16. Η παραβολή των ταλάντων.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Με την παραβολή των ταλάντων ο Κύριος θέλει να μας παρουσιάσει τα δώρα και τα χαρίσματα, που ο Θεός έχει δώσει στον άνθρωπο. Ο καθένας, πρέπει να καλλιεργήσει και να αναδείξει τα χαρίσματα του. Δηλαδή, να προσφέρει με πολλή αγάπη τις υπηρεσίες του στους συνανθρώπους του. Έτσι θα είναι έτοιμος να υποδεχτεί στην καρδιά του την αγάπη και την επιβράβευση του Ιησού Χριστού.
ΑΡΧΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ | ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ |
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπός τις ἀπορῶν, ἐκάλεσε τοὺς ἰδίους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, καὶ τῷ μὲν ἔδωκε πέντε τάλαντα, τῷ δὲ δύο, τῷ δὲ ἐν, ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν, καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως. Πορευθεὶς δὲ ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς καὶ ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα. Ὠσαυτὼς καὶ ὁ τὰ δύο ἐκέρδησε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο. Ὁ δὲ τὸ ἐν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν ἐν τῇ γῆ καὶ ἀπέκρυψε τὸ ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ. Μετὰ δὲ χρόνον πολὺν ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ συναιρεῖ μετ' αὐτῶν λόγον. Καὶ προσελθὼν ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν προσήνεγκεν ἄλλα πέντε τάλαντα λέγων κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας· ἰδὲ ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ' αὐτοῖς. |
Είπε ο Κύριος αυτή την παραβολή. Κάποιος άνθρωπος που ήταν έτοιμος για ταξίδι κάλεσε τους δούλους του και τους παράδωσε την περιουσία του. Και σ' άλλον μεν έδωσε πέντε τάλαντα σ' άλλον δύο και σ' άλλον ένα σύμφωνα με τη δύναμη του καθενός και αμέσως αναχώρησε. Εκείνος που πήρε τα πέντε τάλαντα πήγε και δούλεψε και μ' αυτά κέρδισε και άλλα πέντε. Έτσι έκανε και αυτός που πήρε τα δύο και κέρδισε άλλα δύο. Εκείνος όμως που πήρε το ένα, πήγε και έσκαψε στη γη και έθαψε το χρήμα του κυρίου του. Ύστερα από πολύ χρονικό διάστημα φτάνει ο κύριος των δούλων και λογαριάζεται μαζί τους. Και αφού ήλθε εκείνος που πήρε τα πέντε τάλαντα, έφερε και άλλα πέντε και λέγει στον κύριο· πέντε τάλαντα μου παράδωσες, να, εγώ κέρδισα και άλλα πέντε. |
Ἐφῇ αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ. Ἐπ’ ὀλίγα ᾖς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σὲ καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σοῦ. Προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο τάλαντα λαβὼν εἶπε· κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας· ἰδὲ ἀλλὰ δύο τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ' αὐτοῖς. Ἐφῇ αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ· ἐπ’ ὀλίγα ᾖς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σὲ καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σοῦ. Προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἐν τάλαντον εἰληφὼς εἶπε· κύριε, ἔγνων σὲ ὅτι σκληρὸς εἰ ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας· καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῆ· ἰδὲ ἔχεις τὸ σόν. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ· ἡδεῖς ὅτι θερίζω ὅπου οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγω ὅθεν οὐ διεσκόρπισα, ἔδει οὖν σὲ βαλεῖν τὸ ἀργύριόν μου τοῖς τραπεζίταις, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ· Ἄρατε οὖν ἀπ' αὐτοῦ τὸ τάλαντον καὶ δότε τῷ ἔχοντι τὰ δέκα τάλαντα. |
Του είπε ο κύριος του· μπράβο καλέ μου δούλε και πιστέ· ήσουν πιστός στα λίγα, εγώ θα σε εγκαταστήσω στα πολλά. Έμπα λοιπόν στη χαρά του κυρίου σου. Ήλθε και εκείνος που είχε πάρει τα δύο τάλαντα, και είπε. Κύριε, δύο τάλαντα μου παράδωσες· να που εγώ κέρδισα άλλα δύο τάλαντα. Τότε ο κύριος του είπε· Μπράβο δούλε καλέ και πιστέ. Φάνηκες πιστός στα λίγα, εγώ θα σε εγκαταστήσω πολλά. Τότε ήλθε και εκείνος που είχε πάρει το ένα τάλαντο, και είπε: Κύριε, ήξερα που είσαι ένας σκληρός άνθρωπος, θερίζεις εκεί που δεν έσπειρες και μαζεύεις από κει που σκόρπισες. Επειδή φοβήθηκα, πήγα και έκρυψα το τάλαντο σου στη γη, να, λοιπόν, παρ’ το γιατί είναι δικό σου. Και ο κύριος του αποκρίθηκε: δούλε πονηρέ και οκνηρέ, ήξερες πως θερίζω από κει που δεν έσπειρα και μαζεύω απ' εκεί που δε σκόρπισα. Έπρεπε λοιπόν να βάλεις τα λεφτά σου στους τραπεζίτες και εγώ, όταν θα επέστρεφα θα τα έπαιρνα πίσω με τόκο. Πάρτε απ' αυτόν το τάλαντο και δώστε το σε κείνον, που έχει τα δέκα τάλαντα. |
Τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται, ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ' αὐτοῦ. Καὶ τὸν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. Ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω». |
Γιατί στον καθένα που έχει, θα δοθούν και άλλα και θα περισσέψουν. Από κείνον όμως που δεν έχει, θα του αφαιρεθεί και κείνο που έχει. Πάρτε και ρίξτε αυτόν τον άθλιο δούλο έξω στο σκοτάδι, εκεί που ακούγεται το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών. Και λέγοντας αυτά τόνιζε· όποιος έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει. |
ΑΝΑΛΥΣΗ
Ο άνθρωπος που εμπιστεύτηκε την περιουσία του στους δούλους είναι ο Θεός. Οι δούλοι είμαστε όλοι οι άνθρωποι, χωρίς καμία εξαίρεση. Τα τάλαντα είναι τα δώρα και οι ικανότητες, που παίρνει ο κάθε άνθρωπος από το Θεό. Το τάλαντο ήταν νόμισμα μεγάλης αξίας που αντιστοιχούσε περίπου με 70.000 σημερινές ελληνικές δραχμές. Ήταν όμως και μονάδα βάρους ασημιού, και στην περίπτωση αυτή αντιστοιχούσε περίπου με 100.000 δρχ. Το Ευαγγέλιο μας λέγει, πως οι δυο πρώτοι δούλεψαν με τα τάλαντα τους και έτσι κέρδισαν τα διπλά. Μόνον ο τρίτος πήγε και το έθαψε στη γη, από τεμπελιά. Όταν γύρισε ο δεσπότης από την ξενιτιά, ευχαριστήθηκε με τη διαγωγή των δυο δούλων, που κέρδισαν και άλλα τάλαντα. Γι' αυτό και τους αντάμειψε πλουσιοπάροχα. Με τον τρίτο όμως δούλο τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Αυτός ήταν πονηρός και τεμπέλης, γι’ αυτό και η τιμωρία του ήταν βαριά. Ο Κύριος του πήρε και > που είχε και το έδωσε στους άλλους.
2. Η παραβολή μας έχει ένα σπουδαίο νόημα. Ο Θεός δίνει στον καθένα μας χαρίσματα και προσόντα πολλά. Αυτά είναι η ελευθερία, η αγάπη, η εμπιστοσύνη, η ελπίδα, κ.ά. άρχουν όμως και άλλα χαρίσματα που ο Θεός τα μοιράζει διαφορετικά στον κάθε άνθρωπο. Άλλος έχει επιστημονικές ικανότητες, άλλος είναι καλλιτέχνης (ζωγράφος, μουσικός, καλλίφωνος), άλλος είναι κατάλληλος για το εμπόριο, άλλος έχει σωματική δύναμη (άθληση, ευλυγισία, ελαστικότητα) κ.ά. Όταν ο άνθρωπος εργάζεται και καλλιεργεί τα χαρίσματά του δείχνει πως αγαπά το Θεό και τους άλλους ανθρώπους. Τους προσφέρει με την εργασία και τις υπηρεσίες του πολλά πνευματικά και υλικά αγαθά. Υπάρχουν όμως και άνθρωποι, που μοιάζουν με τον τρίτο δούλο, τον πονηρό και τον τεμπέλη. Είναι οι εγωιστές, που βλέπουν μόνον τα δικά τους συμφέροντα και παραβλέπουν τις ανάγκες των άλλων ανθρώπων. Όποιος αρνιέται το τάλαντο της αγάπης, ο Κύριος τον απορρίπτει οριστικά. Αυτό γίνεται, γιατί ο άνθρωπος μόνος του προτιμά τον εγωισμό και έτσι χωρίζει τον εαυτό του από το Θεό της αγάπης.
3. Ο καθένας από τη μικρή του ακόμα ηλικία πρέπει να καλλιεργεί και να αυξάνει τα χαρίσματα που ο Θεός του έχει χαρίσει. Πρέπει να αναπτύξουμε τις δυνάμεις μας (μυαλό, θέληση, συναίσθημα, κ.ά.) σε όλα τα χρόνια της σχολικής μας ζωής. Να ασκούμαστε από μικροί στην αγάπη και τη φιλανθρωπία. Να προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας στους συμμαθητές μας που μας έχουν ανάγκη. Να βοηθούμε τους φτωχούς και τους ηλικιωμένους ανθρώπους. Να περιορίζουμε πολλές φορές τις δικές μας λιχουδιές και απολαύσεις για να τα δίνουμε σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη. Έτσι σιγά σιγά θα συνηθίσουμε να προσφέρουμε υπηρεσίες μας και όταν μεγαλώσουμε για το καλό των άλλων και γενικά της κοινωνίας μας. Η Εκκλησία μας θυμάται αυτή την ωραία παραβολή των ταλάντων τη Μεγάλη Τρίτη και ψάλλει ωραιότατους ύμνους για να βοηθήσει τους πιστούς να καλλιεργούν τα τάλαντα τους.
ΔΙΔΑΓΜΑ:
«Τω γαρ έχοντι πάντα δοθήσεται και περισσευθήσεται, από δε του μη έχοντος και ό έχει αρθήσεται απ’ αυτού» (Ματθαίου κεφ. κε')
ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ
«Να που ο Δεσπότης, σου εμπιστεύεται ψυχή μου το τάλαντο. Δέξου το με φόβο (σεβασμό) το χάρισμα. Δάνεισε αυτόν που σου το έδωσε. Μοίρασέ το στους φτωχούς και απόκτησε φίλο τον Κύριο. Για να σταθείς στα δεξιά του, όταν έλθει με τη δόξα του και ακούσεις την ευλογημένη φωνή: Έμπα, δούλε, στη χαρά του Κυρίου σου. Αυτή τη χαρά αξίωσέ με, Σωτήρα μου, τον πλανηθέντα από την αμαρτία, να δοκιμάσω κι εγώ για το χατίρι του μεγάλου ελέους σου» (Ύμνος της Εκκλησίας τη Μεγάλη Τρίτη).
ΑΣΚΗΣΕΙΣ - ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Τι μας διδάσκουν οι δυο πρώτοι δούλοι της παραβολής μας;
Γιατί ο τρίτος δούλος καταδικάζεται από τον Κύριο;
Πώς μπορούμε και εμείς να αναπτύξουμε τα τάλαντα μας;
ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΤΟΥ ΣΑΪΤ