Placentio and his lovely nieces; Mercutio and his brother Valentine; mine uncle Capulet, his wife and daughters; my fair niece Rosaline; Livia; Signior Valentio and his cousin Tybalt, Lucio and the lively Helena.' A fair assembly: whither should they come?

Στάσου άνθρωπε. Γνωρίζω να διαβάζω. Ο Σιορ Μαρτίνος, η κυρά και οι θυγατέρες του. Ο Κόντε Ανσέλμος κι οι όμορφες οι αδερφές του. Η αρχόντισσα χήρα του Βιτρουβίου. Ο σιορ Πλακέντιος και οι ωραίες ανιψιές του. Ο Μερκούτιος κι ο αδερφός του ο Βαλεντίνος. Ο θείος μου Καπουλέτος, η γυναίκα του κι οι κόρες τους.  Η ωραία ανιψιά μου Ροζαλίνα, η Λιβία, ο σιορ Βαλέντιος και ο εξάδελφός του Τυβάλτης, ο Λούκιος και η ζωηρή Ελένη». ;Oμορφη συνάθροιση! Και που είναι να πάνε;

 

SERVANT:

ΥΠΗΡΕΤΗΣ

60

Up.

Απάνω[29].

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Whither?

Απάνω πού;

 

SERVANT:

ΥΠΗΡΕΤΗΣ:

 

To supper; to our house.

Στο δείπνο μας. Στο σπίτι.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Whose house?

Τίνος το σπίτι;

 

SERVANT:

ΥΠΗΡΕΤΗΣ:

 

My master's.

Του αφεντός

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

65

Indeed, I should have ask'd you that before.

Αλήθεια, έπρεπε αυτό να ‘χα ρωτήσει πρώτα.

 

SERVANT:

ΥΠΗΡΕΤΗΣ:

 

Now I'll tell you without asking: my master is the great rich Capulet; and if you be not of the house of Montagues, I pray, come and crush a cup of wine. Rest you merry!

Ε, τώρα θα στο πω εγώ χωρίς να με ρωτήσεις. Αφέντης είναι ο ξακουστός ζάπλουτος Καπουλέτος. Και αν εσύ δεν είσαι από τον οίκο Μοντέγηδων, σε προσαλώ να έρθεις να πιεις ένα ποτήρι κρασί. Σας αφήνω, να 'στε καλά!

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

At this same ancient feast of Capulet's

Στο γλέντι αυτό το εθιμικό που κάνει ο Καπουλέτος

 

Sups the fair Rosaline whom thou so lovest,

δειπνεί κι η Ροζαλίνα σου που τόσο τη λατρεύεις

 

With all the admired beauties of Verona:

και οι άλλες οι θαυμάσιες ωραίες της Βερόνας:

70

Go thither; and, with unattainted eye,

Πάμε κι εμείς• το μάτι σου να είναι όμως δίκαιο,

 

Compare her face with some that I shall show,

σύγκρινε αυτή που θα σου πω μ’ αυτό το προσωπάκι

 

And I will make thee think thy swan a crow.

και θα σε κάμω να τον δεις τον κύκνο σου, κοράκι.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

When the devout religion of mine eye

Αν τύχει κι η ευλαβική θρησκεία, στη ματιά μου[30]

 

Maintains such falsehood, then turn tears to fires;

δειχτεί να είναι ψεύτικη, φωτιά τα δάκρυά μου!

75

And these, who often drown'd could never die,

Κι αυτοί εδώ που πνίγονται συχνά, μα πάντα ζούνε,

 

Transparent heretics, be burnt for liars!

οι διάφανοι ιερόσυλοι[31], σαν ψεύτες ας καούνε!

 

One fairer than my love! the all-seeing sun

Πιο ωραία απ’ την αγάπη μου! Ο ήλιος που όλα ξέρει

 

Ne'er saw her match since first the world begun.

απ’ την αρχή του κόσμου μας, γι’ αυτήν δε βρήκε ταίρι!

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

Tut, you saw her fair, none else being by,

Μωρέ, τη βλέπεις όμορφη όταν δεν βλέπεις άλλη,

80

Herself poised with herself in either eye:

σε κάθε μάτι βάζοντας αυτήν την ίδια πάλι.

 

But in that crystal scales let there be weigh'd

Μα σαν αυτή σου η γυάλινη η ζυγαριά, ζυγίσει

 

Your lady's love against some other maid

τον έρωτά σου απέναντι σε κάποιο άλλο κορίτσι

 

That I will show you shining at this feast,

που θα σου δείξω στο χορό να λάμπει σαν τ’ αστέρια

 

And she shall scant show well that now shows best.

σάμπως λειψή θε να σου βγει, αυτή που βλέπεις τέλεια.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

85

I'll go along, no such sight to be shown,

Θα ‘ρθω, μα όχι το θέαμα που θέλεις να θωρώ

 

But to rejoice in splendor of mine own.

αλλά την ομορφιά αυτής που θέλω, να χαρώ.

 

Exeunt

Εξέρχονται

ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ - ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ

Θάλαμος εν τη οικία του Καπουλέτου

 

Enter LADY CAPULET and NURSE

(Εισέρχονται η ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΗ και η ΠΑΡΑΜΑΝΑ).

 

LADY CAPULET:

ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΗ:

 

Nurse, where's my daughter? call her forth to me.

Νένα, που ‘ναι η κόρη μου; Πες της να ‘ρθει μπροστά μου.

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

Now, by my maidenhead, at twelve year old, I bade her come. What, lamb! what, ladybird! God forbid! Where's this girl? What, Juliet!

Ορκίζομαι στην παρθενιά μου που είχα όταν ήμουν δώδεκα χρονών[32], την πρόσταξα να τελειώνει. Πού ‘σαι αρνάκι μου; Που ‘σαι πουλί μου; Ήμαρτον Θε μου… Πού είναι αυτό το κορίτσι; Πού είσαι Ιουλιέτα;

 

Enter JULIET

Εισέρχεται η ΙΟΥΛΙΕΤΑ

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

How now! who calls?

Ποιος είναι; Ποιος με φώναξε;

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

Your mother.

Η μάνα σου.

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

5

Madam, I am here.

Εδώ είμαι μητέρα.

 

What is your will?

Τι είναι που με θέλετε;

 

LADY CAPULET:

ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΗ:

 

This is the matter:--Nurse, give leave awhile,

Ο λόγος που σε κάλεσα… – Άσε μας παραμάνα

 

We must talk in secret:--nurse, come back again;

I have remember'd me, thou's hear our counsel.

έχω ένα λόγο να της πω κρυφά… Μα, παραμάνα,

γύρνα ξανά, και σκέφθηκα πως πρέπει να τ’ ακούσεις

 

Thou know'st my daughter's of a pretty age.

μιας και της θυγατέρας μου τα ξέρεις τα χρονάκια[33].

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

10

Faith, I can tell her age unto an hour.

Στην πίστη μου, τα χρόνια της καταλεπτώς τα ξέρω

 

LADY CAPULET:

ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΗ:

 

She's not fourteen.

Τα δεκατέσσερα λοιπόν δεν έχει κλείσει ακόμα.

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

I'll lay fourteen of my teeth,-

And yet, to my teeth be it spoken, I have but four-

She is not fourteen. How long is it now

To Lammas-tide?

Να χάσω δεκατέσσερα δόντια. Αν και για δόντια μιλώντας, μόνο τέσσερα μου έχουν απομείνει…Δεν είναι δεκατέσσερα ακόμα. Πόσο μας έχει μένει τάχα μέχρι το πανηγύρι των Δώδεκα Αποστόλων[34];

 

LADY CAPULET:

ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΗ:

 

A fortnight and odd days.

Σε δυο βδομάδες και μπορεί και κάνα-δύο μέρες.

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

Even or odd, of all days in the year,

Δεν ξέρω αν είναι μια η δυο, μ’ απ’ της χρονιάς τις μέρες

15

Come Lammas-eve at night shall she be fourteen.

κλείνει τα δεκατέσσερα σ’ αυτό το πανηγύρι.

 

Susan and she--God rest all Christian souls!--

Ετούτη κι η Σουζάνα μου -Θεός σχωρέσ' τους όλους!-

 

Were of an age: well, Susan is with God;

αντάμα γεννηθήκανε. Αχ, ο Θεός την πήρε!

 

She was too good for me: but, as I said,

Πολύ καλή ήταν για εμέ. Αλλ' είν' όπως στα λέω:

 

On Lammas-eve at night shall she be fourteen;

το βράδυ του πανηγυριού παίρνει τα δεκαπέντε.

20

That shall she, marry; I remember it well.

Έτσ’ είναι. Μαρή! Τι καλά που όλα τα θυμούμαι!

 

'Tis since the earthquake now eleven years;

Μα θα 'ναι χρόνια έντεκα κι απ’ το σεισμό πια τώρα...

 

And she was wean'd,--I never shall forget it,--

Το βύζαγμα απόκοψα- δεν θα το λησμονήσω-

 

Of all the days of the year, upon that day:

τότε που γίνηκε ο σεισμός. Βρήκα κι εγώ τη μέρα!

 

For I had then laid wormwood to my dug,

Γιατί είχα βάλει αψιθιά[35] επάνω στο βυζί μου,

25

Sitting in the sun under the dove-house wall;

λιαζόμουνα στον τοίχο εκεί, δίπλα στα περιστέρια.

 

My lord and you were then at Mantua:--

Εσύ και ο αφέντης μου είχατε πάει στη Μάντουα[36].

 

Nay, I do bear a brain:--but, as I said,

Μπα, το ‘χω ακόμα το μυαλό. – Ως έλεγα κυρά μου,

 

When it did taste the wormwood on the nipple

σαν γεύτηκε την αψιθιά, στη ρώγα που είχα βάλει

 

Of my dug and felt it bitter, pretty fool,

απ’ το βυζί μου, κι ένιωσε την πίκρα το χαϊβάνι,

30

To see it tetchy and fall out with the dug!

την είδε να ορθοστέκεται και τα ‘βαλε με ‘κείνη!

 

Shake quoth the dove-house: 'twas no need, I trow,

«Σεισμός» μου είπε δυνατά ο περιστεριώνας

 

To bid me trudge:

Δεν ήταν χρεία να πειστώ να φύγω από κει πέρα.

 

And since that time it is eleven years;

Και από αυτή την εποχή, έντεκα πάνε χρόνια.

 

For then she could stand alone; nay, by the rood,

Μα στέκονταν στα πόδια της μονάχη. Στο σταυρό μου,

35

She could have run and waddled all about;

μπορούσε κι έτρεχε κοντά τριγύρω, σκουντουφλώντας.

 

For even the day before, she broke her brow:

Είχε την προηγούμενη, στο κούτελο χτυπήσει!

 

And then my husband--God be with his soul!

Ήταν κι ο άντρας μου εκεί. – Να ‘ναι συχωρεμένος!

 

A' was a merry man--took up the child:

Ήταν πολύ χωρατατζής – σήκωσε το παιδάκι,

 

'Yea,' quoth he, 'dost thou fall upon thy face?

«Έλα» της είπε, «τι ‘ναι αυτά; μπρούμυτα έχεις πέσει;

40

Thou wilt fall backward when thou hast more wit;

Σα βάλεις γνώση αργότερα, ανάσκελα θα πέφτεις,

 

Wilt thou not, Jule?' and, by my holidame,

έτσι δεν είναι Τζούλη μου;» και μα την Παναγία,

 

The pretty wretch left crying and said 'Ay.'

η κακομοίρα άφησε το κλάμα κι είπε «ναίσκε».

 

To see, now, how a jest shall come about!

Και κοίτα, τώρα, τι καλά το χωρατό που βγαίνει!

 

I warrant, an I should live a thousand years,

Στο λέω κυρά μου αν ήτανε να ζήσω χίλια χρόνια

45

I never should forget it: 'Wilt thou not, Jule?'

δεν το ξεχνάω αυτό ποτές. «Έτσι δεν είναι Τζούλη;»

 

And, pretty fool, it stinted and said 'Ay.'

Και το σκασμένο, έπαψε να κλαίει κι είπε «ναίσκε».

 

LADY CAPULET:

ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΗ:

 

Enough of this; I pray thee, hold thy peace.

Σώνει μ’ αυτά παρακαλώ και κάμε ησυχία.

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

Yes, madam: yet I cannot choose but laugh,

Καλά κυρά. Μα δε βαστώ πάλι να μη γελάσω

 

To think it should leave crying and say 'Ay.'

σαν σκέφτομαι πως άφησε το κλάμα κι είπε «ναίσκε».

50

And yet, I warrant, it had upon its brow

Στο λέω να ξέρεις έφτιαξε στο κούτελο απάνω

 

A bump as big as a young cockerel's stone;

καρούμπαλο όχι μικρό, σαν κοκοριού παπάρι,

 

A parlous knock; and it cried bitterly:

Μα χτύπημα που πόναγε, κι έσκαγε απ’ το κλάμα.

 

'Yea,' quoth my husband,'fall'st upon thy face?

«Έλα» της είπε ο άντρας μου, «μπρούμυτα μου έχεις πέσει;

 

Thou wilt fall backward when thou comest to age;

Σα μεγαλώσεις κάποτε, ανάσκελα θα πέφτεις,

55

Wilt thou not, Jule?' it stinted and said 'Ay.'

Ε, Τζούλη;» και του λέει αυτή, "ναι" παραπονεμένα!

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

And stint thou too, I pray thee, nurse, say I.

Ε, πάψε τώρα πια κι εσύ, σταμάτα πλέον Νένα!

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

Peace, I have done. God mark thee to his grace!

Εντάξει έπαψα λοιπόν. Θεός να σε χαρύνει!

 

Thou wast the prettiest babe that e'er I nursed:

Ήσουν το ομορφότερο μωρό που έχω βυζάξει:

 

An I might live to see thee married once,

Κι αν ήταν μια φορά να δω, να ζήσω τις χαρές σου

60

I have my wish.

η ευχή μου θα εκπληρώνονταν.

 

LADY CAPULET:

ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΗ:

 

Marry, that 'marry' is the very theme

Να σε χαρώ, οι χαρές αυτές, είναι το κύριο θέμα

 

I came to talk of. Tell me, daughter Juliet,

που ήρθα να μιλήσουμε. Πες κόρη μου Ιουλιέτα,

 

How stands your disposition to be married?

ποια γνώμη έχεις, άραγε, στο ζήτημα του γάμου;

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

It is an honour that I dream not of.

Είναι τιμή που που σε όνειρο δεν έχω δει ακόμη[37].

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

65

An honour! were not I thine only nurse,

Τιμή; Μωρ’ αν δεν ήμουνα η μόνη σου βυζάστρα

 

I would say thou hadst suck'd wisdom from thy teat.

θα έλεγα πως βύζαξες στη ρόγα σου σοφία.

 

LADY CAPULET:

ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΗ:

 

Well, think of marriage now; younger than you,

Καιρός να το συλλογιστείς. Πολύ νεώτερές σου

 

Here in Verona, ladies of esteem,

μες τη Βερόνα, αρχόντισσες με σεβασμό περίσσιο,

 

Are made already mothers: by my count,

μανάδες κιόλας έγιναν: κι αν ξέρω να μετράω

70

I was your mother much upon these years

μάνα σου ήμουνα κι εγώ στα χρόνια σου περίπου

 

That you are now a maid. Thus then in brief:

παρθένα που ‘σαι ακόμα εσύ. Να μην τα πολυλέω:

 

The valiant Paris seeks you for his love.

Ο Πάρης ο ατρόμητος, σε θέλει αγαπημένη.

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

A man, young lady! lady, such a man

Τι άντρας είναι κόρη μου! κυρά μου, τέτοιος άντρας

 

As all the world--why, he's a man of wax.

ο κόσμος είν’ ολάκερος-- αληθινά κερένιος.

 

LADY CAPULET:

ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΗ:

75

Verona's summer hath not such a flower.

Το θέρος η Βερόνα μας τέτοιον ανθό δεν έχει

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

Nay, he's a flower; in faith, a very flower.

Είναι ανθός αληθινός, στην πίστη μου λουλούδι.

 

LADY CAPULET:

ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΗ:

 

What say you? can you love the gentleman?

Τι λες λοιπόν; Μπορείς θαρρείς τον νέο ν’ αγαπήσεις;[38]

 

This night you shall behold him at our feast;

Απόψε θα τον δεις καλά που είναι η γιορτή μας

 

Read o'er the volume of young Paris' face,

Διάβασε πάνω στ’ ανοιχτό βιβλίο του προσώπου[39]

80

And find delight writ there with beauty's pen;

και βρες εκεί της ομορφιάς της πέννας τα σημάδια.

 

Examine every married lineament,

Εξέτασε κάθε χαράς γραμμή που 'χει γραμμένη

 

And see how one another lends content

και δες η κάθε μια απ' αυτές πώς με την άλλη δένει.

 

And what obscured in this fair volume lies

Κι αν είν' και κάτι σκοτεινό, στον τόμο τον πανώριο

 

Find written in the margent of his eyes.

θα ΄ναι γραμμένο στων ματιών πάνω το περιθώριο[40].

85

This precious book of love, this unbound lover,

Αυτός ο νιος, το ακριβό και άδετο βιβλίο

 

To beautify him, only lacks a cover:

για να ομορφύνει χρειάζεται το δέσιμο των δύο.

 

The fish lives in the sea, and 'tis much pride

Το ψάρι ζει στη θάλασσα κι είν' αμαρτία μεγάλη

 

For fair without the fair within to hide:

να κρύβεται η μια ομορφιά, απ’ ομορφάδα άλλη.

 

That book in many's eyes doth share the glory,

Στα μάτια είναι των πολλών, σπουδαία τα βιβλία

90

That in gold clasps locks in the golden story;

που με χρυσά κουμπώματα, κλείνουν χρυσή ιστορία.

 

So shall you share all that he doth possess,

Έτσι λοιπόν θα μοιραστείς τον πλούτο και το βιος του

 

By having him, making yourself no less.

κι αν άντρα σου τον έπαιρνες, δεν μίκραινες εμπρός του.

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

No less! nay, bigger; women grow by men.

Τι, να μικρύνει; Αντίθετα, οι άντρες μας φουσκώνουν!

 

LADY CAPULET:

ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΗ:

 

Speak briefly, can you like of Paris' love?

Εν συντομία, η προσφορά του Πάρη σου αρέσει;

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

95

I'll look to like, if looking liking move:

Θα κοιτάξω να μ' αρέσει, αν το κοίταγμα μπορέσει να με κάνει να μ' αρέσει[41].

 

But no more deep will I endart mine eye

Μα πιο μακριά δεν θα δεχτώ το μάτι να κοιτάει

 

Than your consent gives strength to make it fly.

απ’ όση συγκατάθεση του δώσεις να πετάει[42].

 

SERVANT:

ΥΠΗΡΕΤΗΣ:

 

Madam, the guests are come, supper

served up, you called, my young lady asked for,

the nurse cursed in

the pantry, and every thing in extremity.

I must hence to wait; I beseech you, follow straight.

Κυρά, οι καλεσμένοι μας ήρθαν, Το δείπνο έχει

σερβιριστεί. Σε αναζητούν και ψάχνουν τη δεσποινίδα.

Βρίζουν την παραμάνα στο

μαγεριό και όλα είναι στη πρεπούμενη θέση.

Πάω να σερβίρω. σας ξορκίζω, ακολουθήστε με αμέσως.

 

LADY CAPULET:

ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΗ:

 

We follow thee.

Ερχόμαστε.

100

Juliet, the county stays.

Ιουλιέτα μου, ας τιμήσουμε τον κόμη.

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

Go, girl, seek happy nights to happy days.

Πήγαινε κόρη μου και βρες

απ' τις καλές ημέρες σου, νύχτες πιο ωραίες ακόμη.

 

Exeunt

Εξέρχονται

ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ - ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Οδός εις Βερώναν

 

Enter ROMEO, MERCUTIO, BENVOLIO, with five or six MASKERS and TORCHBEARERS

Εισέρχονται ο ΡΩΜΑΙΟΣ, ο ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ, ο ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ, πέντε ή έξι ΜΑΣΚΟΦΟΡΟΙ, και ΔΑΔΟΥΧΟΙ

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

What, shall this speech be spoke for our excuse?

Λοιπόν θα το απαγγείλουμε να δικαιολογηθούμε; [43]

 

Or shall we on without a apology?

Ή μπαίνουμε έτσι απλά, χωρίς απολογία;

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

The date is out of such prolixity:

Έχει περάσει η εποχή της τόσης φλυαρίας[44]

 

We'll have no Cupid hoodwink'd with a scarf,

Δεν στέλνουν πια τον Έρωτα, κρυμμένο με μαντήλι

5

Bearing a Tartar's painted bow of lath,

και να κρατά ζωγραφιστό τόξο από πηχάκια

 

Scaring the ladies like a crow-keeper;

που να τρομάζει τις κυρές σαν σκιάχτρο για κοράκια.

 

Nor no without-book prologue, faintly spoke

Ούτε θα πούμε πρόλογο, απέξω από βιβλίο

 

After the prompter, for our entrance:

καθώς μας αναγγέλλουνε κατά την είσοδό μας.

 

But let them measure us by what they will;

Άσ’ τους να μας μετρήσουνε όπως εκείνοι θέλουν.

10

We'll measure them a measure, and be gone.

Εμείς μετράμε ένα χορό και φεύγουμε αμέσως.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Give me a torch: I am not for this ambling;

Δώστε μου εμένα ένα δαδί, δεν είμαι ‘γω για τέτοια.

 

Being but heavy, I will bear the light.

Εγώ, ο βαρυσκότεινος, φως ελαφρύ θα φέρω.[45]

 

MERCUTIO:

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ:

 

Nay, gentle Romeo, we must have you dance.

Όχι Ρωμαίε μου καλέ, θέλουμε να χορέψεις.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Not I, believe me: you have dancing shoes

Πιστέψτε με, όχι εγώ. Σεις έχετε παπούτσια

15

With nimble soles: I have a soul of lead

που έχουν σόλα ελαφριά. Μέσα μου, εμένα, σ' όλα,[46]

 

So stakes me to the ground I cannot move.

ένα μολύβι ασήκωτο μου κόβει κάθε βήμα.

 

MERCUTIO:

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ:

 

You are a lover; borrow Cupid's wings,

Ερωτευμένε, τα φτερά του Έρωτα δανείσου,

 

And soar with them above a common bound.

και κάνε με αυτά, μικρά, χορού πηδηματάκια.[47]

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

I am too sore enpierced with his shaft

Βαριά πολύ με πέταξε κάτω το τόξεμά του

20

To soar with his light feathers, and so bound,

για να πετάξω στα ελαφριά φτερά. Έτσι πεσμένος

 

I cannot bound a pitch above dull woe:

δεν θα πηδήσω πιθαμή πάνω απ’ τη μαύρη θλίψη

 

Under love's heavy burden do I sink.

Πώς κάτω απ’ της αγάπης μου βυθίζομαι το βάρος!

 

MERCUTIO:

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ:

 

And, to sink in it, should you burden love;

Για να χωθείς εσύ σ’ αυτή, το βάρος φόρτωσέ της.[48]

 

Too great oppression for a tender thing.

Πολύ μεγάλη πίεση για ένα τρυφερούδι.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

25

Is love a tender thing? it is too rough,

Είναι η αγάπη τρυφερή; Σκληρή το δίχως άλλο,

 

Too rude, too boisterous, and it pricks like thorn.

ανάγωγη και άγρια, αγκάθι ‘ναι μεγάλο.

 

MERCUTIO:

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ:

 

If love be rough with you, be rough with love;

Εάν η αγάπη ‘ναι σκληρή, φέρσου σκληρά σε κείνη

 

Prick love for pricking, and you beat love down.

Τσάκισε που τσακίζει σε, και πάτησέ την χάμω.[49]

 

Give me a case to put my visage in:

Δωσ’ μου εδώ ένα σκουτί τη μούρη μου να χώσω.

30

A visor for a visor! what care I

Μια μάσκα για τη μάσκα μου! Κι τώρα τι με νοιάζει

 

What curious eye doth quote deformities?

ποιο μάτι ερευνητικό βρει τα ελαττώματά μου;

 

Here are the beetle brows shall blush for me.

Αυτά τα σκαθαρόφρυδα θα ντροπιαστούν για μένα.

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

Come, knock and enter; and no sooner in,

Εμπρός, χτύπα και μπούκαρε. Και μόλις πάμε μέσα

 

But every man betake him to his legs.

κουνήστε όλοι τα πόδια σας και στο χορό να μπούμε.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

35

A torch for me: let wantons light of heart

Δαυλό για μένα. Οι εύθυμοι, αλαφροκαρδισμένοι

 

Tickle the senseless rushes with their heels,

χαϊδέψτε με τα πόδια σας, τις ψάθες τις στρωμένες[50]

 

For I am proverb'd with a grandsire phrase;

γιατί εγώ ακολουθώ κείνη την παροιμία:

 

I'll be a candle-holder, and look on.

«Κρατάω το φανάρι εγώ κι από μακριά σας βλέπω»[51]

 

The game was ne'er so fair, and I am done.

Είν' το παιχνίδι όμορφο, μα εγώ κάνω την πάπια.[52]

 

MERCUTIO:

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ:

40

Tut, dun's the mouse, the constable's own word: If thou art dun, we'll draw thee from the mire. Of this sir-reverence love, wherein thou stick'st Up to the ears. Come, we burn daylight, ho!

Βρε κάν' την πάπια όσο θες που λέει κι ο αστυνόμος.[53]. Κι αν μου χώνεσαι στη λάσπη σαν το παπί, εμείς θα σε ξελασπώσουμε από αυτή την αγάπη που –με το συμπάθειο– έχεις πέσει και χώθηκες μέχρι τ’ αυτιά. Πάμε, καίμε τη μέρα!

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Nay, that's not so.

Τι λές, δεν είναι μέρα.[54]

 

MERCUTIO:

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ:

 

I mean, sir, in delay

Εγώ σου λέω, κύριε, αργώντας εδώ πέρα

 

We waste our lights in vain, like lamps by day.

καίμε τις δάδες άδικα, σαν λάμπες την ημέρα.

 

Take our good meaning, for our judgment sits

Βλέπε πάντα το νόημα των λόγων. Και οι κρίσεις

45

Five times in that ere once in our five wits.

πέντε φορές πατούν σε αυτό και μια στις πέντ’ αισθήσεις[55].

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

And we mean well in going to this mask;

Με κρίση ήρθαμε καλή και στο χορό που βλέπεις

 

But 'tis no wit to go.

όμως σοφά δεν πράξαμε.

 

MERCUTIO:

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ:

 

Why, may one ask?

Γιατί, αν επιτρέπεις;

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

I dream'd a dream to-night.

Γιατί όνειρο ονειρεύτηκα στον ύπνο μου απόψε.

 

MERCUTIO:

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ:

50

And so did I.

Κι εγώ το ίδιο.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Well, what was yours?

Τι ήτανε εσένα τ’ όνειρό σου;

 

MERCUTIO:

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ:

 

That dreamers often lie.

Αυτοί που ονειρεύονται ξαπλώνουν μες το ψέμα.[56]

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

In bed asleep, while they do dream things true.

Ξαπλώνουν στο κρεβάτι τους, ενώ βλέπουν αλήθειες.

 

MERCUTIO:

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ:

 

O, then, I see Queen Mab hath been with you.

Α, μάλιστα, κατάλαβα, ήρθ’ η κυρά μας Μάβω.

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

55

Queen Mab, what’s she

Κυρά μας Μάβω; Τι ‘ναι αυτό;

 

MERCUTIO:

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ:

 

She is the fairies' midwife, and she comes

Των ξωτικών είν’ η μαμή κι είναι η μορφή της[57]

 

In shape no bigger than an agate-stone

σαν μια δαχτυλιδόπετρα[58], μικρούλα όπως εκείνες

 

On the fore-finger of an alderman,

οπού οι δημογέροντες φορούν στο δάχτυλό τους.

 

Drawn with a team of little atomies

Το άρμα της τραβούν γοργά, μικρές – μικρές νεράιδες

60

Athwart men's noses as they lie asleep;

και χώνεται αθόρυβα στη μύτη όσων κοιμούνται.

 

Her wagon-spokes made of long spiders' legs,

Έχει γι’ ακτίνες των τροχών αράχνης μακριά πόδια

 

The cover of the wings of grasshoppers,

το σκέπασμα του αμαξιού φτερό είναι της ακρίδας,

 

The traces of the smallest spider's web,

τα χαλινάρια από ψιλό – ψιλό ιστό φτιαγμένα,

 

The collars of the moonshine's watery beams,

και τα λουριά από υγρές ακτίνες της Σελήνης•

65

Her whip of cricket's bone, the lash of film,

το καμουτσίκι κόκκαλο είναι από τζιτζίκι.

 

Her wagoner a small grey-coated gnat,

Ο αμαξάς είναι μικρή σκνίπα, με γκρι σακάκι,

 

Not so big as a round little worm

όχι και μεγαλύτερος από το σκουληκάκι

 

Prick'd from the lazy finger of a maid;

που βγαίνει από τα δάχτυλα μια κόρης ακαμάτρας[59].

 

Her chariot is an empty hazel-nut

Το άρμα της είναι αδειανό τσόφλι από φουντούκι

70

Made by the joiner squirrel or old grub,

φτιαγμένο απ’ τον ξυλουργό σκίουρο ή την κάμπια[60]

 

Time out o' mind the fairies' coachmakers.

που από παλιά εφτιάχνανε των ξωτικών τ’ αμάξια.

 

And in this state she gallops night by night

Με τέτοια δόξα και τιμή, καλπάζει νύχτα-νύχτα

 

Through lovers' brains, and then they dream of love;

μες τα μυαλά των εραστών κι αυτοί βλέπουν αγάπες.

 

O'er courtiers' knees, that dream on court'sies straight,

Στα γόνατα των αυλικών που βλέπουν υποκλίσεις.

75

O'er lawyers' fingers, who straight dream on fees,

Σε δικηγόρων δάχτυλα που βλέπουν τέλη αμέσως.

 

O'er ladies ' lips, who straight on kisses dream,

Σε χείλη που ονειρεύονται φιλάκια, γυναικεία

 

Which oft the angry Mab with blisters plagues,

- αν και θυμώνει κάποτε και τους τα φουσκαλίζει

 

Because their breaths with sweetmeats tainted are:

σαν τύχει κι ανάσα τους γλυκίσματα μυρίζει-.

 

Sometime she gallops o'er a courtier's nose,

Καμιά φορά σε αυλικού μπαίνει τη μύτη μέσα

80

And then dreams he of smelling out a suit;

κι εκείνος ονειρεύεται μίζες να του μυρίζουν...

 

And sometime comes she with a tithe-pig's tail

Άλλες φορές κρατάει ουρά από ταμένο χοίρο

 

Tickling a parson's nose as a' lies asleep,

και γαργαλάει του παπά τη μύτη όταν κοιμάται

 

Then dreams, he of another benefice:

που τότε κι άλλες προσφορές 'νειρεύεται εκείνος.

 

Sometime she driveth o'er a soldier's neck,

Καβάλα μπαίνει, άλλοτε, σε σβέρκο στρατιώτη

85

And then dreams he of cutting foreign throats,

κι εκείνος ονειρεύεται λαιμούς εχθρών να κόβει,

 

Of breaches, ambuscadoes, Spanish blades,

γιουρούσια, ενέδρες, κοφτερά ισπανικά μαχαίρια,

 

Of healths five-fathom deep; and then anon

λάφυρα με πεντάπηχα κροντήρια, κι όταν ξάφνου

 

Drums in his ear, at which he starts and wakes,

τύμπανο ακούει μες τ’ αυτί, κι αρχίζει να ξυπνάει,

 

And being thus frighted swears a prayer or two

από το φόβο μουρμουρά μια προσευχή ή δύο

90

And sleeps again. This is that very Mab

και ύπνο πάλι αρχινά. Είναι η ίδια Μάβω

 

That plats the manes of horses in the night,

που πλέκει μες τα σκοτεινά τις χαίτες των αλόγων

 

And bakes the elflocks in foul sluttish hairs,

και κάνει κόμπους ξωτικούς, μπερδεύοντας τις τρίχες

 

Which once untangled, much misfortune bodes:

που φέρνουν την κακοτυχιά σε όποιον τις ξεμπλέξει.

 

This is the hag, when maids lie on their backs,

Αυτή η στρίγγλα, σαν οι νιες ανάσκελα ξαπλώνουν

95

That presses them and learns them first to bear,

πλάκωμα φέρνει απάνω τους για να τις πρωτομάθει

 

Making them women of good carriage:

πώς να βαστούν τα βάρητα που πρέπουν στις γυναίκες[61].

 

This is she--

Είναι αυτή που…

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Peace, peace, Mercutio, peace!

Σύχασε, Μερκούτιε, σταμάτα!

 

Thou talk'st of nothing.

Λες χαζομάρες.

 

MERCUTIO:

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ:

100

True, I talk of dreams,

Σίγουρα. Για όνειρα μιλάω,

 

Which are the children of an idle brain,

που είναι γεννήματα του νου, τις ώρες που ησυχάζει.

 

Begot of nothing but vain fantasy,

Προέρχονται απ’ το τίποτα, μια μάταιη φαντασία

 

Which is as thin of substance as the air

κι έχουν ουσία τόσο λεπτή, όση ο κενός αέρας.

 

And more inconstant than the wind, who wooes

Είν’ άστατα σαν την πνοή του ανέμου που φυσάει

105

Even now the frozen bosom of the north,

τη μια απ’ το στήθος του Βοριά του παγωμένου, κι άμα

 

And, being anger'd, puffs away from thence,

θυμώσει, τότε ξεφυσά μακριά από ‘κείθε πάλι

 

Turning his face to the dew-dropping south.

γυρίζοντας προς το Νοτιά, που φέρνει τη δροσούλα.

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

This wind, you talk of, blows us from ourselves;

Αυτός ο αέρας που μας λες, μας παίρνει μας σηκώνει.

 

Supper is done, and we shall come too late.

Το δείπνο θα τελείωσε, κι αργά θα ‘χουμε φτάσει.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

110

I fear, too early: for my mind misgives

Εγώ φοβάμαι πως νωρίς: σαν κάτι να μου λέει

 

Some consequence yet hanging in the stars

πως μια μεγάλη συμφορά που κρέμεται στ’ αστέρια

 

Shall bitterly begin his fearful date

πικρά αρχινάει το φοβερό της έργο που θα κάμει

 

With this night's revels and expire the term

απ’ τον αποψινό χορό. Αυτή θα βάλει τέλος

 

Of a despised life closed in my breast

σε μια ζωή ολοσκότεινη που κλείνω μες το στήθος

115

By some vile forfeit of untimely death.

με μια φρικτή απώλεια, θανάτου πριν της ώρας.

 

But He, that hath the steerage of my course,

Όμως Εκείνος που κρατά πηδάλιο στη ζωή μου

 

Direct my sail! On, lusty gentlemen.

ας μου πρυμνίζει τα πανιά! Εμπρός, λεβέντες, πάμε!

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

Strike, drum.

Ταμπούρλο χτύπα!

 

March about the stage and exeunt

Παρελαύνουν στην σκηνή και εξέρχονται

 

ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ - ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ

Αίθουσα εν τη οικία του Καπουλέτου

 

PETER and other SERVINGMEN come forth with napkins

Ο ΠΕΤΡΟΣ και άλλοι ΥΠΗΡΕΤΕΣ εμφανίζονται κρατώντας πετσέτες

 

FIRST SERVANT:

ΠΡΩΤΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ:

 

Where's Potpan, that he helps not to take away? He shift a trencher? he scrape a trencher!

Πού είν’ αυτός ο Τηγανάς, να βοηθήσει να μαζέψουμε τα πιάτα; Αλλά πού να πιάσει δίσκο αυτός; Αυτός προτιμά να τους γλύφει!

 

SECOND SERVANT:

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ:

 

When good manners shall lie all in one or two men's

hands and they unwashed too, 'tis a foul thing.

Αν οι καλοί τρόποι απομείνουν όλοι σε δυο μόνο ανθρώπων χέρια, που είναι μάλιστα και βρώμικα, αυτό είναι μέγα λάθος.

 

FIRST SERVANT:

ΠΡΩΤΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ:

 

Away with the joint-stools, remove the court-cupboard, look to the plate. Good thou, save me a piece of marchpane; and, as thou lovest me, let the porter let in Susan Grindstone and Nell. Antony, and Potpan!

Παρ’ τα σκαμνιά. Ξεσήκωσε εκείνο το ντουλάπι. Έχε το νού σου στο ασημικό. Καλέ μου, φύλαξέ μου ένα κομμάτι αμυγδαλωτό. Κι αν μ' αγαπάς, άσε τον πορτιέρη να αφήσει να περάσουν η Σούζη η Μυλόπετρα και η Νέλλη. Αντώνη και Τηγανά!

 

SECOND SERVANT:

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ:

 

Ay, boy, ready.

Εντάξει, φίλε, όλα.

 

FIRST SERVANT:

ΠΡΩΤΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ:

5

You are looked for and called for, asked for and sought for, in the great chamber.

Σε ψάχνουν και σε φωνάζουν, σε αναζητούν και σε γυρεύουνε στη μεγάλη σάλα.

 

SECOND SERVANT:

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ:

 

We cannot be here and there too. Cheerly, boys; be

brisk awhile, and the longer liver take all.

Δεν μπορούμε να είμαστε εδω κι εκεί την ίδια ώρα! Με ζωντάνια παιδιά! Να είστε και λιγάκι χαρούμενοι γιατί όλα τα κερδίζει αυτός που ζει περισσότερο.[62].

 

Exeunt PETER and SERVINGMEN

Αποχωρούν ο ΠΕΤΡΟΣ και οι ΥΠΗΡΕΤΕΣ

 

Enter CAPULET with CAPULET'S COUSIN, TYBALT, LADY CAPULET, JULIET, and others of the house, meeting ROMEO, BENVOLIO,MERCUTIO, and other GUESTS and MASKERS

Εισέρχονται ο ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ, με τον ΕΞΑΔΕΛΦΟ ΤΟΥ ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΥ, τον ΤΥΒΑΛΤΗ, τη ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΗ, και άλλους του σπιτιού για να συναντήσουν τον ΡΩΜΑΙΟ, τον ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ, τον ΜΕΡΚΟΥΤΙΟ και άλλους ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΥΣ και ΜΑΣΚΟΦΟΡΟΥΣ

 

CAPULET:

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ:

 

Welcome, gentlemen! ladies that have their toes

Κύριοι καλωσήλθατε! Εκείνες που δεν έχουν

 

Unplagued with corns will have a bout with you.

κάλους πάνω στα πόδια τους, μαζί σας θα χορέψουν.

 

Ah ha, my mistresses! which of you all

Αχά κυράδες μου καλές! Ποια από σας απόψε

10

Will now deny to dance? she that makes dainty,

θε ν’ αρνηθεί πια το χορό; Όποια σας κάνει νάζια

 

She, I'll swear, hath corns; am I come near ye now?

κάλους θα έχει ορκίζομαι. Καλά δεν το ’χω φέρει;

 

Welcome, gentlemen! I have seen the day

Άρχοντες καλωσήρθατε! Είδα κι εγώ τη μέρα

 

That I have worn a visor and could tell

που εφορούσα σαν εσάς μάσκα και που μπορούσα

 

A whispering tale in a fair lady's ear,

να ψιθυρίσω τρυφερά λόγια στο αυτί μιας νέας

15

Such as would please: 'tis gone, 'tis gone, 'tis gone:

που της αρέσανε: Μα πάει, πάει πια τώρα.

 

You are welcome, gentlemen! come, musicians, play.

Άρχοντες καλωσήλθατε. Ε, μουσικοί, αρχίστε.

 

A hall, a hall! give room! and foot it, girls.

Ανοίξτε χώρο, τόπο εμπρός! Κορίτσια κουνηθείτε.

 

More light, you knaves; and turn the tables up,

Και άλλα φώτα, άχρηστοι! Γυρίστε τα τραπέζια

 

And quench the fire, the room is grown too hot.

και σβήστε πλέον τη φωτιά, κάνει μεγάλη ζέστη.

20

Ah, sirrah, this unlook'd-for sport comes well.

Ε, ξάδερφε, η απρόσμενη επίσκεψη, έχει γούστο[63].

 

Nay, sit, nay, sit, good cousin Capulet;

Μα όχι, κάτσε, κάθισε ξάδελφε Καπουλέτε.

 

For you and I are past our dancing days:

Περάσανε για μας τους δυο οι μέρες των χορών μας.

 

How long is't now since last yourself and I

Χρόνια πόσα να πέρασαν που είχαμε φορέσει

 

Were in a mask?

εσύ κι εγώ τη μάσκα μας;

 

SECOND CAPULET:

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ:

25

By'r lady, thirty years.

Στην Παναγιά, τριάντα.

 

CAPULET:

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ:

 

What, man! 'tis not so much, 'tis not so much:

Αδύνατο! Λιγότερα, λιγότερα σου λέω.

 

'Tis since the nuptials of Lucentio,

Ήτανε τότε που έκαμε ο Λουκέντιος τον γάμο

 

Come pentecost as quickly as it will,

Κι ας πέφτει η Πεντηκοστή όποτε της αρέσει[64]

 

Some five and twenty years; and then we mask'd.

απ’ όταν μασκαρέψαμε, είναι εικοσπέντε χρόνια

 

SECOND CAPULET:

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ:

30

'Tis more, 'tis more, his son is elder, sir;

Είναι πολύ περισσότερα, ο γιος του είναι μεγάλος.

 

His son is thirty.

Είναι τριάντα σίγουρα.

 

CAPULET:

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ:

 

Will you tell me that?

Μα τι μου λες τόση ώρα;

 

His son was but a ward two years ago.

Ο γιος του ήταν ανήλικος πριν ένα-δύο χρόνια.

 

ROMEO: (to a SERVINGMAN)

ΡΩΜΑΙΟΣ: (Σε έναν υπηρέτη)

 

What lady is that which doth enrich the hand

Ποια είν' αυτή η κοπελιά, που επλούτιζε το χέρι

35

Of yonder knight?

του νεαρού που την κρατά;

 

SERVANT:

ΥΠΗΡΕΤΗΣ:

 

I know not, sir.

Δεν ξέρω, κύριέ μου.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

O, she doth teach the torches to burn bright!

Ω, αυτή διδάσκει τους φανούς η λάμψη τι σημαίνει!

 

It seems she hangs upon the cheek of night

Μου φαίνεται στο πρόσωπο της νύχτας κρεμασμένη

 

Like a rich jewel in an Ethiope's ear;

σαν το πετράδι που το αυτί Αιθίοπα, φωτίζει!

40

Beauty too rich for use, for earth too dear!

'μορφάδα πλούσια να γευτείς, που η γη δεν της αξίζει[65]

 

So shows a snowy dove trooping with crows,

Μοιάζει η λευκή περιστερά, μες τα κοράκια ωραία,

 

As yonder lady o'er her fellows shows.

όπως αυτή η κοπελιά στην άλλη της παρέα.

 

The measure done, I'll watch her place of stand,

Τελειώνοντας με τον χορό, θα δω πού θα καθίσει.

 

And, touching hers, make blessed my rude hand.

Χαρά θα δώσω στο αδρύ χέρι να την αγγίσει.

45

Did my heart love till now? forswear it, sight!

Καρδιά μου ξαναγάπησες; Ματιά μ' έχεις προδώσει!

 

For I ne'er saw true beauty till this night.

Δεν είδα ως την αποψινή, αλλού ομορφάδα τόση.

 

TYBALT:

ΤΥΒΑΛΤΗΣ:

 

This, by his voice, should be a Montague.

Αυτός, αν κρίνω απ’ τη φωνή, Μοντέγης πρέπει να ‘ναι.

 

Fetch me my rapier, boy. What dares the slave

Το ξίφος φέρε μου παιδί. Τι θράσος έχει ο σκλάβος

 

Come hither, cover'd with an antic face,

να έρχεται μέχρις εδώ, κρυμμένος με τη μάσκα

50

To fleer and scorn at our solemnity?

και στον χορό μας να χωθεί, να μας περιγελάσει;

 

Now, by the stock and honour of my kin,

Και τώρα μα το γένος μου και τ' άξιο όνομά μου

 

To strike him dead, I hold it not a sin.

κρίμα δεν το’ χω αν, εδώ, νεκρό τον ρίξω χάμου.

 

CAPULET:

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ:

 

Why, how now, kinsman! wherefore storm you so?

Τι τρέχει τώρα ανιψιέ; Που πάς φουρτουνιασμένος;

 

TYBALT:

ΤΥΒΑΛΤΗΣ:

 

Uncle, this is a Montague, our foe,

Θείε, Μοντέγης είναι αυτός ο αναθεματισμένος,

55

A villain that is hither come in spite,

ένας αχρείος που ήλθε εδώ απόψε απέναντί σας

 

To scorn at our solemnity this night.

να περιπαίξει τη γιορτή που δίνουν προς τιμή σας.

 

CAPULET:

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ:

 

Young Romeo is it?

Είναι ο Ρωμαίος άραγε;

 

TYBALT:

ΤΥΒΑΛΤΗΣ:

 

'Tis he, that villain Romeo.

Αυτός ο αχρείος είναι.

 

CAPULET:

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ:

 

Content thee, gentle coz, let him alone;

Ευγενικέ μου ανιψιέ, ηρέμησε, άφησέ τον.

60

He bears him like a portly gentleman;

Φέρεται σαν αρχοντικός κύριος, με ευγένεια.

 

And, to say truth, Verona brags of him

Να πούμε την αλήθεια, η Βερόνα τον καυχιέται

 

To be a virtuous and well-govern'd youth:

για νέο γεμάτο αρετές και καλαναθρεμμένο.

 

I would not for the wealth of all the town

Και όλα να μου δίνανε της πόλης μας τα πλούτη

 

Here in my house do him disparagement:

στο σπίτι μου δεν γίνεται να τον καταφρονέσω.

65

Therefore be patient, take no note of him:

Υπομονή δείξε, λοιπόν, και κάνε πως δεν βλέπεις.

 

It is my will, the which if thou respect,

Το θέλημά μου είν' αυτό και αν το υπολογίζεις

 

Show a fair presence and put off these frowns,

πρόσχαρος τώρα να φανείς, και μη μου σκυθρωπιάζεις

 

And ill-beseeming semblance for a feast.

και δεν ταιριάζει στη γιορτή να 'σαι κατσουφιασμένος.

 

TYBALT:

ΤΥΒΑΛΤΗΣ:

 

It fits, when such a villain is a guest:

Ταιριάζει αν έρχεται σ' αυτή, αχρείος καλεσμένος!

70

I'll not endure him.

Δεν τον αντέχω ειλικρινά.

 

CAPULET:

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ:

 

He shall be endured:

Και όμως θα τον αντέξεις!

 

What, goodman boy! I say, he shall: go to;

Τι είναι τούτα νεαρέ; Στο λέω, άντε να μη…

 

Am I the master here, or you? go to.

Εγώ είμ' αφέντης μέσα εδώ ή εσύ που… άντε να μη...

 

You'll not endure him! God shall mend my soul!

Δεν τον αντέχει λέει! Θεέ, συχώρα την ψυχή μου!

75

You'll make a mutiny among my guests!

Στους καλεσμένους μου ζητάς να κάνεις φασαρία!

 

You will set cock-a-hoop! you'll be the man!

Θα γίνει ανάστα ο Κύριος και θα 'σαι συ η αιτία!

 

TYBALT:

ΤΥΒΑΛΤΗΣ:

 

Why, uncle, 'tis a shame.

Μα, θείε μου, είναι ντροπή.

 

CAPULET:

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ:

 

Go to, go to;

Βρε άμε, κάνε πέρα.

 

You are a saucy boy: is't so, indeed?

Δείχνεις μεγάλη αυθάδεια! Αλήθεια σε ντροπιάζει;

80

This trick may chance to scathe you, I know what:

Το φέρσιμό σου αυτό, μπορεί σκληρά να το πληρώσεις.

 

You must contrary me! marry, 'tis time.

Να μου εναντιώνεσαι! Μωρ', τη φορά ετούτη…

 

Well said, my hearts! You are a princox; go:

- Πολύ καλά καρδούλες μου! – και μη μου κοκορεύεις,

 

Be quiet, or--More light, more light! For shame!

ησύχασε ή – Κι άλλο φώς, μα κι άλλο φώς! Ντροπή σας!

 

I'll make you quiet. What, cheerly, my hearts!

εγώ σε βάζω σε σειρά. – Εμπρός καρδιές μου, με χαρά!

 

TYBALT:

ΤΥΒΑΛΤΗΣ:

85

Patience perforce with wilful choler meeting

Η στανική υπομονή κι ο θελητός θυμός μου

 

Makes my flesh tremble in their different greeting.

μ’ ανατριχιάζουν σύγκορμο, ως συναντιούνται εντός μου.

 

I will withdraw: but this intrusion shall

Θα κάμω πίσω. Μα η ντροπή που αυτός απόψε δίνει

 

Now seeming sweet convert to bitter gall.

αν και του φαίνεται γλυκιά, κακό σπυρί θα γίνει.

 

Exit TYBALT

Ο ΤΥΒΑΛΤΗΣ εξέρχεται

 

ROMEO: (taking JULIET’s hand)

ΡΩΜΑΙΟΣ: (Πιάνοντας το χέρι της Ιουλιέτας)

 

If I profane with my unworthiest hand

Αν τούτο, το ανάξιο το χέρι μου μιαίνει[66]

90

This holy shrine, the gentle sin is this:

αυτόν τον άγιο ναό, μικρό το αμάρτημά μου.

 

My lips, two blushing pilgrims, ready stand

Προσκυνητές με συστολή, στα δυο μου χείλη, μένει

 

To smooth that rough touch with a tender kiss.

να λειάνουν το τραχύ άγγιγμα, με γλυκοφίλημά μου.

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

Good pilgrim, you do wrong your hand too much,

Προσκυνητή ευγενικέ, το χέρι ας μη αδικούμε[67]

 

Which mannerly devotion shows in this;

που δείχνει τόση ευλάβεια ευγενική, πολλή.

95

For saints have hands that pilgrims' hands do touch,

Των αγαλμάτων πιάνουμε το χέρι, ως προσκυνούμε

 

And palm to palm is holy palmers' kiss.

και με τα χέρια δίνουνε, οι προσκυνητές φιλί.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Have not saints lips, and holy palmers too?

Δεν έχουν χείλη οι Άγιοι και οι προσκυνητές τους;

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

Ay, pilgrim, lips that they must use in prayer.

Προσκυνητή μου έχουνε, για προσευχή με ουσία.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

O, then, dear saint, let lips do what hands do;

Τότε, στα χείλη, αγία μου, όπως τα χέρια, πες τους

100

They pray, grant thou, lest faith turn to despair.

να δείξουνε την πίστη τους, πριν να γίνει απελπισία.

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

Saints do not move, though grant for prayers' sake.

Οι άγιοι δε σαλεύουνε, μ’ ακούνε τις δεήσεις!

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Then move not, while my prayer's effect I take.

Μην κινηθείς τότε λοιπόν, τη χάρη να μ' αφήσεις…

 

He kisses her

Την φιλά

 

Thus from my lips, by yours, my sin is purged.

Κι έτσι από τα χείλη μου, το κρίμα στα δικά σου!

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

Then have my lips the sin that they have took.

Και τώρα η αμαρτία σου, τα χείλη μου έχει σκέπη.

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

105

Sin from thy lips? O trespass sweetly urged!

Τ’ αμάρτημα στα χείλη σου; Γλυκό είν' το μάλωμά σου!

 

Give me my sin again.

Δωσ’ το μου πίσω, το λοιπόν.

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

You kiss by the book.

Φιλάς κατά πώς πρέπει[68].

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

Madam, your mother craves a word with you.

Κυρά μου η μητέρα σου θέλει να σου μιλήσει

 

JULIET moves away

Η Ιουλιέτα απομακρύνεται

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

What is her mother?

Ποια είναι η μητέρα της;

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

110

Marry, bachelor,

Μωρέ λεβέντη μου, είναι

 

Her mother is the lady of the house,

η μάνα της, νοικοκυρά σ’ αυτό το σπίτι μέσα.

 

And a good lady, and a wise and virtuous

Καλή κυρία και σοφή με αρετές γεμάτη

 

I nursed her daughter, that you talk'd withal;

Εβύζαξα την κόρη της, αυτή που της μιλούσες.

 

I tell you, he that can lay hold of her

Σου λέω πως σ’ όποιονε σταθεί δική του να την κάμει,

115

Shall have the chinks.

Θ’ ακούσει κουδουνίσματα![69]

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Is she a Capulet?

Είναι του Καπουλέτου;;;

 

O dear account! my life is my foe's debt.

Ω, τι γλυκός λογαριασμός! Ζωή χρωστώ του εχθρού μου[70].

 

BENVOLIO:

ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ:

 

Away, begone; the sport is at the best.

Πάμε να φύγουμε από εδώ. Τα ωραία τελειώσαν[71].

 

ROMEO:

ΡΩΜΑΙΟΣ:

 

Ay, so I fear; the more is my unrest.

Αυτό φοβούμαι! Πιο πολύ δεν θα’ναι για καλό μου.

 

CAPULET:

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ:

120

Nay, gentlemen, prepare not to be gone;

Κυριοι, μην ετοιμάζεστε να φύγετε ακόμη.

 

We have a trifling foolish banquet towards.

Έχουμε ακόμα ένα μικρό, ωραίο κερασματάκι.

 

Is it e'en so? why, then, I thank you all

Αλήθεια έ; Μα τότε πια, ευχαριστώ σας όλους.

 

I thank you, honest gentlemen; good night.

Ευχαριστώ σας κύριοι κι εύχομαι καλό βράδυ.

 

More torches here! Come on then, let's to bed.

Κι άλλους φανούς! Καλά, λοιπόν, ας πάμε στο κρεβάτι

125

Ah, sirrah, by my fay, it waxes late:

Στην πίστη μου αγαπητέ, η νύχτα όλο μακραίνει[72].

 

I'll to my rest.

Θα πάω να ξεκουραστώ.

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

Come hither, nurse. What is yond gentleman?

Ε, παραμάνα, έλα εδώ. Ποιος είν’ αυτός ‘κει πέρα;

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

The son and heir of old Tiberio.

Ο κληρονόμος και ο γιος του γέροντα Τιβέριου

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

What's he that now is going out of door?

Κι αυτός που βγαίνει τώρα εκεί, περνώντας απ’ την πόρτα;

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

130

Marry, that, I think, be young Petrucio.

Μαρή, αυτός μου φαίνεται ο Πετρούκιος πως είναι.

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

What's he that follows there, that would not dance?

Κι αυτός που ακολουθεί κοντά, και στο χορό δεν μπήκε;

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

I know not.

Δεν ξέρω…

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

Go ask his name: if he be married.

Μάθε τ’ όνομα, κι αν είναι παντρεμένος

 

My grave is like to be my wedding bed.

μάλλον κρεβάτι νυφικό ο τάφος μου θα γίνει.

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

135

His name is Romeo, and a Montague;

Ρωμαίος ονομάζεται κι είναι ένας Μοντέγης.

 

The only son of your great enemy.

Μοναχοπαίδι ακριβό του πιο κακού εχθρού σου.

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

My only love sprung from my only hate!

Η μόνη αγάπη μου, του εχθρού του μόνου μου βλαστός!

 

Too early seen unknown, and known too late!

Πολύ νωρίς ήρθε άγνωστος, πολύ αργά γνωστός!

 

Prodigious birth of love it is to me,

Αφύσικης τη γέννηση αγάπης νιώθω εντός μου

140

That I must love a loathed enemy.

αυτός που πρέπει ν’ αγαπώ, να είναι ο εχθρός μου.

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

What's this? what's this?

Τι είναι αυτό;

 

JULIET:

ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

 

A rhyme I learn'd even now

Ένας ρυθμός που μ’ έμαθε απόψε

 

Of one I danced withal.

κάποιος που εχορέψαμε.

 

One calls within “Juliet!”

Κάποιος φωνάζει από μέσα «Ιουλιέτα!»

 

NURSE:

ΠΑΡΑΜΑΝΑ:

 

Anon, anon!

Αμέσως τώρα, τώρα!

145

Come, let's away; the strangers all are gone.

Έλα να φύγουμε κι εμείς, φύγαν οι ξένοι απ' ώρα..

 

Exeunt

Εξέρχονται

 

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΤΟΥ ΣΑΪΤ


Βιβλιογραφική αναφορά: Παρούτσας, Δ., Κ., (2018), 


Αυτό το σάιτ χρησιμοποιεί cookies - Μάθετε περισσότερα... | Επισκέψεις από 1-1-2005:

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Σημείωση [1]

Ο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» ξεκινά με ένα τριπλό λογοπαίγνιο πάνω στη λέξη coal που σημαίνει κάρβουνο κα τις λέξεις collier (καρβουνάρης) που ακούγεται σαν choler (θυμός) και collar (κολάρο, λαιμοδέτης). Η έκφραση «δεν κουβαλάμε κάρβουνα» σήμαινε «δεν είμαστε κορόιδα» και οφειλόταν στη χαμηλή εκτίμηση που είχαν οι καρβουνιάρηδες στην κοινωνία της εποχής του Σαίξπηρ. Καθώς ο Σαμψών μπαίνει στη σκηνή, κάνει αυτή τη δήλωση, μόνο και μόνο για να πάρει τη σκωπτική απάντηση του φίλου του «Φυσικά, αλλιώς θα ήμασταν καρβουνιάρηδες(=colliers)». Στη συνέχεια ο Σαμψών πατάει πάνω στο «colliers», για να πει πως όταν θυμώνει (choler), αντιδρά βίαια. Ο Γρηγόρης παίζει με το choler και προειδοποιεί τον σύντροφό του να μην μπλέκει σε φασαρίες, και να κρατάει πάντα τον λαιμό του μακριά από το «collar», το "κολάρο", την θηλιά του δημίου.

Για να αποδώσω το λογοπαίγνιο, ελείψει αντίστοιχων εκφράσεων στα ελληνικά χρησιμοποίησα την έκφραση «κανείς δεν μας κολλάει» για το «we'll not carry coals». Η ομοηχία του «coal» και του «κολλάει» μου φάνηκε καλή ιδέα, παράλληλα με το γεγονός ότι η έκφραση με την τρέχουσα χρήση της (2018) αποδίδει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό αυτό που εννοούσε και το πρωτότυπο.

Κατόπιν, απέδωσα το «colliers» με το «θα είχαμε κώλυμα» εκμεταλλευόμενος την ομοηχία και κάνοντας ένα ελληνικό λογοπαίγνιο, και κατόπιν, το choler με το ερμηνευτικά σωστό «κολώνω» που στέκει και ερμηνευτικά ως ένα σημείο (Πάνε να μας κολώσουνε=θυμώσουν). Τέλος, προσθέτοντας το προσδιοριστικό «του δήμιου», μετά  το «κολάρο», ολοκληρώνω το λογοπαίγνιο αποδίδοντας ταυτόχρονα το αρχικό νόημα. Είναι ευτύχημα που το «κολάρο» διατηρεί στα νεοελληνικά τη σημασία που είχε στην Αγγλία του 1570 το «collar» (λαιμοδέτης).

Σημείωση [2]

Αυτή η ανταλλαγή χοντροειδών αστεϊσμών από τον Γρηγόρη και τον Σαμψών, τους σηματοδοτεί ως χαρακτήρες – πρότυπα γελοίων υπηρετών, συνηθισμένο θεατρικό εύρημα την Ελισαβετιανή εποχή. Για να κατανοήσουμε τις επόμενες γραμμές, αξίζει να έχουμε κατά νου ότι το «move» και το «stand» είχαν και τα δύο, διπλές έννοιες: «move»: (1) αντιδρώ σε μια προσβολή. (2) αναγκάζομαι να υποχωρήσω. «stand» (1) παραμένω στη θέση μου όταν δέχομαι επίθεση (2) ερεθίζομαι ερωτικά. Προκειμένου να μεταφερθούν τα λογοπαίγνια στα ελληνικά χρησιμοποιήθηκε το «είμαι ντούρος» το οποίο μπορεί να σημαίνει (1) είμαι γενναίος και (2) ερεθίζομαι ερωτικά. Με τον τρόπο αυτό διατηρείται και εδώ ο αρχικός σκοπός του Σαίξπηρ.

Σημείωση [3]

Το «πιάσιμο του τοίχου» ήταν ένας τρόπος επίδειξης ανωτερότητας. Στην εποχή του Σαίξπηρ, οι δρόμοι στο κέντρο τους είχαν ένα είδος καναλιού που επέτρεπε να κυλούν τα βρομόνερα, οπότε ο τοίχος ήταν ασφαλέστερος χώρος και διεκδικούνταν από άτομα με υψηλότερη κοινωνική θέση ή εκείνους που ήθελαν να κερδίσουν έναν καυγά.

Σημείωση [4]

Ο Γρηγόρης θέλοντας και πάλι να πειράξει τον φίλο του, του επισημαίνει την έκφραση «με στρίμωξαν στον τοίχο».

Σημείωση [5]

Δηλαδή, εμείς δεν πειράζουμε γυναίκες, ούτε των Μοντέγηδων, ούτε άλλες.

Σημείωση [6]

Ο Γρηγόρης ζητά από τον Σαμψών να επιβεβαιώσει εάν θα κόψει κυριολεκτικά τα κεφάλια των υπηρετριών, και ο Σαμψών απαντά ότι μπορεί να κάνει, αλλά μπορεί και να τις βιάσει. Φυσικά αυτού του είδους τα χοντροκομμένα σεξουαλικά υπονοούμενα, προσδιορίζουν τους χαρακτήρες. Δηλώνουν ότι είναι νέοι, θερμοκέφαλοι και δεν διστάζουν να αστειεύονται με τον φόνο και τον βιασμό. Ανήκουν επίσης, κυρίως, στην κατώτερη τάξη. Είναι αλήθεια ότι οι κατώτερες τάξεις στο κοινό του Σαίξπηρ διασκέδαζαν με αυτές τις τις σκηνές, αλλά ταυτόχρονα ταυτίζονταν και με τον κόσμο του έργου. Το αγγλικό λογοπαίγνιο βασίζεται στις λέξεις maid (=κόρη, κυρά), head (=κεφάλι) και maidenhead (=παρθενιά). Κατά συνέπεια, η φράση «θα πάρω τα κεφάλια των γυναικών» (“the heads of the maids”) ακούγονταν παρόμοια με το «θα πάρω την παρθενιά τους» (their maidenheads), και πάνω σ’ αυτό στήνεται ένα λογοπαίγνιο σχεδόν αδύνατο να αποδοθεί στα ελληνικά. Εντούτοις προσεγγίστηκε με τη χρήση της ομοιοκαταληξίας των λέξεων "το κεφάλι" και το "κάτω από το αφάλι", το οποίο δανείστηκα από το  σκωπτικό αποκριάτικο δημοτικό "Ανέβηκα στην πιπεριά" όπου αναφέρεται:

Την τσίμπησα στον αφαλό

Σκούζει φωνάζει ούτε 'δω

Και μου λέει παρακάτω

Απ' τον αφαλό πιο κάτω.

Σημείωση [7]

Τα φαλλικά αστεία ήταν πολύ δημοφιλή και κατά την περίοδο που έζησε ο Σαίξπηρ. Οι όχι και τόσο υπονοούμενες φαλλικές αναφορές (ψάρι, σάρκα, εργαλείο, γυμνό όπλο κλπ.) συνεχίζουν το σεξουαλικό κρεσέντο στο οποίο επιδίδονται ο Σαμψών και ο Γρηγόρης.

Εντούτοις, εξυπηρετούν ένα σκοπό πέρα ​​από το απλό χιούμορ: ο διάλογος σκιαγραφεί ταυτόχρονα και το έντονο μίσος ανάμεσα στις δύο οικογένειες. Παράλληλα με τη χρήση των αντιθέσεων στον Πρόλογο, τα συγκρουόμενα συναισθήματα της αγάπης (αφοσίωση στη δική τους οικογένεια) και του μίσους (βία εναντίον των αντιπάλων) αναγκάζουν τους δύο αυτούς χαρακτήρες να ατιεύονται ο ένας με τον άλλον με ακατέργαστα (ως προς το περιεχόμενο) λογοπαίγνια.

Σημείωση [8]

Ο Σαμψών εννοεί «Μην ανησυχείς, θα σε υποστηρίξω» όμως ο Γρηγόρης προσποιείται ότι το παίρνει κυριολεκτικά σαν «μη με φοβάσαι» και του απαντάει με διττή ερμηνεία: (1). Φοβάμαι μη φύγεις (2). Σιγά μη σε φοβηθώ. Το «marry» σημαίνει «πράγματι», είναι ένας τύπος αδύναμου όρκου προς την Παναγία (Mary) και ενέχει και μια ποιότητα «καλοσύνης», καθώς μοιάζει με το merry (=χαρούμενος/η). Επειδή χρησιμοποιείται πολύ συχνά σε ολόκληρο το έργο, προτίμησα να το μεταφέρω με το ελληνικό «μωρέ», που επίσης αποτελεί ένα είδος «ήπιας» προσβολής, ενώ παράλληλα διατηρεί τον ίδιο ήχο στην προφορά του.

Σημείωση [9]

Ο Σαμψών προτιμά να επιλέξει μια πιο προσβλητική συμπεριφορά από τον Γρηγόρη, να δαγκώσει τον αντίχειρά του, κάτι που (αν και δεν μπορούμε να το πούμε με βεβαιότητα), αποτελούσε πολύ προσβλητική χειρονομία στην ελισαβετιανή Αγγλία, συγκρίσιμη με την σημερινή επίδειξη του μεσαίου δάχτυλου.

Σημείωση [10]

Το Αγγλικό Λεξικό της Οξφόρδης αναφέρει ότι η έκφραση «σαρωτικό κτύπημα» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στη μετάφραση των Μεταμορφώσεων του Οβίδιου από τον Golding το 1567 από όπου πιθανότατα και να πήρε την φράση ο Σαίξπηρ.

Σημείωση [11]

Το «κουμαντάρισε» υποδηλώνει ότι ο Τυβάλτης πρέπει να χειριστεί σωστά το σπαθί του αντί να το ανεμίζει άσκοπα.

Σημείωση [12]

Η λαίδη Καπουλέτη υποθέτει ότι η πατερίτσα θα ήταν πιο χρήσιμη για τον σύζυγό της από ένα μεγάλο σπαθί.

Σημείωση [13]

Η επανάληψη του αριθμού 3 είναι μια τυπική ρητορική τακτική. Ο πρίγκιπας τονίζει την επανειλημμένη φύση των αιματηρών επεισοδίων ανάμεσα στις δύο οικογένειες και το πώς έχουν διαταράξει την πόλη.

Σημείωση [14]

Ο Σαίξπηρ μεταφράζει αυτολεξεί το ιταλικό Villefranche σε Freetown, οπότε ακολουθώντας αυτή τη λογική, αποδίδεται εδώ ως Ελευθερούπολη. Πρόκειται για πραγματική τοποθεσία στην Βερόνα.

Σημείωση [15]

Η συκομουριά (ψευδοπλάτανος) συνήθως συνδεόταν με τον απελπισμένο έρωτα ίσως και λόγω της ομοιότητας με το «sick amour» (=άρρωστη αγάπη). Για να διατηρηθούν ίχνη αυτής της διασύνδεσης χρησιμοποιήθηκε το επιστημονικό όνομα της συκομουριάς, (ψευδοπλάτανος), αφήνοντας το πρώτο συνθετικό της λέξης να παίξει αυτόν τον ρόλο. (βλ. https://en.wikipedia.org/wiki/Sycamore)

Σημείωση [16]

Εδώ ο Μοντέγης χρησιμοποιεί μια παρομοίωση για να συγκρίνει τον Ρωμαίο με ένα λουλούδι το οποίο προσβλήθηκε από παράσιτα. Αυτό αποτελεί ένδειξη της καταθλιπτικής κατάστασής του και προοικονομεί ότι αυτό το συναίσθημα θα οδηγήσει τελικά στο θάνατό του.

Σημείωση [17]

Για τον Ρωμαίο, οι ώρες μοιάζουν να σέρνονται. Στην πραγματικότητα, η χρήση των μονοσύλλαβων αλλά πολυγράμματων λέξεων ( «sad hours seem long») φαίνεται να επεκτείνουν την ομολογουμένως σύντομη φράση του. Η εναλλαγή και η επανάληψη του ήχου «s» επιμηκύνει επίσης την αίσθηση: η ποίηση της γλώσσας ταιριάζει με τον ψυχική κατάσταση του Ρωμαίου. Προσπάθησα να επαναλάβω το φαινόμενο και στην ελληνική απόδοση χρησιμοποιώντας εναλλαγές του «σ»: Πό σο μακριέ ς είναι τη ς θλί ψη ς οι ώρε ς.

Σημείωση [18]

Ο Ρωμαίος σχολιάζει ότι η διαμάχη δεν οφείλεται μόνο στο μίσος έναντι της αντίπαλης οικογένειας αλλά και στην αγάπη προς αυτήν που ανήκει το κάθε μέλος. Πρόκειται έναν από αυτούς τους στίχους που λειτουργούν ως μικρόκοσμος της συνολικής θεματολογίας του έργου. Όλη η πλοκή του «Ρωμαίου και της Ιουλιέτας» έχει να κάνει με την αγάπη και το μίσος, έννοιες στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους, όπως ας πούμε στην περίπτωση που αγάπη προκαλεί πράξεις βίας που θα την προστατεύσουν. Η ύπαρξη αυτού του κλισέ της σχέσης «αγάπης / μίσους» μαρτυρά ότι αυτά τα συναισθήματα είναι συχνά οι αντίθετες όψεις του ίδιου νομίσματος

Σημείωση [19]

Ο Μπενβόλιο κάνει ένα ελαφρώς πικάντικο αστείο, προσπαθώντας να ευθυμήσει τον Ρωμαίο, λέγοντας πως δεν θα σκεφτόταν να υποθέσει ότι ο φίλος του θα μπορούσε να είναι ερωτευμένος με άνδρα. Το σχόλιο είναι ταυτόχρονα και λίγο σαρκαστικό.

Σημείωση [20]

Το προηγούμενο αστείο που αφορούσε τον «εύκολο στόχο» (τόσο με την έννοια του κυνηγιού, όσο και με την έννοια ερωτικού παιχνιδιού), αστόχησε, σύμφωνα με το Ρωμαίο. Η γυναίκα που αγαπά έχει ορκιστεί αγνότητα και δεν μπορεί να χτυπηθεί από τα βέλη του Έρωτα. Ενδιαφέρουσα η συνεχής αναφορά σε όρους τοξοβολίας και κυνηγιού με διπλή σημασία.

Σημείωση [21]

Με άλλα λόγια, δεδομένου ότι έχει ορκιστεί να παραμείνει παρθένα, δεν θα μεταβιβάσει ποτέ την ομορφιά της στα παιδιά της.

Σημείωση [22]

Στην εποχή του Σαίξπηρ, οι γυναίκες φορούσαν συχνά μαύρες μάσκες στις θεατρικές παραστάσεις, υποτίθεται χάριν σεμνότητος, αλλά συχνά για τον αντίθετο σκοπό, αφού όπως είναι γνωστό συχνά το ημίγυμνο είναι προκλητικότερο του γυμνού.

Σημείωση [23]

Όπως σε πολλές από τις σκηνές του, ο Σαίξπηρ χρησιμοποιεί κι εδώ, μια έντονη ομοιοκαταληξία, για να κλείσει τη σκηνή. Αυτό θα αποτελούσε παράλληλα και μια ακουστική ένδειξη για τους ανθρώπους των παρασκηνίων ώστε να κινηθούν γρήγορα και να ετοιμαστούν για την επόμενη σκηνή. Για τον λόγο αυτό διατηρείται η ομοιοκαταληξία και στη μετάφραση, εις βάρος, όπως είναι αναμενόμενο, της κατά λέξη απόδοσης

Σημείωση [24]

Η έκφραση «marr'd» θα μπορούσε να αποτελεί σύντμηση του «married» (=παντρεμένος) ή του «marred» (=κατεστραμμένος). Έτσι ο Καπουλέτος φαίνεται να λέει: (1) «Όσες πιέζονται παντρεύονται πολύ νωρίς» | (2) «Όσες παντρεύονται πολύ νωρίς, χαλάνε γρήγορα» Σε κάθε περίπτωση πάντως δείχνει την διστακτικότητά του. Στην μετάφραση έγινε προσπάθεια απόδοσης της δεύτερης προσέγγισης, ελλείψει παρόμοιας λέξης, στα Ελληνικά, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.

Σημείωση [25]

Μερικές φορές ο Σαίξπηρ χρησιμοποιεί δευτερεύοντες χαρακτήρες για να προσφέρει κάποια κωμική ανακούφιση. Μία από τις περιπτώσεις αυτές είναι και η συγκεκριμένη, στην οποία βάζει τον υπηρέτη να ανακατεύει τα επαγγέλματα και τα χαρακτηριστικά τους εργαλεία, προσπαθώντας να διαμαρτυρηθεί ότι του ανατέθηκε μια δουλειά την οποία δεν είναι ικανός να φέρει εις πέρας, αφού δεν ξέρει να διαβάζει.

Σημείωση [26]

Ο πλάνταγος ή αρνόφυλλο είναι ένα φυτό, τα φύλλα του οποίου χρησιμοποιούνταν ως επιθέματα σε πληγές.

Σημείωση [27]

Ίσως ο υπηρέτης να πιστεύει ότι αυτό που μόλις είπε ο Ρωμαίος είναι ο τίτλος ενός ποιήματος που έχει αποστηθίσει. Επίσης μπορεί να σημαίνει ότι το διάβασμα της τύχης είναι κάτι που μαθαίνεις χωρίς βιβλίο. Η αμφισημία διατηρήθηκε και στην απόδοση.

Σημείωση [28]

Προφανώς ο υπηρέτης αποφάσισε ότι είναι ώρα να συνεχίσει τον δρόμο του, επειδή δεν πρόκειται να πάρει μια ευθεία απάντηση από τον Ρωμαίο.

Σημείωση [29]

Στα σπίτια πολλών εύπορων κατοίκων ο κεντρικός χώρος κατοικίας ήταν «επάνω» στον δεύτερο όροφο. Το μεγαλύτερο μέρος του πρώτου ορόφου θα αποτελούνταν από την κουζίνα, το πλυσταριό, τις αποθήκες κλπ.

Σημείωση [30]

Αυτές οι γραμμές είναι πολύ ειρωνικές για όποιον ξέρει ή υποπτεύεται την συνέχεια του έργου, κάτι που ισχύει τελικά για όλους τους θεατές, μιας και ο τίτλος του δεν είναι «Ρωμαίος και Ροζαλίνα».

Σημείωση [31]

Εννοεί τα μάτια του.

Σημείωση [32]

Η παραμάνα κάνει ιδιαίτερα θορυβώδη είσοδο στη σκηνή, με ένα χοντροκομμένο αστείο που την χαρακτηρίζει.

Σημείωση [33]

Η μητέρα της Ιουλιέτας γνωρίζει ελάχιστα πράγματα για την ανατροφή της κόρης της καθώς αυτό το καθήκον είχε ανατεθεί στην παραμάνα.

Σημείωση [34]

Επισημαίνει ο Βικέλας: « Ἐν τῷ κειμένω ὑπάρχει Lammas-tide, τοῦτο δέ, ἐκ τῆς ἀρχαίας Ἀγγλο - σαξωνικῆς παραγόμενον, σημαίνει ἑορτὴ τοῦ ἄρτου, ἤτοι ἑορτὴ τῶν πρώτων ὀπωρῶν, τὰ πρωτόλεια. Ἐτελεῖτο δ' ἡ ἑορτὴ αὔτη τὴν πρώτην Αὐγούστου. Ἐπροτίμησα νὰ μεταφέρω τὸ συμβάν, τὸ ὁποῖον ἡ παραμάνα διηγεῖται, εἰς τὴν ἑορτὴν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων (σ.σ. 30 Ιουνίου), καίτοι μὴ ἀκριβῶς συμπίπτουσαν μετὰ τῆς ἀγγλικῆς του κειμένου ἑορτῆς• καθόσον εἶναι αὔτη ἐκ τῶν ἐπισημοτέρων τῶν καθ' ἠμᾶς ἑορτῶν, ἐξ ἐκείνων δηλονότι, τὰς ὁποίας Ἑλληνὶς παραμάνα ἤθελεν ἐκλέξει, ὅπως χαράξη γεγονὸς τι εἰς τὴν μνήμην αὐτῆς». Θεωρώντας το εύρημα έξυπνο, διατήρησα κι εγώ την αναλογία.

Σημείωση [35]

Η αψιθιά ( Αψιθιά Αρτεμισία το Αψίνθιον – Artemisia absinthium) είναι από τα πιο παλιά γνωστά φαρμακευτικά φυτά. Ο Ιπποκράτης τη χρησιμοποιούσε σε σκόνη ενώ η θεά Άρτεμις της έδωσε το όνομά της, σε αναγνώριση των πολύτιμων ιδιοτήτων της.

Σημείωση [36]

Η Μάντουα απέχει περίπου 45 χιλιόμετρα από τη Βερόνα

Σημείωση [37]

Νομίζει ότι ο γάμος είναι προνόμιο, ωστόσο δεν επιθυμεί να έχει αυτό το προνόμιο ακόμη.

Σημείωση [38]

Η Ιουλιέτα πρέπει να παρατηρήσει προσεκτικά τον Πάρη στο χορό προκειμένου να αποφασίσει να τον παντρευτεί όπως ελπίζει η μητέρα της.

Σημείωση [39]

Πρόκειται για μια εκτεταμένη παρομοίωση του Πάρη με βιβλίο. Το βιβλίο είναι γραμμένο με την πένα της «ομορφιάς» που υπονοεί ότι το περιεχόμενο είναι γεμάτο με καλοσύνη, υποδεικνύοντας ότι ο αυτός ο άνθρωπος είναι μοναδικός, και του λείπει μόνο μια νύφη για να τον ολοκληρώσει. Η μητέρα της Ιουλιέτας συνεχίζει την παρομοίωση με το βιβλίο και λέει ότι το βιβλίο θα ήταν τέλειο, αν ήταν « δεμένο» με ένα χρυσό εξώφυλλο, δηλαδή την Ιουλιέτα ως σύζυγό του.

Σημείωση [40]

Οι σημειώσεις και οι επεξηγήσεις στα κείμενα, την εποχή του Σαίξπηρ, γράφονταν στα περιθώρια των σελίδων.

Σημείωση [41]

Η μετάφραση αποδίδει ακριβώς το περιεχόμενο, εντούτοις δεν κατορθώνει να πιάσει το λεπτό παιχνίδι με τις λέξεις look και like. Πρόκειται για μια πανέξυπνη απάντηση της Ιουλιέτας, που χρησιμοποιεί πολλά λογοτεχνικά και ρητορικά σχήματα. Η εναλλαγή του φθόγγου «λ» και του «κ» στο αγγλικό κείμενο, καθώς και τα μακρά «ο» και τα βραχέα «ι» , δημιουργούν ένα μουσικό αποτέλεσμα αρκετά δυσνόητο ακόμη και για το σαιξπηρικό κοινό, υποδηλώνοντας ότι η Ιουλιέτα διστάζει να δώσει ευθεία απάντηση. Για να αποδώσω το νόημα του στίχου αναγκάστηκα εδώ να αλλάξω το μέτρο σε τροχαϊκό και να αυξήσω τις συλλαβές ώστε να μπορέσω να μεταφέρω στο ελληνικό κοινό μέρος της μουσικότητας και της αμφισημίας του πρωτοτύπου. Στην ουσία, προκειμένου να μην αρνηθεί στη μητέρα της, της λέει: «Θα φροντίσω να μου αρέσει, για να σε υπακούσω, αν και δεν είμαι σίγουρη ότι αρκεί μόνο η εξωτερική εμφάνιση για να σου αρέσει κάποιος».

Σημείωση [42]

Εδώ, η Ιουλιέτα παρουσιάζει την αναλογία της αγάπης της με ένα πουλί, δηλώνοντας ότι δεν θα αφήσει την ματιά της να «πετάξει» μακρύτερα από όσο της επιτρέψουν οι γονείς της. Δηλώνει έτσι με σαφήνεια ότι δεν έχει τη συγκατάθεση των γονέων της να αφήσει την καρδιά της να πετάξει ελεύθερα για να βρει την αληθινή αγάπη.

Σημείωση [43]

Προφανώς ο Ρωμαίος έχει στο χέρι του ένα κομμάτι χαρτί πάνω στο οποίο είναι γραμμένη μια ομιλία (η οποία λειτουργεί ως πρόσκληση) που θα παρουσιάσει τους μασκοφόρους, στον χορό. Κι αυτό διότι εάν ήταν γνωστές οι πραγματικές τους ταυτότητες τόσο ο ίδιος όσο και οι φίλοι του (όλοι τους Μοντέγηδες) δεν θα ήταν ευπρόσδεκτοι.

Σημείωση [44]

Η πολυλογία είναι ξεπερασμένη και οι συστάσεις είναι περιττές. Ο Μπενβόλιο εκφράζει την απροθυμία του να μπουν σε τόσες διαδικασίες προκειμένου να πάνε σε έναν χορό που δίνουν οι αντίπαλοί τους, στις οποίες θα συμπεριλαμβανόταν και κάποιος προπομπός, ντυμένος ως έρωτας, με δεμένα τα μάτια, και ένα ψεύτικο τόξο, που λόγω του μεγέθους του τρόμαζε τις κυρίες.

Σημείωση [45]

Επειδή το “ light” σημαίνει (1) φως και (2) ελαφρύς, το λογοπαίγνιο αυτού του στίχου, εντυπωσιάζει πολύ όλους τους Άγγλους σχολιαστές, καθώς ακούγεται σαν « εγώ ο βαρύς θα φέρω ελαφρότητα». Εντούτοις, αποδίδοντας το « heavy» με το « βαρυσκότεινος», νομίζω ότι δεν χάνεται η ποιότητα του λογοπαιγνίου και κατά τη μετάφραση.

Σημείωση [46]

Το κείμενο παίζει με τις λέξεις «sole» (=σόλα παπουτσιού) και «soul» (=ψυχή). Μεταφέρθηκε στα Ελληνικά, χρησιμοποιώντας το «σόλα» και «σ' όλα» και αποδίδοντας την έννοια της «ψυχής» με το «όλα τα μέσα μου».

Σημείωση [47]

Οι επιτόπιες αναπηδήσεις ήταν μια συνηθισμένη χορευτική κίνηση την εποχή του Σαίξπηρ.

Σημείωση [48]

Ακόμη ένα ερωτικό υπονοούμενο.

Σημείωση [49]

Άλλο ένα φαλλικό λογοπαίγνιο, καθώς «prick» σημαίνει «αγκάθι» αλλά και «ανδρικό μόριο». Το λογοπαίγνιο διατηρείται στο κακέμφατο του δεύτερου στίχου της ατάκας του Μερκούτιου.

Σημείωση [50]

Ο Βικέλας επισημαίνει: «Προτοῦ γενικευθῆ τῶν ταπήτων ἡ χρῆσις ἐστρώνοντο ψάθαι ἐπὶ τοῦ ἐδάφους».

Σημείωση [51]

Η παροιμία που έχει στο μυαλό του ο Ρωμαίος είναι πιθανώς: «Ο καλός «φαναροκράτης» είναι ο καλύτερος παίκτης (A good candle-holder proves a good gamester)» που σημαίνει ότι ένας απλός θεατής δεν μπορεί να χάσει ένα παιχνίδι. Η φράση προέρχονταν από την συνήθεια να κρατάει κάποιος μια λαμπάδα ή ένα δαδί, κοντά στον χαρτοπαίκτη για να μπορεί εκείνος να παίζει.

Σημείωση [52]

Ο Ρωμαίος λέει ότι ανεξάρτητα από το πόσο ελκυστικές είναι οι κυρίες, θέτει τον εαυτό του «εκτός παιχνιδιού» εξαιτίας της απελπισμένης αγάπης του για τη Ροζαλίνα με την παραπομπή σε μια παροιμία: «Έξυπνος είναι όποιος τα παρατάει όταν το παιχνίδι είναι στην πιο ωραία του φάση» κάτι σαν το σημερινό «Φύγε όσο είναι νωρίς»

Σημείωση [53]

Κι εδώ υπάρχει ακόμη ένα δύσκολο λογοπαίγνιο με βάση τον ίδιο ήχο κάποιων λέξεων. Έτσι έχουμε: done = τελειωμένος | dun = καφε-γκρίζο χρώμα, το ποντικί | Dun= το όνομα ενός ψεύτικου αλόγου, ενός ξύλου το οποίο οι νεαροί έβγαζαν από τη λάσπη κατά τη διάρκεια ενός χριστουγεννιάτικου παιχνιδιού. | dun's the mouse="κάν' τε ησυχία - σκασμός", μια έκφραση που δεν είναι εξακριβωμένο πώς έφτασε να σημαίνει αυτό. Κατά συνέπεια η ακριβής απόδοση θα ήταν:

- Ρωμαίος: "Είν' το παιχνίδι όμορφο, μα εγώ είμαι τελειωμένος (done).

- Μερκούτιος: Βρε, βγάλε το σκασμό παλιοποντίκι, (dun), που λέει και ο αστυνόμος, κι αν είσαι χωμένος στη λάσπη σαν τον Νταν (Dun), το άλογο, εμείς σε βγάζουμε από τη λάσπη…

Η αναφορά στον αστυνόμο θα πρέπει να παρέπεμπε στο αυστηρό τους ύφος, ή πιθανώς στην προτροπή για ησυχία του αστυνομικού που βρισκόταν στην παράσταση. Η μετάφρασή του με κάποιο αντίστοιχο λογοπαίγνιο στάθηκε αδύνατη, οπότε προτίμησα μια πιο ελεύθερη απόδοση, την οποία θέτω – εκών άκων – στην κρίση των αναγνωστών.

Σημείωση [54]

Ο Ρωμαίος αστειεύεται παίρνοντας τη λέξη «μέρα» κυριολεκτικά. Δεν είναι μέρα άρα δεν μπορούμε να ξοδεύουμε τη μέρα.

Σημείωση [55]

Θέλω να αντιλαμβάνεσαι αυτά που λέω διερμηνεύοντας την πρόθεση με την οποία λέγονται και όχι ερμηνεύοντάς τα κατά κυριολεξία. Διότι αυτός είναι ο σωστός τρόπος για να καταλάβεις κάποιον. Σου τονίζω μάλιστα ότι η σωστή μας κρίση εξαρτάται περισσότερο από αυτό παρά από το τι αντιλαμβανόμαστε με την πρώτη ματιά. Στον μεσαίωνα, θεωρούσαν πως αντίστοιχα με τις πέντε αισθήσεις (όραση, ακοή, όσφρηση, γεύση, αφή) υπήρχαν και πέντε «σοφίες», δηλαδή πέντε διαφορετικοί τρόποι πρόσληψης των αισθήσεων. Οι πέντε αυτές «σοφίες» ήταν: Το κοινό αίσθημα, η διορατικότητα, η φαντασία, η κρίση και η λογική.

Σημείωση [56]

Αυτό το λογοπαίγνιο εδράζεται στην δισημία του «lie»: (1) ψεύδομαι, (2) «κείτομαι ». Όταν ο Μερκούτιος λέει στον Ρωμαίο «όσοι ονειρεύονται λένε ψέματα», εκείνος του αντιγυρνά: «ξαπλώνουν στο κρεβάτι τους». Αποδόθηκε χρησιμοποιώντας το «ξαπλώνουν μες το ψέμα» για την πρώτη ερμηνεία του «lie».

Σημείωση [57]

Βοηθά στη γέννηση των ονείρων

Σημείωση [58]

Πέτρα από αχάτη: Οι λίθοι αυτοί σκαλίζονταν με μικροσκοπικές φιγούρες και τοποθετούνταν σε δαχτυλίδια.

Σημείωση [59]

Αναφορά σε λαϊκή παράδοση της εποχής, σύμφωνα με την οποία οι τεμπέλες κοπέλες, κινδύνευαν από μικρά, αόρατα σκουλήκια που μεγάλωναν στο αίμα τους.

Σημείωση [60]

Οι σκίουροι ανοίγουν τα φουντούκια στη μέση ενώ οι κάμπιες τα τρυπούν φτιάχνοντας την τέλεια άμαξα για τη μεταφορά της νεράιδας Μάβως

Σημείωση [61]

Το «πρέπον» βάρος για μια γυναίκα μπορεί να είναι: (1) η σωστή συμπεριφορά | (2) το βάρος ενός εραστή | (3) το βάρος της εγκυμοσύνης.

 

Σημείωση [62]

Παροιμία που σημαίνει ότι πρέπει να απολαμβάνουμε τη ζωή όσο διαρκεί.

Σημείωση [63]

Ο Καπουλέτος αναφέρεται στην απροσδόκητη εμφάνιση του Ρωμαίου και των φίλων του με μάσκες.

Σημείωση [64]

Την μέρα της πεντηκοστής, όποτε κι αν πέφτει φέτος, κλείνουνε εικοσιπέντε χρόνια.

Σημείωση [65]

Ακόμη ένα πολυσύνθετο λογοπαίγνιο που περικλείει λεπτή τραγική ειρωνεία, ερωτισμό, έκφραση αγνής αγάπης, και λογοτεχνική ποιότητα. Ανάλογα με το είδος του θεατή, καθένας αποκομίζει ό,τι μπορεί. Για να γίνει κατανοητό το λογοπαίγνιο σημειώνουμε τις ερμηνείες των λέξεων: beuty = ομορφιά | booty = λεία, λάφυρο, γυναικεία οπίσθια | use=χρήση, απασχόληση, φυσιολογική φθορά, | earth = η γη όλη αλλά και η γη που θα την φάει, | deer= αγαπημένος και ακριβός και αξιαγάπητος. Σε σχέση με την πολυσημία της ελληνικής μετάφρασης υπάρχουν οι εξής αναγνώσεις: μορφάδα πλούσια να γευτείς: (1) έχει πολλά χρήματα | (2) είναι πολύ όμορφη | (3) έχει πολλή θηλυκότητα | (4) δεν είναι εύκολο να την κατακτήσεις - η γη δεν της αξίζει: (1) Είναι η πιο όμορφη στη γη | (2) Η γη είναι λίγη γι' αυτήν, άρα πρέπει να πεθάνει | (3) Είναι άδικο που πρέπει να πεθάνει.

Σημείωση [66]

Σύμφωνα με τον Βικέλα, σε αυτή την πρώτη τους ερωτική εξομολόγηση, υφίσταται το ύφος και η συναρμολογία του σονέτου (βλ. και Εισαγωγή). Όπως αναφέρθηκε ήδη, ο Πετράρχης είχε καθιερώσει το είδος αυτό της λυρικής ποίησης ως μέσον έκφρασης του αγνού εφηβικου έρωτα, και ποτέ του σαρκικού. Έτσι κατά την πρώτη αυτή συνάντηση των δύο εραστών, ο Ρωμαίος πλησιάζει την Ιουλιέτα ως "άγιο ναό" με τον σεβασμό που εμπνέει η αθωότητα και εκδηλώνει τον έρωτά του, με τον ποιητή να εφαρμόζει τον πιο συνηθισμένο για την εποχή του τύπο λυρικής ποίησης "τον εν χρήσει προς έκφρασιν των πρώτων του έρωτος συγκινήσεων".

Σημείωση [67]

Με αυτά τα λόγια, η Ιουλιέτα στέλνει ένα μεικτό μήνυμα: (1) το χέρι σου δεν είναι καθόλου τραχύ, και ίσως να μου αρέσει | (2) αφού το χέρι σου δεν είναι τραχύ, δεν χρειάζεται να με φιλήσεις.

Σημείωση [68]

Κατά πώς πρέπει» σημαίνει «με συμβατικό, συνηθισμένο τρόπο». Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει είτε ότι το πρώτο φιλί της προσδοκώμενης πραγματικής αγάπης ήταν ακριβώς όπως το φαντάστηκε είτε ότι την απογοήτευσε λίγο. Επίσης είναι μια πονηρή αναφορά στις διάφορες βιβλικές εκφράσεις που χρησιμοποίησαν νωρίτερα.

Σημείωση [69]

(1) Όποιος την παντρευτεί θα ακούσει κουδουνίσματα από χρυσά νομίσματα, διότι είναι πολύ πλούσια. | (2) Επίσης θα ακούσει καμπάνες να χτυπούν επειδή είναι πολύ όμορφη. | (3), Τέλος προοικονομεί το χτύπημα της καμπάνας του θανάτου που επίκειται για τον Ρωμαίο.

Σημείωση [70]

(1) Τώρα οφείλω να αφήσω τον εχθρό μου να ζήσει | (2) Οφείλω τη ζωή μου στον εχθρό μου επειδή γνώρισα την κόρη του

Σημείωση [71]

Είδαμε ό,τι ήταν να δούμε.

Σημείωση [72]

Αναφορά στη νύχτα που έρχεται και τη δυστυχία, αλλά και στο μεγάλωμα του φεγγαριού, που αυξάνεται όπως ο έρωτας των πρωταγωνιστών