Στον πλανήτη μας μιλιούνται περίπου 5000
γλώσσες. Αυτονόητο λοιπόν είναι ν' αναρωτηθεί κανείς πώς μπορεί να υπάρχουν
ομοιότητες ανάμεσα π.χ. στα Ρώσικα και στα Κινέζικα! Ωστόσο, όλες οι γλώσσες
παρουσιάζουν κάποια χαρακτηριστικά, τα οποία είναι κοινά μεταξύ τους. Ας τα
κοιτάξουμε αναλυτικότερα:
5.1. Η γλώσσα
είναι ανθρώπινη
Ο άνθρωπος, χρησιμοποιεί τον λόγο συνεχώς
στις καθημερινές επαφές με τους συνανθώπους του. Αυτό το ιδιαίτερο σύστημα
επικοινωνίας που αναπτύσσει ο άνθρωπος από την νηπιακή του ηλικία τον κάνει να
διαφέρει από τα υπόλοιπα όντα.
Κάποια ζώα, όπως ο παπαγάλος, μπορεί να σχηματίσει λέξεις, οι
οποίες είναι ασυνείδητες και αποτέλεσμα εξάσκησης και εκμάθησης.
Επίσης, οι πίθηκοι μπορούν να σχηματίσουν
υπεραπλουστευμένες προτάσεις με τη βοήθεια κάποιων συμβόλων - αντικειμένων ή
και χειρονομιών.
Μόνο όμως ο άνθρωπος, για να επικοινωνήσει
με τον άλλον, για να εκφράσει τα συναισθήματά του και να δηλώσει κάποιες
αφηρημένες έννοιες, χρησιμοποιεί τον νοήμονα και συνειδητό λόγο, τον λόγο που
έχει προέλθει μετά από επεξεργασία πληροφοριών κι ερεθισμάτων και περιλαμβάνει
πολύ περισσότερα στοιχεία από κραυγές, ήχους ή γρυλίσματα που δηλώνουν
φόβο, θυμό ή κίνδυνο(11)
5.2.
Η γλώσσα
είναι ομιλία
Όλες οι γλώσσες πριν εμφανιστεί η γραφή,
ήταν προφορικές. Ας μην ξεχνάμε ότι ακόμα και σήμερα υπάρχουν κάποιοι
πρωτόγονοι λαοί, οι οποίοι δεν γνωρίζουν την γραφή. Τα παιδιά ξεκινούν να
μιλούν πολύ πριν ξεκινήσουν να γράφουν, διαδικασία χρονοβόρα και η οποία
σχετίζεται με την επίσημη διδασκαλία της γραφής, κάτι που δεν συμβαίνει με τον
προφορικό λόγο.
Επίσης, όλοι μας χρησιμοποιούμε τον
προφορικό λόγο, πολύ πιο συχνά από τον γραπτό.
Όλα αυτά όμως δεν σημαίνουν ότι ο γραπτός
λόγος είναι μικρότερης αξίας και σημασίας από τον προφορικό, γιατί στις γραπτές αποδείξεις βασίζονται οι
ερευνητές που έχουν μελετήσει τους αρχαίους πολιτισμούς, μιας και η γραφή
προστατεύει τις λέξεις.
Στον γραπτό όμως λόγο, υπάρχει ένα σοβαρό
μειονέκτημα: Δημιουργείται πάντα ένα αξιοσημείωτο κενό χρόνου, από τη στιγμή
που κάποιος πει κάτι, ως τη στιγμή που θα καταγραφεί. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα,
η συγκεκριμένη λέξη, πρόταση ή λόγος, να είναι πια άκαιρος ή αλλαγμένος. Δεν
υπάρχει δηλαδή κάποια αμεσότητα.(12)
5.3. Η γλώσσα
ακούγεται το ίδιο καλά, όπως
μιλιέται
Όταν κάποιος μιλάει, προσπαθεί και προσέχει
να γίνεται κατανοητός, από τον συνομιλητή του και από τον εαυτό του, αν προσδοκεί
την συνεργασία και δεν θέλει να επαναλαμβάνεται.
Από την άλλη και ο ακροατής πρέπει να
"δουλέψει" και να επεξεργαστεί στιγμιαία στο μυαλό του το νόημα των
λεγομένων και τις πληροφορίες που δέχεται.
Είναι λοιπόν
κατανοητό ότι οι δύο αυτοί
ρόλοι, του ομιλητή και του ακροατή, συνεργάζονται
και είναι συνυπεύθυνοι για τις σωστές προσεγγίσεις πάνω στο θέμα που συζητούν
και γενικότερα πάνω στη γλώσσα που χειρίζονται. Γιατί, ο μεν ομιλητής παίρνει
κατ' ευθείαν μια πρόταση από την αποθήκη του μυαλού του και την εκφέρει
-προσπαθώντας να την κάνει όσο πιο κατανοητή γίνεται- ο δε ακροατής πρέπει να
την αποκωδικοποιήσει, να την επεξεργαστεί και να ερμηνεύσει τα μηνύματα και τις
πληροφορίες που εμπεριέχονται στα λεγόμενα που ακούει.(13)
5.4. Το μέσο της
γλώσσας είναι ο ήχος.
Είναι βέβαιο, πως για την εκμάθηση μια
οποιασδήποτε γλώσσας, πρέπει να μάθουμε να παράχουμε ήχους· δεν υπάρχει άλλο
μέσο για την επικοινωνία, εκτός των ήχων.
Οι δονήσεις που μεταφέρει η ατμόσφαιρα
αναλύονται σε μικρές μονάδες ήχου, οι οποίες σχηματίζουν τους φθόγγους, τις
λέξεις, τις προτάσεις κ.τ.λ.
Όπως σε όλα τα όντα, ο πιο αποτελεσματικός
τρόπος να πλησιάσεις κάποιον και να κάνεις αισθητή την παρουσία σου, είναι να
διαταράξεις τον αέρα που περικλείει τον άλλον.
Στην επικοινωνία μας με τον συνάνθρωπό μας,
δεν χρειάζεται να τον αγγίξουμε, να τον κοιτάξουμε, ή να τον μυρίσουμε, όταν
μας στέλνει κάποιο λεκτικό σήμα. Μας αρκεί αυτό που θα ακούσουμε, ο ήχος
δηλαδή, της φωνής του συνομιλητή μας.(14)
5.5. Η γλώσσα
ιεραρχείται
Όταν ακούμε κάποιον να μιλάει, πιστεύουμε
ότι η γλώσσα είναι συνεχής και αδιάκοπη. Γεγονός όμως έιναι, ότι πριν ο
ομιλητής φθάσει στο σημείο να κάνει λόγο τις σκέψεις του, γίνεται μια μεγάλη,
εσωτερική προεργασία: ένωσε όλα τα τμήματα της γλώσσας που γνωρίζει, όλες τις
μονάδες κι έτσι δημιούργησε τον λόγο που θα χρησιμοποιήσει.
Ας κοιτάξουμε αυτές τις μονάδες που
συναποτελούν την ανθρώπινη γλώσσα:
Στο
κατώτερο επίπεδο βρίσκονται κομμάτια ήχου χωρίς σημασία, έχουμε δηλαδή τις
απλές συλλαβές, ή το απλό μουρμούρισμα. Η συλλαβή θεωρείται η μικρότερη μονάδα,
η οποία προφέρεται κανονικά από μόνη της.
Πάνω από το επίπεδο των χωρίς σημασία
συλλαβών και ήχων, έχουμε τις λέξεις, τις μεμονωμένες λέξεις, οι οποίες είναι
δημιουργήματα των συλλαβών.
Κατόπιν έχουμε την σύνθεση των λέξεων,
δηλαδή την ολοκληρωμένη πρόταση.
Ανώτερες, τέλος, μονάδες, θεωρούνται οι
ερωτήσεις, οι παράγραφοι, η ομιλία κ.τ.λ.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η γλώσσα αρχίζει από
τις χωρίς νόημα συλλαβές και καταλήγει στο ανώτερο επίπεδό της, τον διάλογο,
χαρακτηριστικό που διακρίνει την ανθρώπινη επικοινωνία.(15)
5.6.
Η γλώσσα
αλλάζει
Οι γλώσσες δεν είναι κλειστά συστήματα τα
οποία δεν επιδέχονται αλλαγές και επιδράσεις από τις κοινωνιολογικές
μεταρρυθμίσεις, καθώς και από τον χώρο και τον χρόνο που μιλιούνται.
Η "ανοιχτότητα" των γλωσσών, τους
επιτρέπει να προσαρμόζονται και να διαμορφώνονται ανάλογα με τις ανάγκες των ομιλητών
και την γενική κατάσταση της κοινωνίας η οποία αλλάζει σταδιακά.
Κάθε γλώσσα, λοιπόν, εξελίσσεται μέσα στα
πλαίσια μιας αδιάκοπης, αργής και όχι πάντα σταθερής διαδικασίας αλλαγής.
Οι αλλαγές αυτές συμβαίνουν σε χωρικό και
σε χρονικό επίπεδο. Ας δούμε πρώτα τις χωρικές αλλαγές.
Πολλές εκδοχές της ίδιας γλώσσας,
μιλιούνται σε διαφορετικές περιοχές μιας χώρας με διαφορετικό τρόπο.
Αυτές οι παραλλαγές της ίδιας γλώσσας
ονομάζονται διάλεκτοι. Η διάλεκτος δεν
είναι μια υποτιμημένη και κατώτερη μορφή της γλώσσας, αλλά απλά είναι μια
διαφορετική εκδοχή της ίδιας γλώσσας. Σίγουρο λοιπόν, είναι ότι η ηπειρώτικη
π.χ. διάλεκτος, δεν είναι λιγότερο σημαντική και αξιόλογη από την κρητική, μιας
και οι δύο διάλεκτοι αναφέρονται στην ελληνική γλώσσα.
Αλλαγές όμως γίνονται και σε χρονικό
επίπεδο. Η ελληνική γλώσσα για να φτάσει στη σημερινή της μορφή, πέρασε από
αρκετά στάδια ομιλίας: αρχαΐζουσα, καθαρεύουσα και τέλος δημοτική.
Κι
αυτό συνέβη επειδή η γλώσσα ενός λαού πρέπει να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις
και εξελίξεις της κοινωνίας, καθώς και στις αλλαγές της εκάστοτε εποχής. Οι
γλώσσες έχουν την ικανότητα να υιοθετούν νέες δομές, νέες λέξεις ή εκφράσεις,
προκειμένου να συμβαδίσουν με τα δρώμενα των καιρών και εποχών.
Τέλος η γλώσσα αλλάζει, όσον αφορά, στην
μετατροπή των λέξεων. Πολλες γλώσσες μπορούν να μετατρέψουν π.χ. τα επίθετα σε
επιρρήματα ή τα ουσιαστικά σε ρήματα και αντιστρόφως πχ. διδάσκω =>
διδάσκαλος.(16)
5.7. Η γλώσσα
είναι συστηματική
Κανένα
γλωσσικό σύστημα δεν θεωρείται πρωτόγονο ή λιγότερο προηγμένο·
καμιά γλώσσα δεν θεωρείται ότι στερείται αξίας σε σύγκριση με κάποια
άλλη. Το ότι κάποιοι λαοί δεν έχουν αναπτυχθεί τεχνολογικά, σε σύγκριση με
κάποιους άλλους, αυτό δεν σημαίνει ότι η γλώσσα τους υστερεί ή είναι
υπεραπλουστευμένη. Απόδειξη είναι ότι λαοί όχι και τόσο αναπτυγμένοι
τεχνολογικά, παρουσιάζουν γλωσσικά συστήματα περισσότερο περίπλοκα από αυτά των
προηγμένων τεχνολογικά χωρών.
Όταν λέμε ότι μια γλώσσα είναι συστηματική,
εννοούμε ότι είναι ταυτόχρονα αυθαίρετη
και συμβατική.
Η γλώσσα είναι αυθαίρετη, γιατί στο νόημα
των λέξεων δεν υπάρχει κάποια λογική ερμηνεία, δεν μπορούμε δηλαδή να βρούμε
γιατί τον σκύλο τον λέμε σκύλο και όχι κάπως αλλιώς. Απλώς η λέξη σκύλος,
αυθαίρετα μας κάνει να σκεφτούμε εκείνο το συμπαθές τετράποδο με την ουρά, του
οποίου χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι το γάβγισμα.
Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος σε μιά γλώσσα:
όλοι οι Έλληνες, δέχονται ότι αυτό το κόκκινο, στρογγυλό, χειμωνιάτικο φρούτο,
με το κοτσάνι ονομάζεται "μήλο".
Κάθε λέξη δηλαδή, σημαίνει αυτό που
σημαίνει, χωρίς κάποια συγκεκριμένη εξήγηση.
Όπως επίσης δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε
και το γιατί σε μια γλώσσα η δομή της πρότασης έχει μια συγκεκριμένη μορφή (πχ.
Υποκείμενο - Ρήμα -Κατηγόρημα), ενώ σε κάποια άλλη γλώσσα η δομή της σύνταξης
διαφέρει κατά πολύ.
Δεν μπορούμε, τέλος, να πούμε ότι μια
γλώσσα παρουσιάζει λάθη στις εκφράσεις και στην σύνταξή της, από την στιγμή που
ο λαός που την μιλάει έχει συμφωνήσει αυθαίρετα να τον χειρίζεται κατά αυτό τον
τρόπο.
Ταυτόχρονα, όμως, κάθε γλώσσα λειτουργεί με
συμβατικούς κανόνες. Και με αυτό εννοούμε ότι οι άνθρωποι που την
χρησιμοποιούν, εφαρμόζουν κάποιους συγκεκριμένους γραμματικούς και συντακτικούς
κανόνες. Η συμβατικότητα οφείλεται στην ανάγκη κωδικοποίησης κάποιων εννοιών,
ώστε να γίνονται κατανοητοί οι άνθρωποι, που χρησιμοποιούν την ίδια γλώσσα. Η
σύνταξη, δηλαδή, που χρησιμοποιούμε λέγοντας μια πρόταση, δεν μπορεί να είναι
αυθαίρετη, διαφορετικά, θα είναι λανθασμένη και αυθαίρετη.
Λέμε για παράδειγμα: "Μπήκε μέσα και
κάθισε", πράγμα που δείχνει την καθαρή ροή των γεγονότων. Αν αντιστρέψουμε
τις λέξεις και πούμε "Κάθισε και μπήκε μέσα", από την μια παρατηρούμε
το άλογο της πρότασης και από την άλλη αλλάζει το νόημα, γιατί μπορούμε να
σκεφτούμε ότι κάθισε στο αναπηρικό καροτσάκι και μετά μπήκε.(17)
5.8
Η γλώσσα
είναι συμβολική
Οι λέξεις δεν έχουν καμιά κληρονομική,
έμφυτη ή θεϊκή προέλευση και σημασία. Οι λέξεις αντιπροσωπεύουν ονομασίες. Το
αντικείμενο π.χ. που ονομάζουμε βιβλίο, δεν λέγεται έτσι επειδή βιβλίο είναι
κάτι με γραμμένες σελίδες που το διαβάζουμε, αλλά επειδή η πλειοψηφία των
ομιλητών χρησιμοποιεί αυτόν τον όρο. Στα γερμανικά λέγεται buch (μπουχ) , στα
αγγλικά book (μπουκ) κτλ.
Αν πάρουμε το αλφάβητο, είναι φανερό, ότι
τα 24 γραφήματα από μόνα τους, δεν αντιπροσωπεύουν τίποτα, δεν σημαίνουν κάτι.
Αν όμως συνδυάσουμε κάποια από αυτά, τότε προκύπτει μια λέξη, π.χ. γάτα.
Το όνομα που δώσαμε στο ζώο αυτό δεν είναι
πραγματικά το ιδιο. Απλώς η λέξη γάτα συμβολίζει το συγκεκριμένο ζώο που έχουμε
στο μυαλό μας. (σημαινόμενον, δηλαδή
η έννοια του κάθε αντικειμένου και σημαίνον,
δηλαδή η αντίληψη και η εικόνα που έχουμε για το ίδιο το αντικείμενο.)
Υποθέτουμε τώρα ότι αλλάζουμε τη σειρά των
γραφημάτων στη λέξη γάτα και δημιουργούμε τη λέξη "αγάτ". Η λέξη
"αγάτ" στο ελληνικό λεξιλόγιο δεν σημαίνει κάτι γιατί πολύ απλά δεν
υπάρχει ανάλογη παραπομπή η οποία θα συμβόλιζε κάποιο αντικείμενο.
Αν όμως συμφωνούσαμε αυθαίρετα να πούμε ότι
το "αγάτ" σημαίνει μικρός συνδετήρας, αυτό θα επικρατούσε στην
καθομιλουμένη μόνο αν οι περισσότεροι Έλληνες το χρησιμοποιούσαν στο λεξιλόγιό
τους για να συμβολίσουν την έννοια του μικρού συνδετήρα.
Κάτι ανάλογο, δηλώνεται στην αρχή του Whort, ο οποίος υποστηρίζει ότι δεν
υπάρχει καμιά σημασία για μια έννοια, καμιά κατανόηση της έννοιας, αν δεν
υπάρχει λέξη, που να την ορίζει.
Η δημιουργία
λέξεων που ερμηνεύουν μια έννοια, επεκτείνει το λεξιλόγιο και μας δίνει την
δυνατότητα να αντιλαμβανόμαστε και να
κατακτούμε καλύτερα την πραγματικότητα.(18)
5.9. Η γλώσσα
είναι κάθετη και οριζόντια
Κάθε γλωσσικό στοιχείο μιας γλώσσας
λειτουργεί μέσα σ' ένα συγκεκριμένο σύστημα. Η λειτουργία αυτή επηρεάζεται κι
έχει άμεση σχέση με τα υπόλοιπα στοιχεία του συστήματος, δεν μπορεί δηλαδή να
θεωρηθεί αυτόνομο.
Η γλώσσα, λοιπόν, που χρησιμοποιούμε έχει
δύο διαστάσεις, την οριζόντια και
την κάθετη.
Όταν λέμε οριζόντια ή συνταγματική, εννοούμε τον χώρο σύνταξης στην ομιλία, η οποία είναι
μια τοποθέτηση λέξεων στη σειρά, με σκοπό να δημιουργηθεί μια κατανοητή φράση.
Ένα γλωσσικό στοιχείο βρίσκεται σε συνταγματική σχέση μ' όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που
χρησιμοποιούμε για να φτιάξουμε μια πρόταση.
Π.χ: Έχουμε την πρόταση "τα άστρα
λάμπουν". Το άρθρο "τα", έχει άμεση σχέση με τη λέξη
"άστρα". Αν είχαμε τη λέξη "άστρο", έπρεπε να επιλέγαμε και
διαφορετικό άρθρο, δηλαδή το "το". Παρόμοια συνταγματική σχέση έχει
το ρήμα "λάμπουν", το οποίο είναι γ' πληθυντικό, με τη λέξη
"άστρα", το οποίο είναι κι αυτό γ' πληθυντικό.
Η κάθετη ή παραδειγματική διάσταση της γλώσσας συνίσταται στο εξής: στο μυαλό
μας έχουμε ένα είδος "αποθήκης". Από εκεί παίρνουμε όλα τα στοιχεία
για να διαμορφώσουμε την ομιλία μας. Οι συνδυασμοί που μπορούν να υπάρξουν
είναι χιλιάδες.
Από
απλές λέξεις, ως περίπλοκα γλωσσικά σχήματα, τα οποία προέρχονται από τις
πρώτες μας συλλαβές, ως το γλωσσικό επίπεδο που έχουμε φτάσει την συγκεκριμένη
χρονική στιγμή.
Η
γλώσσα θεωρείται κάθετη μιας και οι άνθρωποι, έχουν τη δυνατότητα να συνδυάζουν
τις λέξεις κι όχι να παπαγαλίζουν. Επιλέγουν δηλαδή τον σωστό γλωσσικό τύπο της
λέξης, που θέλουν να χρησιμοποιήσουν.
Η κάθετη έννοια της γλώσσας, ακολουθεί ένα
συγκεκριμένο και αυστηρό γραμματικό κανόνα, ώστε τα σύνολα που αποτελούν μια
πρόταση, να είναι συνδυασμένα με καλή γραμματική σύνταξη, πχ. τα ρήματα με τις
σωστές κλίσεις τους, τους σωστούς χρόνους, τα ουσιαστικά με τα κατάλληλα άρθρα
κτλ.
Π.χ. στο προηγούμενο παράδειγμα, "τα
άστρα λάμπουν", η λέξη "άστρα", μπορεί να αντικατασταθεί με τη
λέξη "αστέρια", ή "έπιπλα" ή "τζάμια", χωρίς να
επηρεαστεί η υπόλοιπη δομή της πρότασης. (19)
5.10. Οι γλώσσες
είναι δομημένες παρόμοια
Αυτό σημαίνει ότι οι γλώσσες συσχετίζονται
με τρεις τρόπους: γενετικά, πολιτιστικά και τυπολογικά.
Όταν λέμε γενετικά, εννοούμε ότι υπάρχει κάποιος κοινός πρόγονος στην
οικογενειακή σειρά, όπου χρησιμοποιείται η γλώσσα. Π.χ τα Αγγλικά συσχετίζονται
γενετικά με τα Ολανδικά, μέσω του κοινού προγόνου τους, την Ινδοευρωπαϊκή
γλώσσα.
Η πολιτιστική
σχέση συνίσταται στο ότι μια γλώσσα μιλιέται ίσως κάπως αλλαγμένη σε
περισσότερα από ένα γεωγραφικά μέρη. (κάποιες δανεισμένες λέξεις).
Για παράδειγμα τα Ρουμάνικα συσχετίζονται
πολιτιστικά με τις άλλες Βαλκανικές γλώσσες και κυρίως με τα Σλάβικα.
Τυπολογικές ομοιότητες μπορούν να επισημανθούν σε όλα τα επίπεδα της γλώσσας:
στον τρόπο δημιουργίας μιας λέξης στη διαμόρφωση μιας πρότασης, στους
ήχους που χρησιμοποιούνται κτλ. Τα
Ρουμάνικα τυπολογικά σχετίζονται με όλες τις Λατινογενείς γλώσσες μέσω της
κοινής καταγωγής τους, των Λατινικών.
Τελευταία το ενδιαφέρον για τις τυπολογικές
ομοιότητες έχει μετατοπιστεί στην δομή
της πρότασης, δηλαδή στην διαδοχή του υποκειμένου, του ρήματος και του
αντικειμένου. Οι γλώσσες τυπολογικά κατηγοριοποιούνται ως εξής: Υποκείμενο -
Ρήμα - Αντικείμενο ή Υποκείμενο - Αντικείμενο - Ρήμα ή Ρήμα - Υποκείμενο -
Αντικείμενο.
Ας δούμε τα εξής παραδείγματα:
1.
Ι took the book
(Υποκ.-Ρήμα-Αντικ, Αγγλικά)
2. Je t' aime (Υποκ.-Αντικ.-Ρήμα, Γαλλικά)
3. Πάρε (εσύ) το βιβλίο (Ρήμα- Υποκ.-
Αντικ.)(20)
5.11. Κάθε γλώσσα
είναι μοναδική
Ίσως θεωρηθεί παράδοξο το γεγονός ότι από
τη μια άποψη υποστηρίζουμε ότι όλες οι γλώσσες έχουν κοινά χαρακτηριστικά
μεταξύ τους, ενώ ταυτόχρονα από την άλλη θεωρούμε ότι κάθε γλώσσα είναι
μοναδική.
Εν τούτοις είναι μοναδική, όπως μοναδικός
είναι και ο πολιτισμός, ο οποίος την ανέπτυξε.
Δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε και να
εξετάσουμε μια γλώσσα, αν δεν την πλησιάσουμε σύμφωνα με τους δικούς της
γραμματικούς, συντακτικούς και φωνητικούς όρους.
Για παράδειγμα δεν είναι σωστό να αναλύουμε
την αγλλική γλώσσα, βασιζόμενοι στη Λατινική γραμματική, έχοντας υπ' όψιν μας
την λανθασμένη υπόθεση ότι τα Αγγλικά είναι μια παραλλαγμένη και υποτιμημένη
μορφή των Λατινικών.
Έτσι λοιπόν, όλες οι γλώσσες παρουσιάζουν
μεταξύ τους κάποια κοινά χαρακτηριστικά, αλλά η κάθε μια τα παρουσιάζει με τον
δικό της μοναδικό και συγκεκριμένο τρόπο.
Γιατί πολύ απλά, όλοι οι άνθρωποι τρώνε,
όλοι περπατάνε, όλοι μιλάνε, αλλά ο καθένας το κάθε πράγμα το εκτελεί και το
πράττει διαφορετικά.(21) |